Τι γεύση έχει μια μπριζόλα κροκόδειλου; Ένα μπούτι από ύαινα; Ένα φιλέτο από ράχη μιας σκατζόχοιρου; Το αντέχει το ανθρώπινο στομάχι; Ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν να απαντήσουν σ’ αυτά, και σίγουρα δεν έχουν σχέση με την επιστημονική κοινότητα. Κι όμως, υπήρξε μια οικογένεια επιστημόνων, πατέρας και γιος, που υπερηφανεύονταν ότι είχαν δοκιμάσει κάθε είδους του ζωικού βασιλείου που υπάρχει στον πλανήτη! Γι’ αυτούς η Κιβωτός του Νώε θα ήταν απλά ένα ζωντανό μενού…

Ο Γουίλιαμ και ο Φράνσις Μπάκλαντ, πατέρας και γιος, έχουν καταγραφεί ως οι πρώτοι δυτικοί «παμφάγοι» της ιστορίας. Ο πατέρας Γουίλιαμ, που έζησε στη βικτωριανή Αγγλία στο μεταίχμιο του 18ου με τον 19ο αιώνα, αναγνωρίζεται μέχρι σήμερα ως μια σημαντική μορφή στις επιστήμες της γεωλογίας και της παλαιοντολογίας. Πέρα από την εκκεντρικότητά του να καταβροχθίζει ό,τι κινείται, πετάει ή κολυμπάει. Ακόμα και εδέσματα που στα δικά μας ευαίσθητα στομάχια προκαλούν αναγούλα. Και πέρασε αυτή τη μανία και στο γιο του Φράνσις.

Ο Γουίλιαμ Μπάκλαντ είχε τόσο πάθος με τις επιστήμες που υπηρέτησε, όσο και με το να γεμίζει το στομάχι του με ό,τι πιο παράξενο υπήρχε. Ο εκκεντρικός του χαρακτήρας έκανε εντύπωση από μακριά: Σε μια θήκη του σακακιού του δόντια και δέρμα μαμούθ, καθώς και πετρωμένα κόπρανα. Όταν δε έκανε διαλέξεις στο πανεπιστήμιο σε προπτυχιακούς φοιτητές κρατούσε πάντα στα χέρια του ένα κρανίο ύαινας.

Δεν είναι σαφές ακριβώς γιατί ο Γουίλιαμ υιοθέτησε μια τόσο περίεργη δίαιτα. Πιθανότατα ήταν ένας συνδυασμός περιέργειας και ανάγκης για εκκεντρικότητα. Μέσα από τη σκληρή δουλειά του μπήκε στο Corpus Christi College, ένα μικρό αλλά αριστοκρατικό παράρτημα της Οξφόρδης. Η έλλειψη χρημάτων δημιούργησε την ανάγκη για φήμη: Οι φοιτητές πλήρωναν για να παρακολουθούν τις διαλέξεις των καθηγητών, και ο Μπάκλαντ απέκτησε πολύ ένθερμο ακροατήριο όχι μόνο για τον γοητευτικό τρόπο που δίδασκε, αλλά και τη φήμη του ότι τρώει τα πάντα.

Το στομάχι που τα χωνεύει όλα

Λέγεται ότι ξεκίνησε το περίεργο διαιτολόγιό του με ποντίκια και έντομα. Αλλά συνέχισε το φαγητό με ινδικά χοιρίδια, άλογα , φίδια, βατράχια, κουνάβια, γεράκια, κουκουβάγιες, γάτες, σκύλους, ύαινες και χελώνες. Με τον καιρό, κι όσο καταλάβαινε ότι το στομάχι του τα χώνευε όλα χωρίς δυσκολία, προχώρησε και σε πιο αηδιαστικά εδέσματα.

