Ακόμα ένα άγνωστο (στον μέσο Έλληνα) κράτος της κεντρικής Αφρικής ήλθε στην επικαιρότητα τις τελευταίες ημέρες για τον γνωστό λόγο: Πραξικόπημα. Η επέμβαση του στρατού της Γκαμπόν για την ανατροπή του προέδρου Αλί Μπόνγκο και η ανάδειξη του ξαδέλφου του Μπράις Ολίνγκι σε νέο ηγέτη της χώρας θα ήταν ένας ακόμα αιματηρός κρίκος στην αλυσίδα. Η Αφρική έχει χορτάσει από στρατιωτικές δικτατορίες, πραξικοπήματα και «στρατιωτικά κινήματα». Μόνο που εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι διαφορετικό. Εντελώς διαφορετικό.

Το πραξικόπημα που έγινε στις 29 Αυγούστου στη Γκαμπόν είναι το πρώτο στην ιστορία της χώρας. Κάτι σπάνιο, δεδομένου ότι όλες οι χώρες της Αφρικής, και ειδικά αυτές που βρίσκονται στη γειτονιά της Γκαμπόν, έχουν μακρά παράδοση στις στρατιωτικές επεμβάσεις. Πώς τα κατάφερε, λοιπόν, η Γκαμπόν να ξεφύγει απ’ αυτόν τον μακάβριο κανόνα;

Η απάντηση έχει όνομα. Επώνυμο, μάλλον: Μπόνγκο. Η οικογένεια (πατέρας και γιος) που βρισκόταν στην κορυφή της εξουσίας στη χώρα από το μακρινό 1967 ως και πριν δύο ημέρες είχε καταφέρει να εξασφαλίσει την αμέριστη υποστήριξη του διεθνούς παράγοντα, αλλά και να εγκαθιδρύσει ένα από τα σταθερά καθεστώτα. Με τελείως διαφορετική τακτική απ’ ότι οι «συνάδελφοί» του στις άλλες αφρικανικές χώρες.

Ήλθε η ώρα της διαδοχής; Ακόμα η κατάσταση παραμένει ρευστή, αλλά κι έτσι να είναι, ο επίδοξος διάδοχος έχει τις δικές του σκοτεινές ιστορίες να τον ακολουθούν. Ο στρατηγός Μπράις Ολίγκι, ξάδελφος (!) του προέδρου που ανατράπηκε και επί χρόνια υπασπιστής του πατέρα του, βλέπει το όνομά του αναμεμιγμένο στο παράνομο εμπόριο ιμπόγκα, που λανσάρεται ως το φτηνό και μοντέρνο ναρκωτικό στο φρικτό αυτό αλισβερίσι των αμερικανικών και ευρωπαϊκών αγορών.

Γκαμπόν: Ένα τεράστιο δάσος γεμάτο πυγμαίους

Ας το πάρουμε από την αρχή. Η περιοχή που αποτελεί σήμερα το κράτος της Γκαμπόν είναι ένα τεράστιο δάσος. Όταν λέμε τεράστιο, εννοούμε τεράστιο. Η Γκαμπόν έχει έκταση 267.000 τ.χλμ., δηλαδή σχεδόν δύο φορές η Ελλάδα. Και το 88% της επιφάνειάς της αποτελείται από δάση.

Μέσα σ’ αυτά τα δάση κατοικούσαν από αιώνες τροφοσυλλέκτες πυγμαίοι. Οι κοντύτεροι άνθρωποι του κόσμου, που είχαν απωθηθεί από τους ψηλότερους και δυνατότερους πληθυσμούς Μπαντού στο πέρασμα των αιώνων. Όταν ξεκίνησε η μετανάστευση των Μπαντού και στη σημερινή Γκαμπόν, κυρίως στα παράλιά της, δηλαδή τον 13ο-14ο αιώνα μ.Χ., οι πυγμαίοι μπήκαν μέσα στα τεράστια δάση της ενδοχώρας κι αφέθηκαν εκεί να ζήσουν τη ζωή τους.

Οι Πορτογάλοι θαλασσοπόροι ήταν οι πρώτοι που είχαν επαφή με τη σημερινή Γκαμπόν. Άρχισαν να εξερευνούν την ενδοχώρα μέσω του ποταμού Κόμο, τον οποίο άρχισαν να ανεβαίνουν. Ο χαρτογράφος που αποτύπωνε στο χαρτί τον ρου του ποταμού είχε μεγάλη φαντασία: Οι γραμμές που χάραζε του θύμισαν ένα παραδοσιακό παλτό της πατρίδας του, με μανίκια και κουκούλα, το «γκαμπάο». Έτσι ονόμασε όλη την περιοχή «Γκαμπάο». Η παραφθορά αυτής της λέξης έφερε το σύγχρονο όνομα της χώρας, Γκαμπόν, όταν ανέλαβαν οι Γάλλοι.

