Περισσότερα από σαράντα χρόνια έχουν περάσει από τότε που επτά άνθρωποι έχασαν ξαφνικά τη ζωή τους στο Σικάγο, έχοντας καταναλώσει κάψουλες Tylenol που είχαν νοθευτεί με κυάνιο. Παρά τις δεκαετίες που μεσολάβησαν, η ταυτότητα του δράστη παραμένει άγνωστη, όπως και ο ακριβής τρόπος με τον οποίο συνέβη η αλλοίωση των φαρμάκων.

Το Tylenol είναι η εμπορική ονομασία ενός ευρέως διαδεδομένου παυσίπονου, με δραστική ουσία την παρακεταμόλη.

Η πολύκροτη αυτή υπόθεση, που συγκλόνισε την Αμερική το 1982 και οδήγησε σε πανεθνική ανάκληση προϊόντων, επιστρέφει σήμερα στο προσκήνιο μέσα από τη σειρά ντοκιμαντέρ Cold Case: The Tylenol Murders, που έκανε πρεμιέρα στο Netflix στις 26 Μαΐου. Η τριμερής παραγωγή συγκεντρώνει για πρώτη φορά όλα τα κομμάτια του παζλ, περιλαμβάνοντας συνεντεύξεις με δημοσιογράφους που κάλυψαν το γεγονός, πρώην αστυνομικούς και συγγενείς των θυμάτων, ενώ δίνει και λόγο στον βασικό ύποπτο, Τζέιμς Λιούις, που παραμένει στο επίκεντρο των ερευνών για πάνω από τέσσερις δεκαετίες, χωρίς να του έχουν ποτέ απαγγελθεί κατηγορίες για φόνο.

Το έγκλημα που κλόνισε την εμπιστοσύνη στα φάρμακα

Ο συναγερμός σήμανε όταν τρία μέλη της ίδιας οικογένειας – ο 25χρονος Στάνλεϊ Τζάνους, ο 27χρονος Άνταμ Τζάνους και η 20χρονη Τερέζα Τζάνους – πέθαναν μέσα σε λίγες ώρες. Όπως αναφέρει ο συν-σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ, Γιοτάμ Γκέντελμαν, «μόνο και μόνο επειδή τρεις νέοι άνθρωποι από την ίδια οικογένεια πέθαναν ταυτόχρονα, κατάλαβαν ότι κάτι παράξενο συνέβαινε».

Η δηλητηρίαση έγινε με κυάνιο, μια ουσία που γίνεται σχεδόν μη ανιχνεύσιμη λίγες ώρες μετά τη χορήγησή της. Οι αρχές άρχισαν να υποψιάζονται ότι κάποιος αλλοίωσε μεμονωμένες συσκευασίες Tylenol και τις επανατοποθέτησε στα ράφια φαρμακείων.

Τα υπόλοιπα θύματα περιλάμβαναν:

  • Την 12χρονη Μέρι Κέλερμαν
  • Την 27χρονη Μέρι Ράινερ, μητέρα τεσσάρων παιδιών
  • Την 35χρονη αεροσυνοδό Πόλα Πρινς
  • Την 31χρονη υπάλληλο τηλεφωνικής εταιρείας, Μέρι ΜακΦάρλαντ

Οι δημιουργοί του ντοκιμαντέρ μίλησαν με ανθρώπους που βίωσαν τις τελευταίες στιγμές των θυμάτων. Η Μισέλ Ρόζεν, κόρη της Ράινερ, θυμάται πως ήταν μόλις οκτώ ετών όταν είδε τη μητέρα της να καταρρέει στο πάτωμα με σπασμούς. Η Τζιν Ρεγκιούλα Λίβενγκουντ, φίλη και συνάδελφος της Πρινς, περιγράφει πώς έσπευσε στο σπίτι της όταν δεν μπορούσε να έρθει σε επαφή μαζί της, μόνο για να πληροφορηθεί από τις αρχές ότι η Πρινς είχε στα χείλη της τέτοια ποσότητα κυανίου που θα μπορούσε να σκοτώσει και όποιον επιχειρούσε να της κάνει τεχνητή αναπνοή.

Netflix

Η υπόθεση οδήγησε σε μαζική ανάκληση προϊόντων Tylenol και προκάλεσε πανικό σε ολόκληρη τη χώρα. Εθελοντές πήγαιναν από πόρτα σε πόρτα προειδοποιώντας τον κόσμο, ενώ περιπολικά με ντουντούκες μετέδιδαν μηνύματα συναγερμού στους δρόμους. Όπως έγραψε το περιοδικό TIME στο τεύχος της 18ης Οκτωβρίου 1982, «ξαφνικά έσπασε ένας από τους μικρούς, ασυνείδητους δεσμούς εμπιστοσύνης που συγκρατούν την κοινωνία».

