Λίγα πράγματα αξίζουν σε αυτήν την ζωή. Αλλά οι λέξεις «λίγος» και «ζωή» είναι υποκειμενικές, όπως τα πάντα- να γιατί έχει δυσκολέψει η μεταξύ μας επικοινωνία, λόγω της Απανταχού Υποκειμενικότητας.

Ας συμφωνήσουμε όμως ότι το φαγητό, η τέχνη, ο έρωτας, το γέλιο, η συγκίνηση είναι ικανοί λόγοι να μας συγκρατήσουν από τον θάνατο. Όπου θάνατος, εν προκειμένω, μπορεί να θεωρηθεί ταυτόσημος με τις έννοιες «αναχωρητικότητα», «θα μείνω μέσα», «βαριέμαι».

Είναι κρίμα που δεν έχουμε όσα χρήματα (νομίζουμε πως) μας αξίζουν για να γυρίσουμε τον κόσμο, να γίνουμε πιο όμορφοι, πιο σοφές, πιο δημοφιλείς. Για να μένουμε σε σπίτι ονειρικό και να κάνουμε ό, τι μάς καπνίσει. Είναι κρίμα γιατί αν τα είχαμε θα καταλαβαίναμε πως δεν ήταν εκείνα που μας έλειπαν όταν ήμασταν φτωχοί.

Η γράφουσα ασπάζεται ευλαβικά την θρησκεία της Μποεμίας. Με βαριές τσέπες και κυρτές πλάτες, με κρύα ντους και φρικτά προγράμματα γυμναστικής, με εξαναγκαστικά χαμόγελα σε frames ψηφιακής ευτυχίας και με την ανάγκη να ανήκω οπωσδήποτε σε μία πλευρά, δεν μπορώ να απογειωθώ στην ζωή.

Πρέπει να ανοίξω την πόρτα του διαμερίσματός μου και να της επιτρέψω να με βγάλει στον κόσμο κλείνοντάς την πίσω μου σθεναρά. Ύστερα, να ερωτευτώ ένα πουλί που αψηφά το μεγάλο λεωφορείο, να ξεχάσω αφόρτιστο το κινητό μου όλη μέρα, να επιλέξω μια άλλη διαδρομή για τον γυρισμό, να πω την αλήθεια έστω σε έναν άνθρωπο, έστω σε μένα.

Η ζωή είναι το μοναδικό όνειρο που αξιωνόμαστε ως απόντες. Καλό είναι να έχει γεύση, χρώμα, συναντήσεις. Και, αντί πολιτικής ορθότητας, αγάπη.

Πράγμα πρώτο, θεμελιώδες (το γλέντι)

Ως γνωστόν, μια καλή εβδομάδα ξεκινά από μια καλή Κυριακή. Και δεν μιλώ απλώς για την αξιοπρέπεια του καφέ με ησυχία, του πιο απολαυστικού και αργού μπάνιου κι ενός ψητού στον φούρνο. Αυτά, φορές, μπορεί και να περιττεύουν. Μιλώ για την μουσική. Η Κυριακή είναι η μέρα της μουσικής. (Το Σάββατο για να αγοράζεις καινούργια βιβλία, η Παρασκευή για να ανακαλύπτεις ένα νέο στέκι και η Τετάρτη για να κατεβάζεις καινούργιες ιδέες)

Η επιτομή της κυριακάτικης εξόδου είναι μεσημέρι κι ας έχει συννεφιά και είναι σε μέρος που σε κάνει να νιώθεις οικεία. Τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά δεν αρέσουν σε όλους, γι’ αυτό μην έχεις πρόβλημα αν δεν είσαι φαν: εσύ μπορείς κάλλιστα να βάλεις πικ απ/ηχείο μάρσαλ/λάπτοπ να παίζουν ό, τι ακούς κι ό, τι σου αρέσει τέλος πάντων.

Την ιεροτελεστία της ταβέρνας με ζωντανή (καλή, σοβαρή) μουσική, κρασί ευκολόπιοτο και ωραίες φάτσες τριγύρω δεν την αλλάζω με τίποτα. Από μέρη να φαν κι οι κότες. Και τα βράδια είναι ωραία. Να ντυθείς, να βγεις, να πας, να νιώσεις.

