Ένα αριστούργημα της τέχνης όπως η Μόνα Λίζα, ο διάσημος και πολύτιμος πίνακας του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, αρκεί από μόνο του για να προκαλέσει δέος σε όποιον βρεθεί μπροστά του. Η Τζοκόντα, όμως, έχει αποκτήσει με τους αιώνες διάσταση μυστηριακή, που ξεπερνάει κατά πολύ μια ζωγραφιά, όσο τέλεια κι αν είναι.

Όλα στον πίνακα κρύβουν μυστήριο: Από την επιλογή του μοντέλου, το αινιγματικό της χαμόγελο, την σημασία στη λεπτομέρεια που έδωσε ο ίδιος ο Ντα Βίντσι στην αποτύπωσή της, αλλά και η πορεία του πίνακα όλα αυτά τα χρόνια, μέχρι να βρεθεί στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι.

Η πιο μυστηριώδης ιστορία, όμως, ήταν αυτή της κλοπής της! Η Μόνα Λίζα εξαφανίστηκε από το Λούβρο στις 21 Αυγούστου 1911 και επέστρεψε με όλες τις τιμές στο Παρίσι στις 4 Ιανουαρίου 1914. Το τι ακριβώς έγινε και πώς έγινε παραμένει ακόμα και σήμερα ένα μυστήριο. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα αυτής της τρελής ιστορίας καλύπτονται από ένα θολό πέπλο.

Τι έγινε ακριβώς εκείνη την ζεστή Δευτέρα στο Λούβρο; Υπάρχουν τρεις διαφορετικές εκδοχές: Της γαλλικής αστυνομίας, αυτού που καταδικάστηκε ως ο μοναδικός κλέφτης και κάποιου άλλου, που μετά το θάνατό του «παραδέχτηκε» ότι ήταν ο εγκέφαλος. Το κάθε κομμάτι της ιστορίας έχει τη δική του σημασία.

Ξεβίδωσε το πόμολο με τη Μόνα Λίζα στη μπλούζα

Το μουσείο του Λούβρου είναι κλειστό τις Δευτέρες, για τις απαραίτητες εργασίες καθαρισμού και συντήρησης. Ο κλέφτης, σύμφωνα με την έρευνα της αστυνομίας, θα έπρεπε να είχε μπει στο χώρο του μουσείου από την Κυριακή και να είχε κρυφτεί σ’ ένα από τα δεκάδες μικρά δωμάτια-κρύπτες, που χρησίμευαν τότε ως αποθηκευτικοί χώροι. Τότε δεν υπήρχε κανένας έλεγχος για το αν, όταν έκλεινε το μουσείο, έμενε κάποιος μέσα, είτε από λάθος, είτε επίτηδες.

Ο κλέφτης άνοιξε την πόρτα το πρωί της Κυριακής και εμφανίστηκε στους διαδρόμους φορώντας μια λευκή φόρμα, όπως όλοι οι υπάλληλοι του Λούβρου. Κατευθύνθηκε προς τον πίνακα, ο οποίος ήταν τοποθετημένος σ’ ένα βαρύ γυάλινο περίβλημα. Αφού το ξεκρέμασε από τα τέσσερα άγκιστρα που το κρατούσαν στον τοίχο, το μετέφερε χωρίς κανείς να τον δει στο δωμάτιο-κρύπτη, που τον είχε φιλοξενήσει επί ώρες το προηγούμενο βράδυ. Όλη αυτή η κατασκευή ζύγισε περισσότερο από 90 κιλά και στις περιοδικές εργασίες συντήρησης χρειάζονταν τρεις υπάλληλοι του μουσείου για να το απαγκιστρώσουν και να το μεταφέρουν.

Αφού «έγδυσε» τον πίνακα από κορνίζες και γυαλιά, κράτησε μόνο τα αυθεντικά τρία κομμάτια ξύλου, πάνω στα οποία τον είχε ζωγραφίσει ο Ντα Βίντσι. Τα έβαλε μέσα στην φαρδιά λευκή μπλούζα του και κατευθύνθηκε σε μια κλειδωμένη πόρτα, που οδηγούσε στην αυλή του μουσείου, στο Cour du Sphinx. Το κλειδί που είχε μαζί του δεν ταίριαζε στην κλειδαριά, έτσι αναγκάστηκε να την αφαιρέσει μ’ ένα κατσαβίδι.