Το αποκορύφωμα, όμως, ήταν ότι έφαγε μέχρι και τη καρδιά ενός βασιλιά. Στην κυριολεξία! Καταβρόχθισε την μουμιοποιημένη καρδιά του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ’ της Γαλλίας, η οποία είχε κλαπεί κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης και με κάποιο τρόπο είχε φτάσει στα χέρια του Λόρδου Χάρκορτ. Όταν αυτός την παρουσίασε στον φίλο του Μπάκλαντ κι άρχισε να κοκορεύεται για το τρόπαιό του, που το φυλούσε σε μια ασημένια ταμπακιέρα, ο παλαιοντολόγος χωρίς να το σκεφτεί άνοιξε το στόμα του και την έφαγε…

Ο Μπάκλαντ, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά του, θεωρείται ακόμα και σήμερα αξιοσέβαστος επιστήμονας. Ήταν αυτός που βρήκε το παλαιότερο απολίθωμα στο έδαφος της Βρετανίας, πρωτοστάτησε στην εδραίωση των επιστημών του, κι έφτασε να γίνει κοσμήτορας στο Αβαείο του Γουεστμίνστερ.

Προφανώς δεν άρεσαν σε όλους τους σύγχρονούς του οι εκκεντρικότητες του και τα πειράματα με το στομάχι του. Ο Κάρολος Δαρβίνος, ο οποίος προφανώς είχε διαφορετική σχέση με το ζωικό βασίλειο, τον αποκάλεσε «χυδαίο και σχεδόν χοντροκομμένο άνθρωπο» που τον οδηγούσε περισσότερο η φήμη παρά η αγάπη του για την επιστήμη.

Ο γιος του Γουίλιαμ, ο Φράνσις Τρέβελιαν Μπάκλαντ, γεννήθηκε το 1826. Όπως ο πατέρας του, ο Φράνσις έγινε παμφάγος και απέκτησε τη φήμη ότι έφαγε περισσότερα και πιο παράξενα εδέσματα από τον πατέρα του, αν και δεν τον έφτασε ποτέ σε ακαδημαϊκή ή επιστημονική φήμη. Λέγεται ότι η πρώτη του επαφή με κάτι που δεν τρώγεται ήταν μόλις στα επτά του χρόνια, όταν καταβρόχθισε την άκρη ενός κεριού. Σπούδασε ιατρική με ειδικότητα στη χειρουργική, αλλά τελικά παρέκκλινε της επιστήμης του κι έκανε ανατομία στα ζώα, πριν τα βάλει στο στομάχι του. Ταξίδεψε πολύ και έγραψε δημοφιλή άρθρα για τις φυσικές περιέργειες του κόσμου με έναν πιο χαλαρό τόνο.

Οι εκκεντρικότητές του δεν σταμάτησαν στο φαγητό ή την περίεργη μυρωδιά από τα φαγητά ή τα πτώματα ζώων στο σπίτι του, που απέτρεπε οποιονδήποτε άνθρωπο να τον πλησιάσει. Απέκτησε μια αρκούδα, την οποία ονόμασε Τιγκ και την έκανε σύντροφο της ζωή του, μάλιστα της φορούσε φορέματα και την έσερνε μαζί του σε περιπάτους, μέχρι και σε επίσημες εκδηλώσεις. Στο σπίτι του άχνιζαν συνεχώς κατσαρόλες με καμηλοπαρδάλεις, ρινόκερους, φώκιες, βόες, θαλάσσια σαλιγκάρια, μέχρι και πάνθηρες κι άλλα αηδιαστικά, για γερά στομάχια.

Κάποια στιγμή προσπάθησε να προωθήσει την παμφαγία και θεσμικά. Τo 1860 ίδρυσε την «Acclimation Society», την Εταιρεία Εγκλιματισμού, η οποία σκόπευε να προωθήσει τις παράξενες τροφές για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα πείνας στην Αγγλία. Πρόσφερε δείπνα με συριακά γουρούνια, πρόβατα από την Κίνα και άλογα, τα οποία μάλιστα προέτρεψε να δίνονται ως γεύματα των κατάδικων στις φυλακές… Μέσα σ’ όλα τα εκκεντρικά, πάντως, πέτυχε κι ένα καλό που ισχύει ακόμα. Στον Φράνσις Μπάκλαντ οφείλονται οι σκληροί νόμοι που απαγορεύουν την υπεραλίευση στις θάλασσες γύρω από τη Βρετανία. Γι’ αυτό και όταν πέθανε, το 1880, οι εφημερίδες της εποχής τον αποχαιρέτηασν περισσότερο σαν εκλαϊκευτή της επιστήμης παρά σαν έναν άνθρωπο που με όπλο το στομάχι του είχε εξελιχθεί σε αξιοπερίεργο φαινόμενο.