Για εμάς τους Ευρωπαίους, το λεγόμενο «μεταναστευτικό» περιορίζεται στους ανθρώπους που τα καταφέρνουν και φτάνουν, με όποιον τρόπο μπορούν, σε ευρωπαϊκό έδαφος, ώστε να ξεκινήσουν τη διαδικασία για τη χορήγηση ασύλου. Οι ζωντανοί, δηλαδή. Κανείς δεν ασχολείται με όσους από τους μετανάστες δεν τα καταφέρνουν. Κι αυτοί είναι πολλοί, πάρα πολλοί. Περισσότεροι απ’ όσους μπορούμε να φανταστούμε.

Ένα ρεπορτάζ-γροθιά στο στομάχι της εφημερίδας Guardian, το οποίο συγκέντρωσε στοιχεία από πολλές χώρες εισόδου μεταναστών από Ασία και Αφρική, αποκαλύπτει ότι τουλάχιστον 1.015 άνδρες, γυναίκες και παιδιά μετανάστες που πέθαναν στα σύνορα της Ευρώπης την περασμένη δεκαετία θάφτηκαν πριν εντοπιστούν. Αυτός ο αριθμός, βέβαια, είναι η κορυφή του παγόβουνου. Σύμφωνα με τις πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις, παραπάνω από 29.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να φτάσουν στην Ευρώπη. Οι σοροί τους, κατά τεράστιο ποσοστό, δεν αναγνωρίζονται, ούτε ταυτοποιούνται, και καταλήγουν είτε σε ομαδικούς τάφους, είτε σε προσωπικούς μεν, αλλά χωρίς όνομα.

Με ακατέργαστες πέτρες, χριστιανικούς σταυρούς φτιαγμένους από δύο ξύλα, απρόσωπες πλάκες που γράφουν πάνω «Μonsieur X» στη Γαλλία ή πινακίδες που γράφουν «ΝΝ» στην Κροατία, το χαρακτηριστικό σύμβολο απουσίας ονόματος.

Τα μέτρα που λαμβάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση για την ταυτοποίηση των σορών των μεταναστών είναι το λιγότερο λίγα. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε ένα ψήφισμα το 2021 που ζητούσε να εντοπιστούν τα άτομα που πεθαίνουν σε μεταναστευτικές διαδρομές και να αναγνωριστεί η ανάγκη για μια συντονισμένη βάση δεδομένων για τη συλλογή στοιχείων των σορών. Αλλά στην πράξη γίνονται πολύ λίγα.

Σύμφωνα με την Ντούνια Μιγιάτοβιτς, Επίτροπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι χώρες της ΕΕ αποτυγχάνουν στις υποχρεώσεις τους βάσει του διεθνούς δικαίου. Η άνοδος της ακροδεξιάς και η έλλειψη πολιτικής είναι πιθανό να εμποδίσουν περαιτέρω την ανάπτυξη ενός κατάλληλου συστήματος για την αντιμετώπιση της τραγωδίας των αγνοουμένων μεταναστών.

Μετανάστες: Μόνο το 1,5% των νεκρών αναγνωρίζεται

Υπάρχουν οργανώσεις που βοηθούν τους μετανάστες, όπως η Διεθνής Υπηρεσία του Ερυθρού Σταυρού (ICRC). Έχει καταγράψει 16.500 αιτήματα από το 2013 για πληροφορίες στο πρόγραμμά της για την αποκατάσταση των οικογενειακών δεσμών από άτομα που αναζητούν συγγενείς που χάθηκαν καθ’ οδόν προς την Ευρώπη. Ο μεγαλύτερος αριθμός αιτημάτων έχει προέλθει από Αφγανούς, Ιρακινούς, Σομαλούς, κατοίκους της Γουινέας και άτομα από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, την Ερυθραία και τη Συρία. Για την ώρα έχουν ταυτοποιηθεί μόνο 285 περιπτώσεις. Περίπου το 1,5% των αιτημάτων.