Τα παράλια δεν είχαν μεγάλη οικονομική σημασία, και οι Πορτογάλοι κατευθύνθηκαν νοτιότερα, για να εγκατασταθούν στην σημερινή Αγκόλα. Η Γαλλία, που ακολούθησε, έκανε συνθήκες με τους παραλιακούς λαούς και έβαλε πόδι στην περιοχή. Ακολούθησαν Ευρωπαίοι «έμποροι», οι οποίοι ασχολήθηκαν με τα τρία πιο σημαντικά «προϊόντα» της περιοχής: Ελεφαντόδοντο, ξυλεία και σκλάβους. Παρ’ όλα αυτά, η Γκαμπόν παρέμενε πολύ λιγότερο αναπτυγμένη από τις γειτονικές της περιοχές.

Στις εκβολές του ποταμού Κόμο είχε δημιουργηθεί ένας μικρός εμπορικός σταθμός. Όταν οι Γάλλοι το 1849 κατάφεραν να πιάσουν ένα (παράνομο) πορτογαλικό δουλεμπορικό πλοίο, αποφάσισαν να απελευθερώσουν όσους σκλάβους είχαν στοιβαχτεί μέσα και να τους εγκαταστήσουν στον εμπορικό σταθμό. Ο οποίος πήρε το όνομα Λιμπρεβίλ, δηλαδή «πόλη της ελευθερίας» στα γαλλικά. Αυτός ο μικρός σταθμός εξελίχθηκε στην πρωτεύουσα της Γκαμπόν.

Ο Σβάιτσερ, το νοσοκομείο και το Νόμπελ Ειρήνης

Ο διαβόητος Γάλλος εξερευνητής Πιέρ Σαβορνιάν ντε Μπρατζά, ένας ανελέητος άνθρωπος, ήταν ο Ευρωπαίος πρώτος που τόλμησε να μπει στις σκοτεινές ζούγκλες της Γκαμπόν, ψάχνοντας για τις πηγές του τεράστιου ποταμού Κόνγκο. Εκεί βρήκε διάφορες φυλές, οι οποίες όμως δεν είχαν αναπτύξει ιδιαίτερο πολιτισμό. Οι Γάλλοι τυπικά «κατέλαβαν» την ενδοχώρα της Γκαμπόν το 1885, αλλά δεν εγκατέστησαν διοίκηση παρά μόνο το 1903! Για πολλά χρόνια η περιοχή είχε εγκαταλειφθεί στην τύχη της.

Εκεί, λοιπόν, μέσα στις ζούγκλες εξελίχθηκε ένα από τα θαύματα της ανθρώπινης ιστορίας. Ο Άλμπερτ Σβάιτσερ, ένας από τους πιο ταλαντούχους και πολυμαθείς ανθρώπους που έζησαν ποτέ, αποφάσισε να φτιάξει στη Γκαμπόν (και μάλιστα στην ενδοχώρα, στην περιοχή της Λαμπαρενέ) το πρώτο νοσοκομείο στην Αφρική αποκλειστικά για τους Αφρικανούς.

Ο Αλσατός Σβάιτσερ, με γνώσεις θεολογίας, μουσικής, φυσικής, ιστορίας και φιλοσοφίας, αλλά και ιατρικής, έγινε διευθυντής του πιο παράξενου νοσοκομείου της γης! Με καλύβες αντί για δωμάτια, γιατρούς ντυμένους παραδοσιακά αντί για τις παραδοσιακές λευκές μπλούζες τους, αλλά με τεράστιο έργο στον εμβολιασμό και την αντιμετώπιση κυρίως τροπικών ασθενειών, που θέριζαν τον πληθυσμό. Το 1952 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, και χρησιμοποίησε τα χρήματα για να φτιάξει ένα λεπροκομείο.

Το όνομά του αναφέρεται με μεγάλο σεβασμό από τον ντόπιο πληθυσμό ακόμα και τώρα, σχεδόν 60 χρόνια μετά το θάνατό του (απεβίωσε το 1965). Τον αποκαλούν «Ντσίντα-Ντσίντα», δηλαδή «αυτός που κόβει με γενναιότητα», από την ταχύτητα που αποφάσισε και εκτελούσε τις εγχειρήσεις.

