Η ταινία A Good Wife που παίζεται στο Ertflix έχει ένα σαφές μήνυμα. Στην υπερσυντηρητική Γαλλία του ‘60 και στην Σχολή Οικοκυρικών Ντε Μπεκ σύντομα όλα θα αλλάξουν. Μία επανάσταση είναι προ των θυρών που ακόμη κανείς δεν υποψιάζεται.

Μέχρι εκείνη την στιγμή οι γυναίκες είναι προορισμένες για να κάνουν ευτυχισμένο το σύζυγό τους και να γίνουν «καλές σύζυγοι» και η Ζυλιέτ Μπινός, η κυρία Ντε Μπεκ, είναι έτοιμη να τους διδάξει πώς θα γίνουν A good wife, όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας που παίζεται στο Ertflix.

Η ταινία αποτελεί μια απόκλιση από την πεπατημένη για τον σεναριογράφο-σκηνοθέτη Μαρτίν Προβόστ, γνωστότερο για σοβαρά γυναικεία πορτρέτα όπως το βραβευμένο με Σεζάρ βιογραφικό Séraphine του 2008 και το σκοτεινό Violette του 2013, για τη συγγραφέα Violette Leduc.

Πρόκειται για ένα έργο που καλεί την Μπινός να αναδείξει το κορυφαίο κωμικό ταλέντο της και παράλληλα μας δείχνει το μέρος που βρισκόταν η «καρδιά και το μυαλό» της αρχαιολογίας της πατριαρχίας της δεκαετίας του 1960, γαλλικού τύπου.

Όμως, η τονική ανομοιομορφία -που ισορροπεί αδέξια μεταξύ της χαζοχαρούμενης φάρσας, της βαρύγδουπης κοινωνικής σάτιρας και της σοβαρής συναισθηματικής αμεσότητας– δεν αφήνει στην ταινία πολλά περιθώρια για να βρει το ρυθμό της.

Η ταινία ξεκινά το 1967 στην Αλσατία της ανατολικής Γαλλίας, στη σχολή οικοκυρικών που διευθύνει η Πολέτ φαν ντερ Μπεκ (Μπινός) και ο σύζυγός της Ρόμπερτ (Φρανσουά Μπερλέν), ένας ακόλαστος τζογαδόρος, πότης και άνθρωπος των παθών.

Η Πολέτ είναι η ισορροπημένη φιγούρα ενός αρχαϊκού ιδρύματος που διδάσκει στις έφηβες μαθήτριές της πώς να γίνουν παραδοσιακές σύζυγοι -δίπλα της εργάζονται η αδέξια αδελφή του Ρόμπερτ, η Ζιλμπέρτ (η Γιολάντ Μορό, στολισμένη με απίθανες ξανθές μπούκλες) και η αυταρχική μοναχή αδελφή Μαρί-Τερέζ (Νοεμί Λόβσκι).

Παρόλο που το αποτυχημένο σχολείο έχει περιοριστεί σε μια χούφτα νέων μαθητών -με κάποιους να αντιστέκονται στην πειθαρχία του- η Πολέτ πολεμάει ατάραχη, μέχρι που η μοίρα βάζει το χέρι της, με τη μορφή του στιφάδο κουνελιού της Ζιλμπέρτ, και η ζωές των δύο γυναικών ανατρέπονται με το θάνατο του Ρόμπερτ.

Αντιμέτωπη με ένα αβέβαιο μέλλον, η Πολέτ συμβουλεύεται τον τραπεζίτη Αντρέ (συμπαθέστατα γοητευτικός ο Εντουάρντ Μπαέρ), ο οποίος τυχαίνει να είναι ο παθιασμένος θαυμαστής της από παλιά.

Η προσοχή του την βοηθά να βγει από την καταπιεσμένη της νοοτροπία, σε συνάρτηση και με τις ραδιοφωνικές αναφορές για αναταραχές στην πρωτεύουσα, καθώς τα γεγονότα του Μαΐου του 1968 πλησιάζουν όλο και πιο κοντά.

Η σάτιρα διασκεδάζει με την ειρωνική προοπτική της σεξουαλικής πολιτικής του παλαιού καθεστώτος, όπως υποδηλώνει και ο αγγλικός τίτλος (το πρωτότυπο είναι απλά La Bonne Épouse).

Σε συνεργασία με τη σεναριογράφο Σεβερίν Βερμπά, σεναριογράφο της γαλλικής τηλεοπτικής σειράς Cannabis, η ταινία προσφέρει μια κωμική προσέγγιση της μάχης κατά της πατριαρχίας σε μια παρόμοια ρετρό διάθεση με το Populaire του Régis Roinsard που παραπέμπει στο Mad Men και το Mr and Mrs Adelman (2017) του Nicolas Bedos.

Μεγάλο μέρος του χιούμορ επικεντρώνεται στη σβέλτα αυτοσαρκαστική ερμηνεία της Μπινός ως μια πεντακάθαρη οικιακή θεά της εποχής Ντε Γκωλ -αλλά ενώ είναι γενικά καλή ως ντροπαλή κυρία, μπορεί να είναι και υπερβολικά μανιακή μερικές φορές.

Η διασκεδαστικά επιρρεπής στην αμαρτία Ζιλμπέρτ, η Γιολάντ Μορό, δεν μπόρεσε να αποφύγει κάποιες υπερβολές, κάτι που δεν ενοχλεί καθώς είναι στοιχείο του κωμικού της ταμπεραμέντου.

Αντίθετα, η αιχμηρή Λόβσκι κρατά τον κατάλληλο κωμικό τόνο -ενώ της τάξης των κοριτσιών του σχολείου ηγείται με προσωπικότητα η ανερχόμενη Μαρί Ζαμπουκόβιτς, η οποία έχει το βλέμμα και την αυτοκυριαρχία της Bardot στα μέσα της δεκαετίας του ’60.

Η γοητεία της ταινίας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη σκηνοθεσία: προσεκτικός σχεδιασμός παραγωγής εποχής από τον Τιερί Φρανσουά, με έμφαση στους καταπιεστικούς, ξύλινους εσωτερικούς χώρους της Αλσατίας, καθώς και τα κομψά, εύγλωττα κοστούμια της Μαντλίν Φοντέν.

Αυτό είναι καλό, ωστόσο, καθώς ο Προβόστ δεν είναι ούτε γεννημένος κωμικός σκηνοθέτης, ούτε σίγουρος για τον έλεγχο του τόνου –όπως σε μια σκηνή ερωτικού ραντεβού μεταξύ της Πολέτ και του Αντρέ, όπου οι αναφορές για τη ζοφερή κληρονομιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μοιάζουν σχετικά άστοχες.

Ίσως η πιο αμήχανη στιγμή της ταινίας είναι όταν εντελώς ξαφνικά και χωρίς να υπάρχει ουσιαστικά κάποιος λόγος, η Μπινός οδηγεί τη συγκεντρωμένη γυναικεία παρέα σε μια τραγουδοχορευτική αναδιατύπωση των ιδρυτικών αρχών της σχολής σύμφωνα με τις νέες αρχές της γυναικείας χειραφέτησης.

Και παρότι οι στίχοι του τραγουδιού είναι εύστοχοι και η χορογραφία ενδιαφέρουσα, η σκηνή μοιάζει σαν να προέρχεται από κάποια άλλη ταινία.

Παρόλα αυτά, είναι μία ταινία για ένα ευχάριστο και ανέμελο βράδυ Δευτέρας που μπορείς να παρακολουθήσεις για να χαλαρώσεις και να ψυχαγωγηθείς.