Την ώρα που το έκανε αυτό, τον είδε ένας υδραυλικός του Λούβρου. Ο οποίος, αντί να υποπτευθεί κάτι, τον βοήθησε (!) κιόλας να ξεβιδώσουν την κλειδαριά και του είπε, μάλιστα, να αφήσει την πόρτα ανοιχτή, μήπως κάποιος άλλος υπάλληλος του μουσείου ήθελε να χρησιμοποιήσει την έξοδο.

Ένας περαστικός είδε τον κλέφτη να απομακρύνεται από το Λούβρο και να πετάει κάτι σιδερένιο στο δρόμο. Του έκανε εντύπωση η κίνηση, πήγε κοντά και είδε ότι επρόκειτο για ένα πόμολο πόρτας. Το κατέθεσε αργότερα στην αστυνομία. Όπως αποδείχτηκε, ήταν ο ένας από τους μόλις δύο που είχαν δει τον κλέφτη της Μόνα Λίζα. Δεν κατάφερε, ωστόσο, να τον περιγράψει.

Δύο μέρες αργότερα το ανακάλυψαν!

Το απίστευτο δεν ήταν η ευκολία, με την οποία αφαιρέθηκε το αριστούργημα από το Λούβρο, αλλά όσα ακολούθησαν μετά. Στην κυριολεξία, η κλοπή της Μόνα Λίζα διαπιστώθηκε δύο ημέρες αργότερα! Ήταν συχνό φαινόμενο τότε κάποια έργα να μεταφέρονται από το χώρο έκθεσης σε άλλες αίθουσες, ώστε να φωτογραφηθούν και να συντηρηθούν. Ακόμα κι όταν την Τρίτη 22 Αυγούστου 1911 άνοιξε το Μουσείο και στη θέση του πίνακα υπήρχαν μόνο τα τέσσερα άγκιστρα, κανείς υπάλληλος δεν ανησύχησε.

Ο ζωγράφος Λουί Μπερού, ο οποίος ήθελε να μελετήσει τον πίνακα, ήταν ο πρώτος που διαμαρτυρήθηκε για την απουσία του. Αντιμετώπισε ανασηκωμένους ώμους και μισόλογα για το πού ήταν. Επέμεινε, διαμαρτυρήθηκε, άρχισε να φωνάζει. Τότε μόνο άρχισαν όλοι οι υπάλληλοι να αναρωτιούνται πού βρίσκεται ο πίνακας. Κι όταν δεν τον βρήκαν, τότε μόνο ειδοποίησαν τη διοίκηση του μουσείου.

Το Λούβρο έκλεισε τις πόρτες του για μία εβδομάδα, ώστε να γίνει λεπτομερής έρευνα της αστυνομίας. Τα στοιχεία που βρέθηκαν ήταν ελάχιστα: Ένα δακτυλικό αποτύπωμα στην ξεβιδωμένη κλειδαριά και οι σκόρπιες μαρτυρίες ενός-δύο ανθρώπων. Η αστυνομία στη Γαλλία εξαπέλυσε μια τεράστια έρευνα για να βρεθεί ο πίνακας. Τα σύνορα έκλεισαν και οποιοδήποτε πακέτο έβγαινε από τη χώρα, μέχρι και σιτηρά και μεταλλεύματα, εξετάζονταν εξονυχιστικά. Δεν βρέθηκε τίποτα.

Όπως ήταν φυσικό, από τη στιγμή που κυκλοφόρησε το νέο κι άρχισαν τα δημοσιεύματα των εφημερίδων ξεκίνησαν να εξυφαίνονται και θεωρίες συνομωσίας. Οι οποίες περιείχαν ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς: Από το ότι η οικογένεια Γκεραρντίνι, της οποίας μέλος ήταν η Τζοκόντα, αποφάσισε να επανακτήσει τον πίνακα, μέχρι ότι κάποιοι εκβίαζαν τη γαλλική κυβέρνηση και ζητούσαν λύτρα εκατομμυρίων. Φυσικά υπήρχε και το προφανές: Ότι ο κλέφτης σκόπευε να πουλήσει τον πίνακα σε κάποιον εκκεντρικό εκατομμυριούχο συλλέκτη.