Στην περιοχή της Γκαμπόν ζουν ακόμα και σήμερα σχεδόν 60 διαφορετικές φυλές. Το 1960, που η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της, ο πληθυσμός της χώρας ίσα που ξεπερνούσε το μισό εκατομμύριο. Η πιο πολυάριθμη από τις φυλές ήταν η παραθαλάσσια των Φανγκ, οι οποίοι είχαν έλθει πρώτοι σε επαφή με τους Γάλλους και είχαν ένα προβάδισμα, επειδή αποφάσισαν να φοιτήσουν στα γαλλικά αποικιακά σχολεία και να μπουν στη διοίκηση.

Ο κουρέας, τα πετρέλαια και ο πυγμαίος που αποδείχτηκε… γάτα

Μοιραία, λοιπόν, οι Γάλλοι με το που αποφάσισαν να φύγουν ευνόησαν έναν Φανγκ να αναλάβει την χώρα. Ο Λεόν Μ’Μπα, γιος ενός κατώτερου διοικητικού υπαλλήλου που είχε διατελέσει για ένα διάστημα και… κουρέας του Ντε Μπρατζά (δηλαδή άνθρωπος απόλυτης εμπιστοσύνης, για να κρατάει ξυράφι κοντά στο λαιμό του) έγινε ο πρώτος πρόεδρος. Με μια τεράστια προίκα: Την απόφαση της Elf, της γαλλικής πετρελαϊκής εταιρείας, να αξιοποιήσει τα τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου που βρέθηκαν στη θαλάσσια περιοχή στα ανοιχτά της Λιμπρεβίλ.

Ο Μ’Μπα γρήγορα έδειξε τις αντιδημοκρατικές προθέσεις του: Κατάργησε την αντιπολίτευση, φυλάκισε ή εξόρισε τους πολιτικούς του αντιπάλους κι εγκαθίδρυσε μονοκομματικό κράτος. Το 1964 έγινε απόπειρα ανατροπής του, μάλιστα οι πραξικοπηματίες τον συνέλαβαν, αλλά οι Γάλλοι αντέδρασαν αστραπιαία: Ολόκληρες μοίρες Γάλλων αλεξιπτωτιστών και συντάγματα της Λεγεώνας των Ξένων έτρεξαν σε βοήθειά του (υποτίθεται για την «προστασία των γαλλικών συμφερόντων») και τον αποκατέστησαν.

Ανάμεσα στους συνεργάτες του Μ’Μπα που είχαν φυλακιστεί ήταν και 30χρονος τότε Αλμπέρ Μπόνγκο, τον οποίο όλοι ονόμαζαν «πυγμαίο»! Παρ’ ότι δεν είχε κανένα δημόσιο αξίωμα στη Γκαμπόν, θεωρούνταν ένας πρώιμος influencer των φυλών από τις νοτιοανατολικές ζούγκλες, στα σύνορα με το Κογκό. Ο Μπόνγκο, που είχε ξεκινήσει από κατώτερος υπάλληλος των ταχυδρομείων, ανακάλυψε γρήγορα ότι έχει ευφράδεια, περιδιάβαινε τα χωριά της περιοχής του και εξελίχθηκε σε πανίσχυρο κομματάρχη. Επιπλέον, ο Μ’Μπα τον θεωρούσε τελείως ακίνδυνο: Ποιος μπορούσε να φοβηθεί έναν άνθρωπο με ύψος 1μ.51;

Καθώς η υγεία του χειροτέρευε συνεχώς, ο Μ’Μπα αποφάσισε να ορίσει αντιπρόεδρο της χώρας τον Μπόνγκο. Στην ουσία, του έδωσε το δαχτυλίδι της διαδοχής. Οι εκπρόσωποι των άλλων φυλών συμφώνησαν με κουτοπόνηρη διάθεση: Θεώρησαν ότι μετά το θάνατο του Μ’Μπα θα ήταν εύκολο να τα βάλουν μ’ έναν ανίσχυρο, όπως θεωρούσαν, άνθρωπο, που εκπροσωπούσε απλά τη φυλή των Μπατέκε στα νοτιοανατολικά.

Αυτό που αποδείχτηκε ήταν τελείως διαφορετικό. Ο Μπόνγκο πράγματι ανέλαβε πρόεδρος μετά το θάνατο του Μ’Μπα το 1967, υπό τις ευλογίες των Γάλλων, που είχαν αναπτύξει πια τις εξορύξεις πετρελαίου και η χώρα πια κέρδιζε τεράστια ποσά, τηρουμένων των αναλογιών. Τα οποία ποσά, σε αναλογία πάντα με τον χαμηλό πληθυσμό της, της έδιναν ένα βιοτικό επίπεδο πολύ υψηλότερο από τις γειτονικές χώρες. Στα χαρτιά, πάντα. Ακόμα και σήμερα η Γκαμπόν έχει το τέταρτο μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Αφρική, μετά τις Σεϋχέλες, την Νότια Αφρική και την Ισημερινή Γουινέα. Αλλά δεν ήταν τόσο εύκολο θήραμα, όσο υπολόγιζαν. Αντίθετα, αποδείχτηκε έξυπνος και γάτα σαν τον «κοντό με τη γραβάτα», το πάλαι ποτέ σουξέ της Ρίτας Σακελλαρίου.