Η θεωρία για την Johnson & Johnson και το ερώτημα της ευθύνης

Η νέα σειρά του Netflix φωτίζει και μια λιγότερο προβεβλημένη θεωρία: ότι η δηλητηρίαση ίσως να μην προκλήθηκε από εξωτερικό σαμποτάζ, αλλά από εσωτερική μόλυνση στις εγκαταστάσεις παραγωγής της Johnson & Johnson, της εταιρείας που παρασκευάζει το Tylenol.

Σύμφωνα με τους σκηνοθέτες, εντοπίστηκαν ίχνη κυανίου σε εργοστάσια από τα οποία προέρχονταν τα μολυσμένα φιαλίδια. Παρουσιάζεται επίσης η περίπτωση μιας γυναίκας που πέθανε το 1986 στο Γιόνκερς της Νέας Υόρκης, έχοντας καταναλώσει Tylenol με κυάνιο, παρότι πλέον τα προϊόντα έφεραν ταινίες ασφαλείας.

Netflix

Ο συν-σκηνοθέτης Άρι Πάινς σημειώνει: «Δεν θέλουμε να κατηγορήσουμε κανέναν, ούτε τον Τζιμ Λιούις, ούτε φυσικά τη Johnson & Johnson. Αλλά σε μια τόσο σοβαρή υπόθεση, είναι αναγκαίο να εξεταστούν όλα τα ενδεχόμενα — ακόμη και η πιθανή ευθύνη μεγάλων εταιρειών».

Η Johnson & Johnson συμμετείχε ενεργά στις αρχικές έρευνες και αρνείται κατηγορηματικά ότι η μόλυνση προήλθε από τις μονάδες της. Η εταιρεία αρνήθηκε να δώσει συνέντευξη στους δημιουργούς του ντοκιμαντέρ.

Η υπόθεση οδήγησε, πάντως, στην καθιέρωση των πλαστικών προστατευτικών ασφαλείας στις συσκευασίες φαρμάκων, τα οποία πλέον αποτελούν βασική ένδειξη ενδεχόμενης παραβίασης.

Ο βασικός ύποπτος: Τζέιμς Λιούις

Εδώ και πάνω από σαράντα χρόνια, ο βασικός ύποπτος της υπόθεσης παραμένει ο Τζέιμς Γου. Λιούις, λογιστής, ο οποίος συνελήφθη το 1982 όταν έστειλε εκβιαστική επιστολή στη Johnson & Johnson ζητώντας ένα εκατομμύριο δολάρια, απειλώντας πως αλλιώς θα υπάρξουν κι άλλα θύματα.

Η παραγωγός Μόλι Φόρστερ χρειάστηκε σχεδόν έναν χρόνο για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του και να του αποσπάσει συνέντευξη. Ο Λιούις δηλώνει αθώος: «Δεν θα πείραζα ποτέ κανέναν», λέει με χαμόγελο στο τέλος του πρώτου επεισοδίου, προσθέτοντας: «Αν ποτέ υπάρξει τεχνολογία που να διαβάζει το μυαλό, δεν θα βρείτε τίποτα ενοχοποιητικό στο δικό μου».

Όσο για την επιστολή, ισχυρίζεται ότι τη συνέταξε εν βρασμώ ψυχής, κατηγορώντας την εταιρεία για τον θάνατο της κόρης του, λόγω αποτυχίας ενός ιατρικού προϊόντος που είχε κατασκευάσει η Johnson & Johnson.

Το παρελθόν του, πάντως, ήταν σκοτεινό. Το 1978 είχε εμπλακεί σε υπόθεση φόνου, όταν ο πελάτης του Ρέι Γουέστ βρέθηκε διαμελισμένος. Παρά τα ενοχοποιητικά ευρήματα, οι κατηγορίες αποσύρθηκαν επειδή δεν του διαβάστηκαν τα δικαιώματα Μιράντα κατά τη σύλληψη. Επιπλέον, σύμφωνα με τον ντετέκτιβ Ντέιβιντ Μπάρτον, στο σπίτι του Λιούις βρέθηκαν προσχέδια εκβιαστικών επιστολών και ένα βιβλίο για δηλητήρια.

Καταδικάστηκε για εκβιασμό και εξέτισε 12 χρόνια φυλάκισης. Δεν του απαγγέλθηκαν ποτέ κατηγορίες για ανθρωποκτονία, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι βρισκόταν στο Σικάγο την επίμαχη περίοδο. «Ποτέ δεν υπήρξε ιατροδικαστικό στοιχείο που να τον συνδέει με τους φόνους», τονίζει ο Γκέντελμαν.

Πηγή: Time