Παλιά, όχι πολύ παλιά φυσικά, η Κυψέλη θεωρείτο λούμπεν και παλιομοδίτικη. Κανείς δεν έβγαινε στην Κυψέλη. Όσοι έμεναν εκεί δεν το έκαναν ακριβώς από επιλογή. Και βόλταραν σε άλλες περιοχές του κέντρου ή εκτός.  Στην Κυψέλη, όμως, πηγαίναμε για καλό (συνήθως) θέατρο, ανάμεσα σε δεκάδες επιλογές, οι περισσότερες από τις οποίες υφίστανται μέχρι σήμερα. Κι αν είχαμε γιαγιά ή παππού εκεί, είχε πλάκα. Νεοκλασικίλα και μυρωδιές αλλιώτικες.

Μετά το 2015, η περιοχή άρχισε σχεδόν αθόρυβα να αλλάζει χαρακτήρα. Να μην συνδέεται αποκλειστικά με τις κοινότητες των μαύρων, τους σκοτεινούς δρόμους, τα ρατσιστικά παραληρήματα και την ανακουφιστική καταφυγή των μεγαλύτερων στην νοσταλγία. Η Δημοτική Αγορά Κυψέλης που φρεσκαρίστηκε, μερικά καλά καινούργια μαγαζιά, δραστήριοι δημοσιογράφοι και εμπορικοί διευθυντές των free press, αλλά και μια ήπια ροπή που μόλις ξεκινούσε για το ανεπιτήδευτο-αυθεντικό-απέριττο-παλιακό άρχιζαν να ανανεώνουν τον αέρα γύρω από την περιοχή.

Θεωρώ πολύ ισχυρή την συμβολή του περιοδικού Η ΠΟΛΗ ΖΕΙ σε όλο αυτό. Ο εκδότης του, ο Χρύσανθος Ξάνθης, Αθηναίος γκάγκαρος ο ίδιος, έχει επιφυλάξει σημαντικές αναφορές και αφιερώματα στις αληθινές γειτονιές της πόλης, τις κάπως τραυματισμένες, τις βρώμικες, τις λιγότερο δημοφιλείς.

Η αγαπημένη του Κυψέλη πρωταγωνιστούσε και πρωταγωνιστεί στις σελίδες του free press του, στις οποίες κάποτε είχα την χαρά να βλέπω και δικά μου κείμενα.

Η βάπτισή μου ως κατ’ επιλογήν Αθηναίισσας έγινε και σε αυτήν την κολυμπήθρα του Η ΠΟΛΗ ΖΕΙ.

Η Κυψέλη cool πάντα, η Κυψέλη cool ξανά

Ήταν τέλος του 2019 και λίγο πριν την έλευση του κοροναϊού, όταν το περιοδικό Time Out κυκλοφόρησε τη λίστα με τις πιο cool γειτονιές του κόσμου. Συνολικά 27.000 άνθρωποι με τις επιλογές τους, ανέβασαν την Κυψέλη στο νούμερο 16 της λίστας  κόσμου.

«Η Κυψέλη θα είναι πάντοτε το μυθικό χαμένο κέντρο του κόσμου», έχει γράψει ο Κυψελιώτης συγγραφέας Χρήστος Βακαλόπουλος. Κυψέλη, μάγισσα, με έλξη ακατανόητη και με αναβρύζουσα έμπνευση για τους καλλιτέχνες.

Από τα πολλά που έχουν γραφτεί για εκείνη και τους δρόμους της, λίγα με πονούν στα μηνίγγια όσο η φράση της Γώγου «πάνω κάτω η Πατησίων».

Και τώρα ξεφυλλίζω το νέο βιβλίο του Στέφανου Τσιτσόπουλου από τις εκδόσεις Οξύ: «Τα χλωμά συντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη». Πρόκειται για μια παθιασμένη ωδή σε ό, τι νιώθουμε και αποκαλούμε αστικό ιστό, με την Θεσσαλονίκη να ξετρυπώνει και αυτή μέσα από την αφήγηση του συγγραφέα.

Μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα, η Κυψέλη αποτελούσε ένα προάστιο των Αθηνών και στην θέση της Φωκίωνος Νέγρη βρισκόταν ένα ρέμα που άρχιζε από τα Τουρκοβούνια.

Το 1937 πραγματοποιήθηκε ο εξωραϊσμός του ρέματος και στη θέση του δημιουργήθηκε ένας γραμμικός κήπος με δέντρα και θάμνους, πίδακες νερού και χώρους παιχνιδιού, ανάμεσα σε ασφαλτοστρωμένες οδούς, παίρνοντας το όνομα του από τον Φωκίωνα Νέγρη, Αθηναίο πολιτικό και ακαδημαϊκό, πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών.

Σήμερα, έχει κανείς πολλούς λόγους να υπάρξει ενεργά μες στην Κυψέλη. Δεν είναι μόνο η διαχρονική ραστώνη στη Φωκίωνος, που οι «παλιοί νέοι» αποκαλούσαν Φόκα Νέγκρα. Είναι όσα συμβαίνουν στους μέσα δρόμους: τέχνη, συλλογικότητες, καταλήψεις, έρωτες της μιας άνοιξης, νέες γαστρονομικές αφηγήσεις, βιβλιοστέκια, θερινά σινεμά.

Τα παλιά εδραιώνονται, τα νέα καλωσορίζονται, κάποια κλείνουν, άλλα δεν γίνονται ποτέ διάσημα εκτός συνόρων, αλλά διαπρέπουν σταθερά στους μόνιμους κατοίκους.

Τα νοίκια έχουν πάει στον θεό, η επέλαση των hipsters είναι καθημερινό φαινόμενο, οι καλοντυμένες κυρίες που υπήρξαν καλλονές στα 60s και 70s νιάτα τους κατεβαίνουν στην λαϊκή και στα ζαχαροπλαστεία, τα εκατοντάδες σκυλιά ερωτοτροπούν στα παρτέρια της Φωκίωνος (δεν είναι τυχαία εκεί το μόνο άγαλμα σκύλου στην πόλη!),καθένας βρίσκει αυτό που ακριβώς θέλει, χωρίς καν να το επιδιώξει.

Η αλήθεια είναι πως η Κυψέλη σε βρίσκει, δεν την βρίσκεις. Μην με ρωτάτε τι σημαίνει αυτό…

Είναι και κάτι ακόμα, ένα φαινόμενο συλλογικό: Οι γειτονιές της νέας εποχής στην Αθήνα τείνουν να αυτονομούνται. Το καφέ, το μπαρμπέρικο, το βιολογικό παντοπωλείο, το έθνικ εστιατόριο, το σουβλακοπωλείο, το ποδηλατάδικο, το τσαγκάρικο βρίσκονται όλα εκεί, όλα σχετικά κοντά. Σε μια εποχή με διευρυμένα σύνορα ή έστω με διάθεση για διεύρυνσή τους, τα μικρά όρια των αστικών περιοχών τονίζονται με νέον επιγραφές και διαθέσεις ευγενούς άμιλλας: εδώ είναι Εξάρχεια, εδώ Κεραμεικός και, bro, από εκεί είναι η Κυψέλη.

Η εστίαση κρατά τα ηνία, οι μιλένιαλς δεν έχουν δικό τους σπίτι, αλλά έχουν δοκιμάσει από κάθε πιθανή κουζίνα του κόσμου και, φυσικά, όλες τις ράτσες του καφέ, φορώντας κάποιο σούπερ χειροποίητο κόσμημα από ένα μαγαζί που βρήκαν στο Instagram. Η πραγματική ζωή εκεί έξω νικά κατά κράτος την ψηφιακή και η παρατεταμένη καλοκαιρία της χώρας ευνοεί το ρίζωμα στους πεζοδρόμους και τις πλατείες.

Ο καπιταλισμός έχει νικήσει, αλλά έχει κατορθώσει να νικήσει με χάρη και κομψότητα. Ναι στην κατανάλωση, αλλά σε context κοινότητας, εξερεύνησης, πολυπολιτισμικότητας, γαματοσύνης.

Ξέρετε πολύ καλά τι λέω.