Η ισπανική αστυνομία εισήγαγε μια βάση δεδομένων το 2007 στην οποία προορίζονται να καταγραφούν δεδομένα και γενετικά δείγματα από αγνώστων στοιχείων μετανάστες. Στην πράξη, το σύστημα καταρρέει όταν πρόκειται για οικογένειες που αναζητούν αγνοούμενους συγγενείς, οι οποίοι δεν έχουν σαφείς πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο πρόσβασης σε αυτό. Η λήψη δείγματος DNA από τις σορούς δεν έχει γίνει απ’ όλους, οπότε η ταυτοποίηση στους μετανάστες είναι πρακτικά αδύνατη. Τα πτώματα στο νεκροτομείο συνήθως φυλάσσονται για ένα χρόνο και στη συνέχεια θάβονται, είτε ταυτοποιούνται είτε όχι.

Οι τοπικές αρχές που λαμβάνουν τις περισσότερες σορούς βρίσκονται συχνά σε μικρά νησιά και δηλώνουν όλο και περισσότερο ότι δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν. Για παράδειγμα, στα Κανάρια Νησιά της Ισπανίας έφτασε το 2023 αριθμός ρεκόρ 35.410 ανδρών, γυναικών και παιδιών, με βάρκα από τις αφρικανικές ακτές. Ελάχιστοι από τους νεκρούς μετανάστες θάβονται εκεί. Δεν υπάρχουν ούτε οι υποδομές, ούτε οι χώροι.

Είναι η ίδια ιστορία και στις άλλες χώρες στην άκρη της ΕΕ. Ασήμαντοι τάφοι διάσπαρτοι κατά μήκος των συνόρων τους αποτελούν απόδειξη της κρίσης. Κατά μήκος των χερσαίων συνόρων, στην Κροατία, την Πολωνία, τη Λιθουανία, οι αριθμοί των ασήμαντων τάφων είναι λιγότεροι, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν.

Φυσικά, η δυσκολία δεν είναι μόνο τεχνική, αλλά και ουσιαστική. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι επηρεάζονται. Δεν ξέρουν πού βρίσκονται τα αγαπημένα τους πρόσωπα που επέλεξαν να γίνουν μετανάστες. Δεν υπάρχουν ακόμη κοινοί κανόνες σχετικά με το ποιες πληροφορίες πρέπει να συλλέγονται, ούτε ένα κεντρικό μέρος για την αποθήκευση αυτών των πληροφοριών. Η πολιτική εστίαση είναι να συλλάβουν τους λαθρέμπορους παρά να ανακαλύψουν ποια είναι τα θύματά τους.

Η μη γνώση έχει συχνά και σοβαρές πρακτικές συνέπειες. Αν δεν υπάρχει πιστοποιητικό θανάτου, οι σύζυγοι όσων από τους μετανάστες έχουν χάσει τη ζωή τους ενδέχεται να μην μπορούν να ασκήσουν τα γονικά τους δικαιώματα, να κληρονομήσουν περιουσιακά στοιχεία, ή ακόμη και να διεκδικήσουν προνοιακή στήριξη ή συντάξεις. Τα ορφανά δεν μπορούν να υιοθετηθούν, αν υπάρχει η υπόνοια ότι ο γονιός μπορεί να είναι ζωντανός.

Μερικές φορές οι συγγενείς μένουν στο σκοτάδι για χρόνια. Κι αυτό είναι το χειρότερο. Πολλοί κάνουν προσπάθειες για να ανακαλύψουν τι έγιναν οι σύζυγοι, τα παιδιά, οι γονείς τους. Αλλά ελάχιστοι τα καταφέρνουν. Ψυχολογική υποστήριξη, φυσικά, δεν υπάρχει, πρέπει να το διαχειριστούν μόνοι τους. Και η Ευρώπη, προς το παρόν, δείχνει να ασχολείται με άλλα προβλήματα κι όχι με τους νεκρούς μετανάστες.

** Με πληροφορίες από Guardian.