Αλλά το μεσημέρι έχει την χάρη να βραδιάζει φυσικά. Να μπαίνεις στο μαγαζί με φως στον ουρανό, να βγαίνεις και να’ χει αλλάξει το σκηνικό. Να έχεις φάει τραγανούς κεφτέδες, σαλάτα, πατάτες τηγανιτές με ρίγανη, φέτα. Να έχεις πιει μερικά ποτήρια.

Σκηνικό ατόφιο θα βρεις στον Μέρμηγκα στη Νίκαια, δυο βήματα από το μετρό. Θα τραγουδά η Ντένια Κουρούση, μια από τις πιο στιβαρές και αναγνωρίσιμες φωνές του σύγχρονου, λαϊκού πάλκου. Μαζί της, ο Θοδωρής ο Πετρόπουλος στο μπουζούκι και ο Κώστας ο Τσεκούρας στην κιθάρα. Με ανεπιτήδευτη διάθεση να μας διασκεδάσουν, αλλά και να εκφράσουν τις ψυχές τους, παίζουν από μεγάλο φάσμα του ελληνικού τραγουδιού.

 

Όλο το πρόγραμμα αξίζει (και) για το τελευταίο τραγούδι που επιλέγει να πει η Ντένια-κάθε φορά και κάποιο άλλο. Κάποιο που στρίβει μέσα της σαν μαχαίρι και κυλούν, μετά, τα αόρατα αίματα. Η ορχήστρα τραγουδά μπροστά από ένα κλειστό πιάνο με πάνω παλιές κορνίζες και δίπλα μια σταματημένη λατέρνα. Γκρηκ μπλουζ φάση, από όλες τις απόψεις.

Μοσχοβολά Πειραιάς. Το μαγαζί το’ χει μια υπέροχη γυναίκα, η Βαρβάρα. Αυτά.

Πράγμα δεύτερο, καλό κι αυτό (η θέα και η γεύση της)

Θα ήθελα να προτείνω δυο ακόμα μαγαζιά. Δεν σχετίζονται με ρεμπέτικο και τέτοια.

Το ένα είναι ένα καφέ-μπαρ-κοκτεϊλάδικο-μπραντσάδικο-εστιατόριο (τα αντιπαθώ συνήθως αυτά τα μούλτι κούλτι, πλην όμως) που βρίσκεται στου Ψυρρή και λέγεται Luv n Roll και είναι σχετικά καινούργιο, ένα από τα δεκάδες παιδιά της καραντίνας.

Ο λόγος που το προτείνω είναι για τις πολύ νόστιμες σαλάτες του σε ένα μενού που ανανεώνεται συνεχώς και δημιουργικά, για τον ιδιοκτήτη Γιώργο Μπίνα που είναι ένα γνήσια τρελό, παράξενο παιδί με σκούφο, μακρύ μαλλί και χαμόγελο που λέει πολλά και για μια απρόσμενη θέα Ακρόπολη από το πάνω-πάνω επίπεδο του μαγαζιού. Τα βαριά τα κρύα έφυγαν.

Δεν έχω καλύτερο από γαμάτες θέες χειμώνα με μπουφάν και ψιλομόνη ή με πάρα πολύ καλή παρέα κατά προτίμηση ενός ανθρώπου. Το καλοκαίρι πλήττω με τον συνωστισμό ξώφτερνων και ιδρωμένων t-shirts που πίνουν εξαναγκαστικά κοκτέιλ με ωραία θέα και μουσικούλες ντάμπα ντούμπου. (κι όμως, είμαι μιλένιαλ, believe it or not)

Όχι ότι δεν θα πηγαίνουμε στο Lun n Roll και το καλοκαίρι. Απλώς, τότε θα πηγαίνουν και όλοι οι υπόλοιποι επίσης. Είμαι πολύ εγωίστρια για να μου επιτρέψω συμμετοχή σε συνωστισμό για χάρη μιας θέας που είναι εκεί 365 μέρες τον χρόνο.