Πού να πας τώρα στην Κυψέλη

Η Αγίου Γεωργίου, αυτή η απίθανη πλατεία, σήκωσε στις πλάτες της τη νικηφόρο πορεία της περιοχής στην συνείδηση των Αθηναίων. Το Village συγκεντρώνει ωραίες φυσιογνωμίες, είναι προς πάσα κατεύθυνση friendly και λίγο υφάτο, τόσο όσο θέλουμε για να μας είναι ποθητό. Καμιά φορά, παίζει μουσικές ο Θανάσης ο Καρανίκας και γίνεται ωραίος χαμός. Σπάνια θα βρεις άδειο τραπέζι.

Η Κυβέλη (μεζεδοπωλείο) και ο Μπούφαλος (μπέργκερ)  είναι τα δύο food projects του ίδιου ιδιοκτήτη και είναι απολύτως τίμια, αν και τους λείπει το στοιχείο της οικειότητας και της προσωπικότητας. Είναι σχετικά νέα και έχουν δρόμο ακόμα.

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη ΜΠΟΥΦΑΛΟΣ (@mpoufalos)


Οι Νοστιμιές της Μαίρης γράφουν εδώ και πολλά χρόνια την δική τους ιστορία (σούπερ φασολάδα και ελληνική, λαδερή πίτσα με φτηνά τυριά σούπερ), το ίδιο και το σουβλατζίδικο Διόνυσος, που σέρβιρε γύρο σε όλους τους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου. Η Δωδώνη, ο φούρνος του Τηλιγάδα με τα ωραία ψωμιά, το θρυλικό ζαχαροπλαστείο Σκαφίδας και το  κρεοπωλείο «Η Λιβαδειά», που υπάρχει εκεί από το 1929, κρατούν το παρελθόν ζωντανό και βηματίζουν καθόλου βιαστικά προς το σήμερα και το αύριο.

Η οδός Αγίας Ζώνης αρχίζει να θεωρείται μια από τις νέες, δυναμικές πιάτσες της περιοχής.

Στο Παπιγιόν project, μπορείτε να αγοράσετε second hand φυτά ή να πάτε για service τα δικά σας. Ο Αχιλλέας Χαρίσκος είναι ο πιο τρυφερός γιατρός των λουλουδιών και κερνάει καφέ, όσο περιμένετε μια μεταφύτευση να ολοκληρωθεί.

Στο Bateau Ivre γίνεται πάντα χαμός και θεωρώ ότι αυτό το μικροσκοπικό μαγαζάκι με το έξτρα φιλικό προσωπικό, τον νόστιμο καφέ και τους εύστοχους συνήθως πειραματισμούς στην κουζίνα του θα αποτελέσει μέρος των κυψελιώτικων θρύλων. Κοινώς, όταν θα έχει παλιώσει και οι νέοι που ακόμα δεν έχουν γεννηθεί σήμερα, θα σπεύδουν στα τραπέζια του, θα είμαι περήφανη μεσήλιξ και γιαγιά, ως μία από τις πρώτες που το δοκίμασαν.


Κάπως έτσι έχει πάει και με το Au Revoir στην Πατησίων, ένα από τα παλιότερα, αν όχι το παλιότερο, μπαρ της Αθήνας. Είναι σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Αριστομένη Προβελέγγιο και είναι απαράλλαχτο από το 1958. Κινηματογραφικότητα, μποεμία και μια αίσθηση «λαμπερής σκουριάς» το καθιστούν ιδανική επιλογή εξόδου από όποια μεριά της Αθήνας και αν έρχεστε.

Πίσω στην Αγίας Ζώνης, αξίζει ένας χορταστικός περίπατος: ιχθυοπωλείο, κουρείο, φωτοτυπάδικο, απίθανες είσοδοι πολυκατοικιών και διάσημοι κάτοικοι, όπως ο συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης, που ζει σε ένα έκτακτο διαμέρισμα παρέα με τα αναρίθμητα βιβλία του, πανέμορφα κορίτσια με μπλε τούφες και βιαστικά μωρά που ανακαλύπτουν τον κόσμο κρεμασμένα στο χέρι του μπαμπά τους.