Σύντομα βρέθηκε και το πρόσωπο. O Τζον Πιερπόντ Μόργκαν, ο τραπεζικός γόνος της διάσημης τράπεζας JP Morgan, πλήρωσε το εκπεφρασμένο του πάθος για την τέχνη με δημοσιεύματα που τον «φωτογράφιζαν» ως εγκέφαλο της ληστείας. Όταν αποφάσισε, επιτέλους, να διαψεύσει επισήμως τις αιτιάσεις, κάλεσε τους δημοσιογράφους και αποφάσισε να βάλει στο κοστούμι του και το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής, τη μεγαλύτερη διάκριση που προσφέρει το γαλλικό κράτος. Όχι μόνο δεν βγήκε από το κάδρο, αλλά αντιμετώπισε νέα δημοσιεύματα: Ότι τάχα «αγόρασε» το παράσημο, μαζί με την σιωπή της γαλλικής κυβέρνησης, με αντίτιμο 1 εκ. δολάρια.

Ο Μόργκαν δεν ήταν ο μοναδικός διάσημος που κατηγορήθηκε. Ο Πάμπλο Πικάσο, ο μετέπειτα αριστουργηματικός ζωγράφος, παραλίγο να περάσει από δίκη για την κλοπή του πίνακα! Στην κατοχή του βρέθηκαν κάποια μικροαντικείμενα (γλυπτές κεφαλές) από το Λούβρο, τα οποία του είχε δώσει ο φίλος του συγγραφέας Γκιγιόμ Απολινέρ (επίσης διάσημος αργότερα) και τα χρειαζόταν για να φτιάξει έναν πίνακα . Η αστυνομία συνέλαβε τον Απολινέρ και τον έβαλε φυλακή για λίγες ημέρες, μέχρι που αποδείχτηκε ότι δεν γνώριζε τίποτε για τη Μόνα Λίζα. Ο Πικάσο πέρασε από τα γραφεία της αστυνομίας για ανάκριση.

Όσοι είχαν ελπίδες για άμεση ανάκτηση του πίνακα διαψεύστηκαν. Ο χώρος έκθεσης της Μόνα Λίζα έμενε κενός για μέρες. Οι επισκέπτες στο Λούβρο, πάντως, αυξήθηκαν, μόνο και μόνο για να δουν τα τέσσερα άγκιστρα! Στη συνέχεια εκεί τοποθετήθηκε ένα αντίγραφο του πίνακα, αλλά ο κόσμος απλά απέστρεφε το βλέμμα του όταν έφτανε στη συγκεκριμένη αίθουσα. Η διοίκηση του μουσείου το πήρε απόφαση μετά από μήνες και αντικατέστησε τη Μόνα Λίζα μ’ έναν πίνακα του Ραφαήλ. Όπως έλεγαν τότε, έπρεπε να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι ο πίνακας δεν επρόκειτο να βρεθεί ποτέ.

Κι όμως, βρέθηκε. Και μάλιστα με τον πιο απίστευτο τρόπο που θα μπορούσε να βρεθεί.

Να επιστρέψει στην Ιταλία

Ο Αλφρέντο Γκέρι, ένας από τους πιο γνωστούς και αξιοσέβαστους διεθνείς εμπόρους έργων τέχνης στη Φλωρεντία, έλαβε ένα γράμμα το Νοέμβριο του 1913, από κάποιον που υπέγραφε ως “Leonardo”. Αυτός ισχυρίστηκε ότι είχε στην κατοχή του τον πίνακα και ότι το κίνητρό του ήταν να επιστρέψει στη ώρα του έναν από τους πολλούς θησαυρούς που είχαν κλαπεί από την Ιταλία. Στην επιστολή ανέφερε την εποχή του Ναπολέοντα (!), όμως αποδείχτηκε και ανιστόρητος, πέρα από οτιδήποτε άλλο: Η Τζοκόντα πήγε στο Παρίσι δύο αιώνες πριν το Ναπολέοντα. Στο κείμενο δε ανέφερε ότι δεν είναι πλούσιος, αλλά δεν έχει σκοπό να πουλήσει τον πίνακα. Θα δεχόταν, όμως, μια «αποζημίωση» από το ιταλικό κράτος για την επιστροφή του αριστουργήματος στον τόπο δημιουργίας του.