Και το άλλο μαγαζί είναι μια ιταλική τρατορία στο Παγκράτι που λέγεται, στ’ αλήθεια, Trattoria Italia d’ Onofrio και δεν θα πιστεύεις ότι έχει η Αθήνα ένα τέτοιο μαγαζί και δεν το ήξερες.

Από φαγητό δεν είναι ότι σκίζει, θα είμαι ειλικρινής. Δηλαδή, όσοι έχουμε μισή ιδέα από Ιταλία έχουμε φάει και ψαγμενότερα*.  Αλλά, πέραν του ότι το φαγητό είναι μια χαρούλα, το σκηνικό είναι το κάτι άλλο. Παλιά, ξύλινη σκάλα που οδηγεί σε μια χωρισμένη στα δύο αίθουσα με κουκλίστικο ντεκόρ και ατμόσφαιρα ιταλικού νεορεαλισμού. Ο ένας χώρος είναι κάτι σαν πριβέ, για κάποια ιδιαίτερη περίσταση ή για εταιρικό γεύμα, γενέθλια με παρέα και τα λοιπά.

Πράγματα που θα κάνουν την εβδομάδα σου μια ψευδαίσθηση εμπειριών: Σε ένα stand up αγκαλιά με πανετόνε

Από κάπου λες θα ξεπεταχθεί κάποια χυμώδης γυναικάρα με πλούσιο στήθος ή ένας ξερακιανός γόης με μουστάκι. Πετιέται ο σερβιτόρος, όμως, φέρνει το μενού και εσύ διαλέγεις και το φαγητό έρχεται και τρως απολαμβάνοντας το προνόμιο να σου περισσεύουν δέκα-είκοσι ευράκια και, βεβαίως, να είσαι ακόμα ζωντανή, στην σκηνή, σαν ροκ συγκρότημα.

Κι αν είσαι για τσιγάρο, κατεβαίνεις στην εσωτερική αυλή και με ένα πλατύ χαμόγελο ανάβεις. Γιατί είναι απλώς πανέμορφα. Παλιά σκεύη κρέμονται, φωτάκια ρομαντικά από πάνω, αστική χλωρίδα σε γλάστρες και κιούπια, σκηνή από ταινία.

*η καρμπονάρα που παρήγγειλε μια φίλη είχε λάθος μακαρόνι, που γέμιζε «αλευρίλα» όλο το πιάτο/η επιλογή του ψωμιού με πίκλες και τουρσί ακατανόητη/διάφορες άλλες μικρές ατασθαλίες/ΑΛΛΑ τα νιόκι μου και η πάστα με μελάνι σουπιάς της Φ. πολύ πολύ ωραία

Πράγμα τρίτο (το διάβασμα)

Χωρίς πολλά λόγια, για μερακλούδες και μερακλήδες της ανάγνωσης:

-Το Τρίτο Λάθος, του Κωνσταντίνου Μανίκα, από τις εκδόσεις Ιωλκός (επιτέλους, ελληνική λογοτεχνία που δεν είναι εύπεπτη σαν πουρές μασημένος, αλλά θέλει το μυαλό να βάλει χέρι να ζυμώσει)

-Το Παπαγαλάκι, της Μαρί-Χελίν Μπερτίνο, από τις εκδόσεις Κάκτος (αφοπλιστικά ευφυής γραφή που σε βάζει στις μέσα μέσα σκέψεις της συγγραφέα, παράλληλα με μια αφήγηση που δεν σε αφήνει να την αφήσεις, δηλαδή και ωραίο γράψιμο και ωραίο στόρι, δεν τα βρίσκεις και πανεύκολα αυτά τα δύο μαζί, για να είμαστε απολύτως ειλικρινείς)

-Το Κουτσό, του Χούλιο Κορτάσαρ, από τις εκδόσεις opera, σε εμβληματική μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη (από τα βιβλία που πρέπει να διαβάσει ένας άνθρωπος πριν πεθάνει, τελεία)

Θέλω να με αφήσεις να πω κάτι για τον Αχιλλέα Κυριακίδη. Είναι σπουδαίος. Υπάρχει και τραγούδι με το όνομά του. Αλήθεια!

