Η οικονομική επιβάρυνση των νοικοκυριών στα τελευταία χρόνια, με τις τιμές της ενέργειας να κάνουν ράλι αυξήσεων και την στέγαση να καθίσταται απαγορευτική για τους περισσότερους, ενώ την ίδια ώρα οι δόσεις των παλιών δανείων να αυξάνονται ιλιγγιωδώς, η Κριστίν Λαγκάρντ εξέπεμψε από την Ελλάδα το μήνυμα για μία στάση αναπροσδιορισμού της Οικονομίας.

Με το βλέμμα της στραμμένο στις εξελίξεις του πολέμου στη Μ. Ανατολή παρακολουθεί επισταμένα τις εξελίξεις και η μεγαλύτερη ανησυχία της τη δεδομένη στιγμή είναι οι επιπτώσεις που θα επιφέρει ο πόλεμος στις τιμές της ενέργειας.

Κριστίν Λαγκάρντ: Προβλέπει αύξηση επιτοκίων προσεχώς

Είναι εμφανές ότι αυτή την στιγμή η ευρωπαϊκή Οικονομία βαδίζει σε μία λεπτή ισορροπία και σύμφωνα με ανθρώπους που κινούν τα νήμματα των οικονομικών, μία αύξηση των επιτοκίων θα επιβαρύνει περισσότερο την ευρωπαϊκή οικονομία που μετά βίας προσπαθεί να ορθοποδήσει. Όπως τονίζουν, άλλωστε, αρμόδιες πηγές, οι επιπτώσεις από τις αυξήσεις επιτοκίων θα φανούν στο επόμενο 8μηνο.

Την ίδια ώρα ο Γερμανός Κεντρικός Τραπεζίτης Νάγκελ κραδαίνει τον κώδωνα του κινδύνου μπροστά στην απειλή του πληθωρισμού. Απαιτούνται επομένως προσεκτικές κινήσεις για τη συνέχεια. Ποιος είναι ο σχεδιασμός;

Μετά το ορόσημο του 4%, οι προβλέψεις έλεγαν πριν από κάποιο χρονικό διάστημα ότι η ΕΚΤ θα διατηρούσε τα επιτόκια για 6-12 μήνες σε αυτό το επίπεδο και στη συνέχεια θα εκκινούσε αποκλιμάκωση παρότι ο πληθωρισμός διατηρείται σε υψηλά επίπεδα.

Οι συνθήκες ωστόσο αλλάζουν τα δεδομένα και αυτός είναι κυρίως ο λόγος που η Κριστίν Λαγκάρντ έδειξε απρόθυμη να δώσει έναν ορίζοντα για τις πρώτες μειώσεις επιτοκίων, αλλά δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να δούμε και νέα/νέες αυξήσεις επιτοκίων.

Αν μέχρι πριν από λίγο καιρό η ανησυχία της εστιαζόταν στις ανατιμήσεις που είχαν διαχυθεί και στο πεδίο των υπηρεσιών, ανατροφοδοτώντας πληθωριστικές πιέσεις, πλέον, ειδικά μετά την ανάφλεξη του πολέμου στη Μ. Ανατολή, το πρόβλημα εντοπίζεται στο πεδίο της Ενέργειας.

Κριστίν Λαγκάρντ: Το ράλι στις τιμές των τροφίμων και των καυσίμων

Οι αρχικές προβλέψεις των επικεφαλής της Οικονομίας σε Φρανκφούρτη και Βρυξέλλες βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στην παραδοχή ότι η τιμή του πετρελαίου για το 2023- 2024 δεν θα ξεπεράσει φέτος τα 83 δολάρια και τα 82 δολάρια την επόμενη χρονιά. Δυστυχώς οι προσδοκίες τους διαψεύστηκαν με αρνητικό πρόσημο για το μέλλον.

Σύμφωνα με την Trading Economics, το Brent αναμένεται να κινείται στα 94,57 δολάρια μέχρι το τέλος του τρέχοντος τριμήνου, ενώ εκτιμάται ότι θα αγγίξει τα 101,93 δολάρια σε 12 μήνες, με ό,τι παρελκόμενα επιφέρει αυτό για τις λιανικές τιμές των καυσίμων, τα κόστη μεταφορών και τα κόστη παραγωγής.

Ανάλογος προβληματισμός υπάρχει και για το φυσικό αέριο, το οποίο κινείται γύρω στα 50 ευρώ, δηλαδή γύρω στα 7 ευρώ πάνω από το βασικό σενάριο της ΕΚΤ, με ό,τι σημαίνει αυτό για το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας.

Την ίδια ώρα οι τιμές των τροφίμων καταγράφουν επίμονες, διψήφιες αυξήσεις κι αν δεν ήταν πολύ ψηλά η βάση σύγκρισης με πέρσι, είναι βέβαιο ότι ο γενικός δείκτης του πληθωρισμού θα ήταν διαφορετικός.

Αναμφίβολα τα φώτα πέφτουν πάνω στις διακυμάνσεις της τιμής προϊόντων που είναι καθοριστικά για τη βιομηχανία τροφίμων, όπως το σιτάρι, η ζάχαρη, το καλαμπόκι, το ρύζι.

Ωστόσο παρότι το El -Ninio προβλέπεται ότι θα έχει ηπιότερη επίπτωση στις καλλιέργειες, οι νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης σε συγκεκριμένα προϊόντα όπως το σιτάρι ή η ζάχαρη δείχνουν μελλοντικά να επηρεάζουν ανοδικά τις τιμές και σε συνδυασμό με τον πόλεμο στη Μ. Ανατολή, η αποκλιμάκωση να αργεί πολύ, ενισχύοντας σε μεγαλύτερο βαθμό την ανησυχία για την Οικονομία.