Ο πατέρας Μπόνγκο παρέμεινε στην εξουσία τα επόμενα 42 χρόνια! Ως το 2009 που πέθανε είχε το αξίωμα του προέδρου της Γκαμπόν, ακολουθώντας μια τελείως διαφορετική τακτική απ’ ότι οι άλλοι ηγέτες της περιοχής: Αντί να φυλακίσει και να εξαφανίσει τους εθχρούς του, προσπαθούσε να τους κάνει φίλους του! Με όλα τα μέσα: Από δωροδοκίες και κυβερνητικά πόστα μέχρι γάμους με συγγενείς του.

Έτσι κατάφερε το αδιανόητο για χώρα της Αφρικής: Να μην υπάρχει αμφισβήτηση επί σχεδόν μισό αιώνα. Βεβαίως την περίοδο του εκδημοκρατισμού (μετά το 1990) που επετράπη να λειτουργούν και άλλα πολιτικά κόμματα έγιναν προσπάθειες να πάρει άλλος την εξουσία, αλλά ο Μπόνγκο το βιολί του: Τους σημαντικότερους υποψήφιους αντικαταστάτες του τους διόριζε υπουργούς και κυβερνήτες, έκανε κατανομή θέσεων ανά φυλή στο στρατό και το δημόσιο, και κρατούσε για τον εαυτό του τις σημαντικότερες αποφάσεις. Και τα περισσότερα κέρδη.

Μάλιστα επέκτεινε αυτή την τακτική και στον διεθνή παράγοντα. Αντί να προσκολληθεί μόνο στους Γάλλους, όπως έκαναν άλλοι ηγέτες, αυτός ζήτησε βοήθεια από παντού. Έκανε επίσημες γλώσσες της χώρας και την ισπανική και την αγγλική. Σ’ ένα ταξίδι του στη Λιβύη του Καντάφι το 1973 εντελώς ξαφνικά ανακοίνωσε ότι ασπάζεται το ισλάμ κι απέκτησε το μουσουλμανικό όνομα Ομάρ. Μάλιστα έγινε και χατζής, ολοκλήρωσε το προσκύνημα στη Μέκκα. Και στον επιχειρηματικό τομέα συνεργάστηκε ως κυβέρνηση με Αμερικανούς, Δυτικοευρωπαίους, μέχρι και Ρώσους και Άραβες.

Ο αγαπημένος γιος, ο προδότης εξάδελφος και το ναρκωτικό ιμπόγκα

Ο Μπόνγκο πέθανε πρόεδρος, το 2009. Άφησε μια τεράστια περιουσία με ακίνητα και καταθέσεις κυρίως στη Γαλλία, αλλά δεν υπήρξε ποτέ ακριβής καταγραφή. Και περισσότερα από 30 παιδιά, αναγνωρισμένα και μη. Και μια χώρα πλούσια μεν, αλλά μόνο στα χαρτιά: Μόνο μια μικρή ελίτ έχει πρόσβαση στον πλούτο. Ο περισσότερος λαός πεινάει, όπως συμβαίνει σε όλη την Αφρική.

Δεν υπήρχε σοβαρή διαδικασία διαδοχής: Ο τότε 50χρονος γιος του Αλί, ο οποίος είχε θητεύσει και σε υπουργικούς θώκους, ανέλαβε την εξουσία σχεδόν όπως οι βασιλιάδες, χωρίς αμφισβήτηση. Οι αντίπαλοί του συνεχίζουν να τον αποκαλούν υποτιμητικά «πυγμαίο», αν και το ύψος του (1μ.75) δεν έχει σχέση με τη συγκεκριμένη φυλετική ομάδα.

Ο Αλί Μπόνγκο εξελέγη πρόεδρος της Γκαμπόν το 2009 και το 2016. Το 2009 πήρε το 44% των ψήφων. Ήταν αρκετοί, καθώς δεν προβλέπεται δεύτερος γύρος, πρόεδρος εκλέγεται αυτός που παίρνει τις περισσότερες ψήφους στον πρώτο γύρο ανεξαρτήτως ποσοστού. Το 2016 πήρε το 49,8%, ενάντια στο 48,3% του Ζαν Πινγκ, υποψήφιο της ενωμένης αντιπολίτευσης και μισό Κινέζο.