Να πάτε επίσης στο Lalibela της οδού Νάξου, για να απολαύσετε αυθεντική, πεντανόστιμη αιθιοπική κουζίνα, στο Κοτ Κοτ κοντά στην πλατεία Κυψέλης για μεταμεσονύκτιες κραιπάλες με μαγειρευτά και κοκακόλες, στο βιβλιοπωλείο Μετεωρίτη στην Φωκίωνος, αλλά και στο Literature House στην Δροσοπούλου.

Να επιχειρήσετε και μια μικρή εκδρομή εντός των τειχών: στην Αλεπότρυπα, στο τέρμα της οδού Μεγίστης, τα γηπεδάκια σφύζουν από παιχνίδι και ζωή. Ο λόφος του Ελικώνα προσφέρει και μοναδική θέα και ρομαντικές γωνιές. Το επόμενό μας πικ νικ, όταν ανοίξει πάλι ο καιρός, εκεί!

Μια δαγκωνιά από το ανεπανάληπτο κέικ λεμονιού του Morning Sweetie πίσω από την Δημοτική Αγορά και μια γουλιά εσπρέσο μακιάτο από το Dope θα σας κάνει να νιώσετε υπέροχα. Νέα, φρέσκα μαγαζιά με φυτά, μωσαϊκά και αυτήν την τάση για πάντρεμα βορειοευρωπαϊκής αισθητικής με γιαγιαδίστικη ελληνικότητα θα σας φέρουν σίγουρα κάποια στιγμή στην περιοχή, ίσως και να σας κρατήσουν σε αυτή.

Στο Foka Negra της Φωκίωνος, θα βρείτε, πλέον, χορταστικό-και-όχι-φασέικο μπραντς, με ομελέτες, πάνκεικς και όχι μόνο, ενώ αν είστε βραδινοί τύποι μια παγωμένη μπίρα υπό την υπόκρουση live μουσικής είναι must.

Αν δεν το ξέρατε, στο κάπως ντεμοντέ (γιατί επιχείρησε να εκμοντερνιστεί!) Select της Φωκίωνος επίσης έπιναν καφέ όλοι οι ηθοποιοί της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Πιο παλιά, ήταν ζαχαροπλαστείο, το οποίο επισκέπτονταν οι παλιοί Κυψελιώτες για να φάνε τη θρυλική πάστα Σεράνο, προς τιμήν της Χιλιανής σοπράνο Ροζίτα Σεράνο, που καθήλωνε με τις εμφανίσεις της στα καμπαρέ της πόλης την αφρόκρεμα της Αθήνας της δεκαετίας του ‘50.

Γλυκό όπως παλιά στην Κυψέλη θα απολαύσετε στο ζαχαροπλαστείο Χαρά ψηλά στην Πατησίων και, λίγο, έξω από τα στενά όρια της περιοχής, στο αγαπημένο μου Πετέκ της Γ’ Σεπτεμβρίου.

Μικρή σκέψη: τα νέα μαγαζιά είναι πολύ πιο ποιοτικά από τα παλιά με τιμές σε αρκετά λογικά επίπεδα, δεδομένης της συνολικότερης ακρίβειας. Όμως, ωραίες ιστορίες και πραγματικά ξεχωριστούς ανθρωποτύπους θα συναντήσετε στα παλιά μέρη. Τα καινούργια είναι κάπως φλατ, αρκετά ινσταγκραμικά, οι καλές προθέσεις πηγάζουν από το μέρκετινγκ περισσότερο από την ψυχή και, επειδή όλες και όλοι είναι τόσο ξεχωριστοί και τόσο μοναδικοί, τείνουν να μοιάσουν πανομοιότυποι, τελικά.

