Ο Ιάπωνας Πρωθυπουργός, Fumio Kishida, είναι άνθρωπος «με πρόγραμμα» όσον αφορά την διεθνή διπλωματία. Είχε υποβάλει κυρώσεις στην Ρωσία όταν ξέσπασε ο Πόλεμος στην Ουκρανία, συμφώνησε με τον Πάπα να επιδιώξουν έναν κόσμο χωρίς τον κίνδυνο των πυρηνικών και έκανε μία περιοδεία «ειρήνης» στην Νοτιοανατολική Ασία και την Ευρώπη, με στόχο να πρεσβεύσει τις αξίες της Δημοκρατίας.
Ο Kishida έχει αναφέρει ότι βλέπει αρκετούς παραλληλισμούς ανάμεσα στις ενέργειες της Ρωσίας προς την Ευρώπη και αυτές τις Κίνας προς την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού. Η γεωπολιτική θέση της Ιαπωνίας της κάνει πολύ σημαντικό «παίκτη». Νότιά της έχει την υπερδύναμη-Κίνα, δυτικά της έχει την οπλισμένη με πυρηνικά Βόρειο Κορέα και βόρια της βρίσκεται η γεμάτη με πολεμική οργή Ρωσία.
Έτσι, η Ιαπωνία βρίσκεται σε μία θέση εξαιρετικά δύσκολη, καθώς βρίσκεται στην μέση των διπλωματικών επεισοδίων ανάμεσα των Κίνας-ΗΠΑ-Ρωσίας. Και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήρθε να δώσει ένα μήνυμα στην μέχρι τώρα φιλειρηνική Ιαπωνία: ότι πρέπει να επενδύσει στον αμυντικό της εξοπλισμό, καθώς η ειρήνη στην περιοχή δεν είναι δεδομένη.
Η ιαπωνική κυβέρνηση έχει θορυβηθεί. Τον Απρίλιο, μέλη της κυβέρνησης πρότειναν την αύξηση του προϋπολογισμού για τον αμυντικό εξοπλισμό της χώρας από 1% που είναι τώρα, σε 2% του ΑΕΠ, ώστε να συμβαδίσουν με την ίδια απόφαση που πήραν τα μέλη του NATO.
Το Τόκιο, όμως, δεν επενδύει έξτρα μόνο στην άμυνά του αλλά και στην διπλωματία του, η οποία θα αποδειχτεί σημαντικό «χαρτί» σε περίπτωση που αλλάξουν οι απρόβλεπτες προθέσεις της Κίνας. Έτσι, ο Kishida θα συναντηθεί με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Joe Biden την ερχόμενη Δευτέρα, ώστε να εδραιωθεί η Ιαπωνία ως άξιος σύμμαχος της μεγαλύτερης οικονομικής δύναμης στον πλανήτη. Η Ιαπωνία είναι ήδη σημαντικό πιόνι στην παγκόσμια οικονομική σκακιέρα, καθώς μετά τις ΗΠΑ και την Κίνα είναι η επόμενη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη.
Ήταν το 2007 όταν η Κίνα ξεπέρασε την οικονομία της Ιαπωνίας, κατακτώντας την δεύτερη θέση στις μεγαλύτερες οικονομικά χώρες. Τότε ήταν που ο πρώην πρωθυπουργός Shinzo Abe έπεισε τους νομοθέτες της Ινδίας ότι μία «Ευρύτερη Ασιατική Ένωση», στα πρότυπα της Ευρώπης θα βοηθούσε το Δελχί να συνεργαστεί με το Τόκιο. Αυτή ήταν η αρχή του Quadrilateral Security Dialogue (Quad) μίας στρατιωτικής συμμαχίας ανάμεσα στις ΗΠΑ, την Αυστραλία, την Ινδία και την Ιαπωνία.
Ταυτόχρονα, η Κίνα προωθούσε τον νέο της οικονομικό «δρόμο», το Belt and Road Initiative (BRI) για να διευρύνει τις εμπορικές τις συναλλαγές με τον υπόλοιπο κόσμο. 15 χρόνια μετά, που τα νήματα της παγκόσμιας οικονομίας κινούνται κυρίως από την Κίνα, γίνεται αντιληπτός ο αντίκτυπος της στρατηγικής του Πεκίνου.
Η Κίνα δεν κάνει πίσω στην στρατηγική της. Αυτήν την στιγμή κατέχει την κυριαρχία σε μεγάλο κομμάτι της Θάλασσας της Νότιας Κίνας, συμπεριλαμβανομένων και διάφορων ακατοίκητων βραχονησίδων που χρησιμοποιεί για να εγκαταστήσει πυραύλους και πολεμικά συστήματα.
Η Ιαπωνία αναγνωρίζει ότι εάν βασίζεται μόνο στις ΗΠΑ για την άμυνά της και τις διπλωματικές της αξιώσεις, δεν θα καταφέρει να αντλήσει εμπιστοσύνη και από τις δύο μεριές, όσο επιχειρεί να διατηρήσει ισορροπία μεταξύ Κίνας-ΗΠΑ. Επομένως. αυτό που επιχειρεί τώρα να κάνει είναι να βασιστεί στις δικές της δυνάμεις όσον αφορά την άμυνα.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έκανε την ανάγκη αυτή ακόμη πιο επιτακτική, καθώς η Κίνα έχει δείξει να υποστηρίζει τις ενέργειες του Putin. Έτσι, η Ιαπωνία έχει τώρα τον σημαντικό ρόλο του να κρατήσει τις ισορροπίες στην Ασία, ενώ ταυτόχρονα καθιστά κατανοητό ότι οι ΗΠΑ και η Ευρώπη μπορούν να βασίζονται πάνω της.
Τέλος, οι ενέργειες του Τόκιο δεν έχουν περάσει απαρατήρητες από το Πεκίνο. Την περασμένη Τετάρτη, ο Κινέζος Υπουργός Εξωτερικών συνομιλώντας με τον Ιάπωνα ομόλογό του μέσω τηλεδιάσκεψης, τον ενημέρωσε για την εντύπωση που έχει δημιουργηθεί ότι «η Ιαπωνία και η Κίνα έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους κατά της Κίνας», μία κίνηση που το Πεκίνο θεώρησε «φάουλ» και πως «δημιουργεί μία αρνητική ατμόσφαιρα» στο διπλωματικό τοπίο.
Κεντρική φωτογραφία: Ο Ιάπωνας Πρωθυπουργός Fumio Kishida/Shutterstock.com.
Διαβάστε ακόμη στο intronews.gr:
Ρωσία: Απαγόρευσαν στον Biden και σε άλλους 962 Αμερικάνους την είσοδο στη χώρα