Ο Γκέρι αντιμετώπισε την επιστολή με καχυποψία, παρ’ ότι εξακρίβωσε ότι είχε ταχυδρομηθεί από το Παρίσι. Πήγε το γράμμα στον Τζιοβάνι Πότζι, τον διευθυντή της πασίγνωστης γκαλερί Ουφίτσι της Φλωρεντίας. Ο Πότζι γνώριζε ορισμένα σημάδια της Μόνα Λίζα, με τα οποία αποδεικνυόταν η αυθεντικότητα του πίνακα. Μαζί συνεννοήθηκαν ότι τελικά άξιζε τον κόπο να συναντήσουν αυτόν τον μυστηριώδη «Λεονάρντο». Το κατάφεραν περίπου ένα μήνα αργότερα, μετά από κάμποσες αναβολές.

Ο «Λεονάρντο» τους πήγε στο δωμάτιο ενός μικρού ξενοδοχείου, όπου έβγαλε τον πίνακα από ένα μπαούλο με παλιά πράγματα. Ο Πότζι εξέτασε τον πίνακα και αποφάνθηκε ότι πρόκειται πράγματι για τον αυθεντικό. Ο κλέφτης ζήτησε ως αντάλλαγμα το ποσό των 500.000 λιρετών (περίπου 100.000 δολάρια της εποχής), ενώ το έργο είχε εκτιμηθεί το λιγότερο για 5 εκ. δολάρια. Του υποσχέθηκαν ότι θα τα έβρισκαν πολύ σύντομα από την ιταλική κυβέρνηση. Με το που απομακρύνθηκαν, ειδοποίησαν την αστυνομία. Ο «Λεονάρντο» συνελήφθη 15 λεπτά αργότερα.

Η είδηση της ανάκτησης της Μόνα Λίζα ανακοινώθηκε επισήμως στις 12 Δεκεμβρίου 1913. Ο υπουργός εξωτερικών της Ιταλίας αποκάλυψε, μάλιστα, ότι η επιστροφή θα γίνει με τιμές. Ο μυστηριώδης κλέφτης αποδείχτηκε ότι ήταν ένας 32χρονος επίδοξος καλλιτέχνης, ο Βιντσέντσο Περούτζια, ο οποίος είχε εργαστεί για ένα διάστημα στο Λούβρο ως συντηρητής!

Ο Γκέρι πήρε ως αντάλλαγμα περίπου 25.000 φράγκα, που είχαν συγκεντρωθεί ως αμοιβή από φιλότεχνους. Στη συνέχεια μήνυσε (!) το γαλλικό δημόσιο και ζήτησε το 10% από την αξία του πίνακα της Μόνα Λίζα. Η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο, αλλά ο Γκέρι αποσύρθηκε χωρίς την παραμικρή αμοιβή.

Η δίκη του Περούτζια ξεκίνησε στις 4 Ιουνίου. Σε αυτήν, ο κλέφτης παρουσίασε μια πολύ απλοϊκότερη εκδοχή της ληστείας. Μπήκε, λέει, κανονικά από την είσοδο του Λούβρου εκείνη τη Δευτέρα φορώντας τη λευκή μπλούζα του συντηρητή, ξεκρέμασε τον πίνακα χωρίς να γίνει αντιληπτός, έκρυψε τα κομμάτια στη μπλούζα του και βγήκε κανονικά έξω. Δεν έδωσε περαιτέρω διευκρινίσεις, ούτε για ξεβιδωμένα πόμολα, ούτε για συνεργούς.

