Ο Τσαρλς Λίντμπεργκ ήταν ένας celebrity, πριν καν ανακαλυφθεί ο όρος «celebrity»: το 1927, έγινε ο πρώτος άνθρωπος που πέταξε ολομόναχος διασχίζοντας τον Ατλαντικό, με το θρυλικό αεροπλάνο του «Spirit of St. Louis». Σε μια εποχή όπου οι Αμερικανοί έψαχναν για «ήρωες» και θετικά πρότυπα, κάπου ανάμεσα στην ύφεση, το «κραχ» και τη δράση των συμμοριών, ο Λίντμπεργκ ήταν το ιδανικό πρότυπο.

Ο κόσμος τον λάτρεψε, τα μέσα ενημέρωσης τον ακολουθούσαν σε κάθε του βήμα κι όταν δυο χρόνια μετά, το 1929, παντρεύτηκε την Αν Μόροου, κόρη του Πρέσβη των ΗΠΑ στο Μεξικό, ένιωσαν ότι βρήκαν το «τέλειο αμερικανικό ζευγάρι». Το 1930, η ευτυχία τους έμοιαζε να ολοκληρώνεται, όταν γεννήθηκε ο Τσαρλς Τζούνιορ – «Little Lindy» όπως τον βάφτισε ο Τύπος. Όλα έμοιαζαν ιδανικά – μέχρι τη μέρα όπου όλα διαλύθηκαν: την 1η Μαρτίου του 1932.

Το χρονικό της απαγωγής

Περίπου στις 10 το βράδυ, η γκουβερνάντα της οικογένειας πήγε να ελέγξει τον μικρούλη Τσαρλς Τζούνιορ. Το μωρό έλειπε από την κούνια του. Ούτε στην αγκαλιά της μαμάς του ήταν, ούτε στο γραφείο όπου διάβαζε ο πατέρας του, ούτε πουθενά αλλού μέσα στο σπίτι. Το μωρό είχε εξαφανιστεί. Πάνω στο περβάζι του παραθύρου υπήρχε ένας λευκός φάκελος, που περιείχε ένα (ανορθόγραφο) κείμενο, που έγραφε: «Αγαπητέ κύριε να έχετε έτοιμα 50.000 δολάρια. Τα 25.000 Σε 20δολαρα, τα 15.000 σε 10δολαρα και 10.000 σε 5δολαρα. Μετά τέσσερις ημέρες θα σας ενημερώσουμε για το που θα αφήσετε τα χρήματα. Μην πείτε σε κανέναν για την απαγωγή». O Λίντμπεργκ κάλεσε αμέσως την Αστυνομία, οι έρευνες στην ευρύτερη περιοχή αποκάλυψαν την ύπαρξη δυο σκαλών, οι οποίες είχαν χρησιμοποιηθεί για να μπει ο δράστης ή οι δράστες από το παράθυρο. Το θρίλερ της απαγωγής είχε μόλις ξεκινήσει.

Ο Τσαρλς Λίντμπεργκ, προσπάθησε με κάθε τρόπο να βοηθήσει τις έρευνες των Αρχών – ακόμα και όχι με τον πιο ενδεδειγμένο τρόπο. Ως Εθνικός Ήρωας, μπορούσε να έχει πρόσβαση ακόμα και σε άτομα του υποκόσμου ζητώντας τη βοήθειά τους κι εκείνοι ήταν πρόθυμοι να τον βοηθήσουν, τόσο διότι πραγματικά τον σέβονταν, όσο και για να φτιάξουν το προφίλ τους. Λέγεται ότι ακόμα και ο Αλ Καπόνε, ο οποίος βρισκόταν τότε στη φυλακή, έχοντας καταδικαστεί για φοροδιαφυγή, πρόσφερε χρήματα στους απαγωγείς, προκειμένου να επιστρέψει το παιδί στην οικογένειά του. Πέντε μέρες μετά, ο Τσαρλς Λίντμπεργκ λαμβάνει δεύτερο σημείωμα – τα λύτρα είχαν ανέβει στις 70 χιλιάδες δολάρια.