Τρέμω την μέρα που θα έρθει και θα είναι παντού άριστο το φαγητό, αριστουργηματικός ο καφές και τέλειο το κοκτέιλ, αλλά οι άνθρωποι θα χαιρετιούνται πάντα ευγενικά και πάντα τυπικά. Θα παίρνουν περισσότερα χάδια τα ζωάκια τους, από ό, τι οι ίδιοι. Θα λείψουν τα αυθόρμητα κεράσματα του παλιού καιρού και η αίσθηση ότι «εδώ με αγαπάνε, εδώ είναι το στέκι μου», μιας που όλοι θα είναι το ίδιο ευπρόσδεκτοι οπουδήποτε, με έναν ισοπεδωτικό, όμως, new age τρόπο.

Μέχρι να έρθει εκείνη η μέρα, κάντε μια καλή βόλτα στην Κυψέλη, σας παρακαλώ

Και μην κάτσετε και πουθενά, που λέει ο λόγος. Συναντήστε την μυθολογία της περιοχής, βολτάροντας στους δρόμους της.

Στις απλωμένες μπουγάδες, στα πειραγμένα παπιά, στις χωμένες πλατειούλες σαν εκείνη ανάμεσα Κύπρου και Λέλας Καραγιάννη, όπου παίζουν μικρούλια κάθε εθνικότητας και συμμορίες γατιών αράζουν στις γωνίες. Μυρίστε τον καπνό από τους ναργιλέδες των arab μαγαζιών, τον γύρο που αργοψήνεται στα σουβλατζίδικα, τα μικρά άνθη από τις μάντρες όταν το επιτρέπουν οι εποχές.

Μιλήστε με τους ηλικιωμένους καφετζήδες, κομμώτριες, εμπόρους της περιοχής. Είναι εξαντλημένοι, είναι δύσκολοι, αλλά συγχρόνως προσηνείς και διψασμένοι για κουβέντα. Δείτε πώς ενώνονται οι κουλτούρες των Κυψελιωτών: τα μαγαζιά των μαύρων, τα περουκάδικα, τα ινδικά και πακιστανικά μπακαλικάκια και φαγάδικα με τα μικρά, hip καταστήματα που πουλούν κατά βάση περιττά πράγματα για να μας κάνουν πιο ευτυχισμένους.

Πίσω από τα στενά μπαλκόνια και τα κλειστά παράθυρα των υπογείων ανασαίνουν άνθρωποι, χαμένοι στην TV τους ή αργοπεθαίνοντας μόνοι, κάνοντας έρωτα ή μαγειρεύοντας κάποιο πιάτο που θα μυρίσει από τον φωταγωγό.

Και ναι, αυτό συμβαίνει σε κάθε γειτονιά. Αλλά σε αυτήν την πυκνοκατοικημένη μικρογραφία του κόσμου που λέγεται Κυψέλη, κυκλοφορεί αδέσποτη ικανή ποσότητα ποίησης και τρέλας για να χωρέσετε στις αποσκευές σας. Ίσως περισσότερη από ό, τι οπουδήποτε αλλού στο κέντρο.

Η πόλη δεν είναι τα μαγαζιά της. Η πόλη είσαι εσύ, εγώ, εκείνη, εκείνος. Και κυρίως, όλοι εμείς μαζί όταν συνυπάρχουμε Δευτέρες πρωί στην κίνηση και Παρασκευή βράδυ πίνοντας σφηνάκια.

ΥΓ: Από την Κυψέλη λείπει, προς ώρας, κάποιο σοβαρό εστιατόριο. Με υπογραφή σεφ και τέτοια. Αλλά δεν είμαι βέβαιη ότι θέλω να ανοίξει ακόμα κάτι τέτοιο.

ΥΓ2: Ο κοροναϊός ανέκοψε την δημιουργία airbnb στην Κυψέλη και οδήγησε τους ιδιοκτήτες στο να τα νοικιάσουν σε μόνιμους κατοίκους. Πρέπει να μπει πλαφόν στα νοίκια κάποια στιγμή, ακούγονται παράλογες τιμές.

ΥΓ3: Η περιοχή παραμένει βρώμικη και σχετικά παρατημένη. Πίσω από το όμορφο πάντρεμα κουλτούρων και τα νέα, υπέροχα μαγαζιά, υπάρχουν και αρκετά προβλήματα που δεν πρέπει να παραβλέπονται από την ανάγκη μας να μιλήσουμε αγαπησιάρικα για την γειτονιά.