Οι δικαστές δεν ζήτησαν περαιτέρω λεπτομέρειες. Ασχολήθηκαν με το κίνητρο. Ο Περούτζια επέμεινε στις εθνικιστικές του απόψεις, ότι ήθελε η Μόνα Λίζα να εκτίθεται στη Φλωρεντία, στη γκαλερί Ουφίτσι, και όχι στο Λούβρο. Αρνήθηκε ότι ήθελε να πουλήσει τον πίνακα, αλλά παραδέχτηκε ότι περίμενε μια ανταμοιβή για τη γενναία πράξη του. «Τουλάχιστον κάτι καλύτερο από να δικάζομαι ως κλέφτης», είπε χαρακτηριστικά και προκάλεσε τα γέλια του ακροατηρίου.

Τελικά ο Περούτζια καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους και 15 ημερών. Στην έφεση που υπέβαλλαν οι δικηγόροι του, η ποινή μειώθηκε στους επτά μήνες. Αφέθηκε αμέσως ελεύθερος, καθώς είχε βρεθεί στη φυλακή κι εννέα ημέρες παραπάνω.

Η Μόνα Λίζα όντως επέστρεψε με τιμές στο Λούβρο στις αρχές Ιανουαρίου 1914 κι εκτίθεται πλέον με πολύ πιο αυστηρά μέτρα προστασίας.

Ο μαρκήσιος που πουλούσε αντίγραφα

Αφού η ιστορία διαλευκάνθηκε και δικαστικά και το έργο βρισκόταν στη θέση του, το κοινό ξέχασε γρήγορα το περιστατικό. Το θυμήθηκε σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, το 1932, μ’ ένα δημοσίευμα του Καρλ Ντέκερ στην εφημερίδα Saturday Evening Post. Στο συγκεκριμένο δημοσίευμα, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ο Ντέκερ υποστήριζε ότι τον Ιανουάριο του 1914 στην Καζαμπλάνκα του Μαρόκου είχε συναντήσει τον εγκέφαλο της ληστείας, ο οποίος καθοδηγούσε τον Περούτζια!

Σύμφωνα με το κείμενο, ο συνομιλητής του δημοσιογράφου συστήθηκε ως «Μαρκήσιος ντε Βαλφιέρνο», ήταν σεβάσμιος, με λευκά μαλλιά και μουστάκι, πάμπλουτος και αριστοκράτης. Ο Βαλφιέρνο έκανε αποκαλύψεις στον Ντέκερ με τον όρο να τις δημοσιεύσει αφού αυτός πεθάνει. Υποστήριξε ότι ο Περούτζια έδρασε με δύο συνεργούς κατ’ εντολή του ίδιου, σε μια δουλειά που στην πορεία χάλασε.

Το κίνητρο του μαρκήσιου ήταν απολύτως οικονομικό. Σχεδίαζε να μην εμφανίσει ποτέ τον πρωτότυπο πίνακα, αλλά να προωθήσει στην παράνομη αγορά έξι αντίγραφα της Μόνα Λίζα, τα οποία θα κατέληγαν σε αφελείς εκατομμυριούχους και θα στόλιζαν τις κρυφές τους αίθουσες. Ήδη υποστήριζε ότι είχε προωθήσει έξι τέτοιες αγοραπωλησίες, μάλιστα είχε αντιγράψει εκτός από τον πίνακα και τη σφραγίδα γνησιότητας (!) του Λούβρου. Το κάθε έργο κοστολογούταν για 5 εκ. δολάρια, οπότε με 30 εκ. δολάρια της εποχής θα γινόταν από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου.

Σύμφωνα με τον μαρκήσιο, ο Περούτζια πήρε μια μεγάλη αμοιβή για την κλοπή, την οποία όμως σπατάλησε μέσα σε δύο χρόνια και στην απελπισία του… έκλεψε πάλι τη Μόνα Λίζα, αυτή τη φορά από τον Βαλφιέρνο, με σκοπό να τον «δωρίσει» στην Ιταλία, έναντι αμοιβής φυσικά.

Τον καιρό του δημοσιεύματος, πάντως, ήταν αδύνατο να εξακριβωθεί αν η ιστορία ήταν αληθινή. Εκτός από τον Βαλφιέρνο, είχε πεθάνει και ο Περούτζια επτά χρόνια πριν. Έτσι ο Ντέκερ έμεινε με την ιστορία αυτή, που κανείς δεν ξέρει αν είναι αληθινή, αλλά πρόσθεσε ακόμα μεγαλύτερο μυστήριο.