Ακολουθούν ακόμα δυο μηνύματα και τελικά ένας συνταξιούχος Διευθυντής σχολείου της περιοχής, ο οποίος έχει προσφερθεί εθελοντικά να αναλάβει τις διαπραγματεύσεις της απαγωγής, κανονίζει να συναντήσει έναν άγνωστο στο νεκροταφείο της Νέας Υόρκης, ώστε να συζητήσουν τις λεπτομέρειες της παράδοσης των χρημάτων και της επιστροφής του παιδιού. Ο άγνωστος, του δίνει το πυτζαμάκι του μικρού Τσαρλς, η οικογένεια αναγνωρίζει το ρούχο και κλείνεται το ραντεβού: ο διαμεσολαβητής συναντά ξανά τον άγνωστο άντρα, του δίνει 50 χιλιάδες δολάρια και για αντάλλαγμα παίρνει μια διεύθυνση: το παιδί βρίσκεται σε ένα σκάφος στη Μασαχουσέτη. Το σκάφος όμως δεν βρέθηκε ποτέ…

Η κορύφωση της τραγωδίας

Στις 12 Μαΐου, περίπου 2,5 μήνες μετά την απαγωγή, το πτώμα του παιδιού βρίσκεται θαμμένο και σε αποσύνθεση περίπου 8 χιλιόμετρα από το σπίτι των Λίντμπεργκ. Το κεφάλι του ήταν σπασμένο. Υπήρχε μία τρύπα στο κρανίο ενώ έλειπαν το αριστερό του πόδι και τα χέρια. Η οικογένεια αναγνωρίζει το παιδί της και ζητάει το σωματάκι του να αποτεφρωθεί την επόμενη μέρα. Ο ιατροδικαστής είχε προλάβει να γνωμοδοτήσει ότι το παιδί ήταν νεκρό για περίπου δυο μήνες κι ότι η αιτία του θανάτου ήταν το χτύπημα στο κεφάλι. Παρά την τεράστια κινητοποίηση της Αστυνομίας, την χρηματική αμοιβή που είχε προσφερθεί, ακόμα και τη «βοήθεια» του υποκόσμου, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για τον απαγωγέα και δολοφόνο.

Μοναδικός τρόπος να τον εντοπίσουν, ήταν να ακολουθήσουν τη διαδρομή του χρήματος: τα λύτρα είχαν καταβληθεί σε χρεόγραφα χρυσού με προσημειωμένους αριθμούς. Ένα τέτοιο χρεόγραφο εντοπίζεται σε τράπεζα του Μπρονξ. Στη συνέχεια η Αστυνομία φτάνει σε ένα βενζινάδικο, εκεί όπου ο ιδιοκτήτης είχε κρατήσει τον αριθμό κυκλοφορίας από αυτόν που του είχε δώσει το χρεόγραφο, διότι του φάνηκε ύποπτος. Τελικά συλλαμβάνεται ως βασικός ύποπτος ο Μπρούνο Χάουπτμαν, με καταγωγή από τη Σαξονία της Γερμανίας. Μετά από έρευνα στο σπίτι του, οι αστυνομικοί βρίσκουν πολλά από τα «ύποπτα» χρεόγραφα, ένα τετράδιο με σκίτσο συναρμολόγησης μιας σκάλας σαν αυτή που βρέθηκε έξω από το σπίτι των Λίντμπεργκ, ένα χαρτάκι με το τηλέφωνο του διαμεσολαβητή.

Πρώτη φορά τέτοια δίκη

Η δίκη ξεκινά τον Ιανουάριο του 1935. Τα πειστήρια είναι αδιάσειστα και ο Χάουπμαν καταδικάζεται σε θάνατο, στην ηλεκτρική καρέκλα, στις 3 Απριλίου του 1936. Η κάλυψη της δίκης, όπως άλλωστε και η κάλυψη της υπόθεσης, από τη μέρα της απαγωγής μέχρι τη μέρα που εκτελείται ο Χάουπμαν, είναι πρωτοφανείς: όπως λέει ο καθηγητής Αμερικανικών Σπουδών Τομ Ντόχερτι, στο βιβλίο του «Little Lindy Is Kidnapped: How the Media Covered the Crime of the Century», η υπόθεση αυτή σηματοδοτεί έναν νέο τρόπο κάλυψης των μεγάλων γεγονότων και άλλαξε για πάντα τη δημοσιογραφία. Για πρώτη φορά η κάλυψη ειδήσεων γύρω από την απαγωγή της Τσαρλς Τζούνιορ, είναι εξίσου σημαντική ιστορικά με το ίδιο το έγκλημα.