Υπήρξαν πολλές καταγγελίες για νοθεία. Στην εκλογική περιφέρεια καταγωγής του Μπόνγκο, την Οτ-Ογκουέ, τα αποτελέσματα του έδωσαν 99,5% (!) με ψηφοφορία 99% του εκλογικού σώματος! Ψήφισαν και τα δέντρα, δηλαδή. Ωστόσο, ο διεθνής παράγοντας τον στήριξε. Το 2022 η Γκαμπόν έγινε μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, αν και δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία της στη βρετανική σφαίρα επιρροής.

Στις 26 Αυγούστου, πριν πέντε ημέρες, έγιναν πάλι προεδρικές εκλογές στη Γκαμπόν. Ο Αλί Μπόνγκο βρήκε ένα παραθυράκι στο Σύνταγμα, που απαγορεύει τρίτη συνεχόμενη θητεία από το ίδιο πρόσωπο. Άλλαξε την διάρκεια της προεδρικής θητείας από επταετή σε πενταετή και σύμφωνα με τη δική του εκδοχή, η αλλαγή αυτή «ακυρώνει» τις προηγούμενες θητείες. Βεβαίως κέρδισε κι αυτές τις εκλογές, μάλιστα με 64,27% των ψήφων, αλλά μόλις το 56% των εγγεγραμμένων να συμμετέχουν.

Με το που έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα και η τρίτη θητεία του Αλί Μπόνγκο κινήθηκε ο στρατός. Με επικεφαλής τον στρατηγό Μπάις Ολίγκι, μακρινό εξάδελφο του προέδρου και διοικητή της Προεδρικής Φρουράς. Ο 48χρονος Ολίγκι στα πρώτα χρόνια της θητείας του είχε υπάρξει υπασπιστής του πατέρα Μπόνγκο και θεωρούνταν άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης του.

Τα πιο σημαντικά νέα γι’ αυτόν, πάντως, έρχονται από το εξωτερικό και συγκεκριμένα τις ΗΠΑ. Το Πρότζεκτ Αναφοράς του Οργανωμένου Εγκλήματος και της Διαφθοράς (OCCRP) στην έκθεσή του του 2020 τον παρουσιάζει ως έχοντα άμεση σχέση με το παράνομο εμπόριο ιμπόγκα.

Η ιμπόγκα είναι ένα θαμνώδες φυτός, από το οποίο προέρχεται η ψυχοδραστική ουσία ιμπογκαϊνη. Φυτρώνει στα τροπικά δάση της κεντρικής Αφρικής, εκεί που έχουν την καταγωγή τους και οι Μπόνγκο και οι Ολίγκι. Παραδοσιακά, μάλιστα, οι φυλές αυτές χρησιμοποιούν τη σκόνη από τον φλοιό της ρίζας αυτού του φυτού σε τελετές μύησης, που είναι γνωστές ως «μπουίτι».

Η ιμπογκαϊνη φέρεται να έχει ιδιότητες που βοηθούν την απεξάρτηση από εθιστικές ουσίες, όμως στις ΗΠΑ και στις ευρωπαϊκές χώρες θεωρείται ναρκωτική ουσία, μάλιστα πολύ δημοφιλής, επειδή είναι σχετικά φτηνή. Χρησιμοποιείται, βέβαια, επισήμως σε κλινικές απεξάρτησης σε πολλά μέρη του κόσμου, ανεπισήμως όμως έχει οργανωθεί ένα τεράστιο παρεμπόριο παραγωγής της στα απρόσιτα δάση και διακίνησής της. Ο Μπόνγκο υποτίθεται ότι είχε προσπαθήσει να βάλει τέλος στο παράνομο εμπόριο, αλλά τον εμπόδισε ο Ολίγκι.

Πώς θα αντιδράσει τώρα ο διεθνής παράγοντας; Αν ο Ολίγκι ή, τέλος πάντως, ο εκλεκτός των πραξικοπηματιών, δεσμευτεί ότι το πετρέλαιο θα συνεχίσει να ρέει και οι εμπορικές συμφωνίες θα τηρηθούν, είναι πολύ δύσκολο να γίνει μια ανοιχτή επέμβαση αποκατάστασης του Αλί Μπόνγκο. Ο διεθνής παράγοντας, όπως κάνει πάντοτε, τα συμφέροντά του προστατεύει. Με τους λαούς δεν ασχολείται.