Οι τρεις πυλώνες των Μέσων Ενημέρωσης της εποχής, συντονίζονται με έναν τρόπο μοναδικό: έντυπη δημοσιογραφία, ραδιόφωνο και οι ταινίες ειδήσεων (η πρώιμη έκδοση αυτού που θα γινόταν χρόνια μετά τηλεόραση και ψηφιακά μέσα). Σε κάθε σπίτι, φτάνουν πληροφορίες και λεπτομέρειες για την υπόθεση. Κάθε Αμερικανός γνωρίζει πράγματα για το παιδί του αγαπημένου του πιλότου. Το «Έγκλημα του Αιώνα» καλύπτεται – κυριολεκτικά – από κάθε μέσο των ΗΠΑ. «Κάθε δημοσιογράφος, κάθε μυθιστοριογράφος, οποιοσδήποτε με οποιοδήποτε είδος δημοσιογραφικής φιλοδοξίας ή ιστορίας βρίσκεται στο Φλέμινγκτον του Νιου Τζέρσεϊ, για να καλύψει αυτήν την υπόθεση», λέει ο Ντόχερτι.

Σε μια απροσδόκητη κίνηση, ο πρόεδρος της δίκης επέτρεψε στους κινηματογράφους να ηχογραφήσουν μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου μεγάλα κομμάτια της διαδικασίας. Και τελικά, η πολύκροτη αυτή υπόθεση, άφησε τρεις σημαντικές παρακαταθήκες: πρώτον, ένα τεράστιο και πολύ πλούσιο υλικό για μελλοντικούς συγγραφείς. Δεύτερον, ένα ιδιαίτερα «ενισχυμένο» FBI. Με επικεφαλής τον νεαρό τότε Τζ. Έντγκαρ Χούβερ, το FBI έδειξε πολύ πιο αποτελεσματικό σε σχέση με την Αστυνομία της Πολιττείας του Νιου Τζέρσεϊ. Και τρίτον, το Κογκρέσο ψήφισε τον νόμο Lindbergh του 1932, ο οποίος έκανε την απαγωγή ομοσπονδιακό έγκλημα. Και επίσης τότε καθιερώθηκε η λέξη «Kidnap», που προσδιορίζει οτιδήποτε έχει να κάνει με απαγωγή, με σκοπό τα λύτρα.

Θεωρίες συνομωσίας; Φυσικά και θα υπήρχαν!

Ο Μπρούνο Χάουπτμαν υποστήριζε μέχρι την τελευταία του ανάσα πως ήταν αθώος – μάλιστα η ποινή του θα μπορούσε να μετατραπεί σε ισόβια κάθειρξη, αν ομολογούσε. Δεν το έκανε ποτέ όμως, επιλέγοντας να πεθάνει στην ηλεκτρική καρέκλα. Αν όχι εκείνος, τότε ποιος; Ένα βιβλίο του 1993, υποστήριζε πως τον Τσαρλς Τζούνιορ, τον σκότωσε ο ίδιος του ο πατέρας. Πάνω στο παιχνίδι, τον έριξε κατά λάθος από τη σκάλα και μετά έκρυψε το πτώμα και σκηνοθέτησε την απαγωγή. Για να ενισχύσουν τη θεωρία τους οι συγγραφείς του βιβλίου, υποστηρίζουν ότι αυτός ήταν και ο λόγος που η οικογένεια ζήτησε τη «βιαστική» αποτέφρωση του παιδιού, μόλις μια μέρα μετά την ανεύρεση του πτώματος.

Σε ένα άλλο βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2020, η συγγραφέας Λίζε Πέρλμαν αναρωτιέται αν τελικά ο Λίντμπεργκ χρησιμοποίησε τη διασημότητά του για να καλύψει τα ίχνη του. Η Πέρλμαν βέβαια το τραβάει πολύ, μα πάρα πολύ παραπέρα: υποστηρίζει ότι επρόκειτο για μια σκόπιμη δολοφονία του παιδιού, στο πλαίσιο ενός επιστημονικού πειράματος στο οποίο συμμετείχε ο Αλέξις Καρέλ, ο Νομπελίστας Γάλλος χειρουργός και βιολόγος και ο πατέρας του παιδιού. Η Πέρλμαν επισημαίνει ότι ο Λίντμπεργκ ένιωθε δυστυχισμένος που ο γιος του ήταν «αδύναμος» με ασυνήθιστα μεγάλο κεφάλι και ουσιαστικά «θυσίασε» το παιδί του για χάρη της Επιστήμης. Πόσο βάση μπορεί να έχουν όλα αυτά; Μικρή σημασία έχει – αυτό που μετράει, είναι ότι εκείνη η απαγωγή και η δολοφονία ενός μικρού παιδιού, άλλαξε για πάντα τον κόσμο.