 

Πράγμα τέταρτο (το καλό το Internet)

Οι διαλέξεις της Μαρίας Ευθυμίου της ιστορικού στο youtube. Τρέμω την ώρα και την στιγμή που θα πει κάποια μύχια σκέψη της ή θα κάνει κάποιο ανθρώπινο λάθος και ο όχλος θα την πει φασίστρια ή ανόητη ή γριά, όπως έχει συμβεί με την Γλύκατζη Αρβελέρ, την οποία δεν θεωρώ ανώτερη από την Μαρία Ευθυμίου, αλλά για τον θεό, είναι η Γλύκατζη Αρβελέρ.

To προφίλ του Kostas Kostakos στο Facebook και η σελίδα «Αρσέν» στο facebook-το πιο διάσημο pug της Ελλάδας και τα χαριτωμένα τετράποδα αδέρφια του. Ναι, καλέ, τα σκυλιά μιλάνε και κάνουν και ποστ στα σόσιαλ, άμα λάχει.

Και βέβαια το @saucymagazine στο Instagram – θα έπρεπε να έχει τους δεκαπλάσιους ακολούθους τουλάχιστον.

Το site stiksh.com που το τρέχει ένα φοβερά γλυκό παιδί, ο Νίκος Σταϊκούλης και έχει μέσα τόνους ομορφιάς. Αισθητική, ποιότητα, φρεσκάδα, καύλα, όλα. Η ποίηση δεν θα πεθάνει ποτέ. Ή τουλάχιστον, δεν έχει πεθάνει ακόμα.

Πράγμα πέμπτο (θεατροσινεμά)

Μην δεις την Εξουσία του Σκύλου στο Netflix ή δείτε την, τέλος πάντων, αλλά οι κριτικοί αυτήν την φορά ξεπέρασαν τον εαυτό τους. Δημιούργησαν μια ταινία δική τους, αναλύοντάς την. Ακόμα και ο υπέρτατός μου, ο Χρήστος Μήτσης με πρόδωσε. Τι τρία αστέρια στα τέσσερα; Για ένα εκνευριστικά αργό (τώρα, το λέμε βραδυφλεγές!) αντι-γουέστερν όπου δεν-γίνεται-απολύτως-τίποτα;

Ας πούμε τώρα τι θα μπορούσες να δεις. Ό, τι γουστάρεις, γενικώς, αλλά άσε με κι εμένα να την πω την αποψάρα μου, αφού είσαι εδώ και διαβάζεις.

Στο σινεμά, το ατμοσφαιρικό, ασπρόμαυρο Belfast για ατόφια συγκίνηση και ομορφιά που ξεχειλίζει-Θεέ μου, πόσο την χρειαζόμαστε την ομορφιά, χωρίς φιοριτούρες και παπατζοαναλύσεις!

Και στο θέατρο, το μιούζικαλ Moby Dick, για το οποίο δεσμεύομαι να γράψω και έτι αναλυτικότερα μες στις μέρες. Το Christmas Theatre γεμίζει χρώματα, μουσικές και κάτι που συγγενεύει απόλυτα με την δύσκολη, πολυφορεμένη λέξη τ έ χ ν η.

Σκηνοθεσία Κακλέας, που δεν κόβομαι γενικώς, αλλά εδώ απλώς το βουλώνω, Ισμαήλ Αιμιλιανός Σταματάκης (εκ των πλέον ταλαντούχων της γενιάς του και υπερκούκλος) και καπετάνιος Αχάαβ η φωνάρα, ο Μπάμπης ο Βελισσάριος. Ικανοί λόγοι να σε στείλουν στο Βίβα να βγάλεις εισιτήριο.

 

ΥΓ1: Έχουμε Απόκριες, να ντυθούμε, να χορέψουμε, να βγάλουμε καμιά αστεία φώτο. Δεν αντέχω άλλη θλίψη, άλλα κλάματα, άλλη σοβαροφάνεια στην επαναστατικότητά μας που δήθεν μάς θέλει εσωστρεφείς, κλεισμένους στον εαυτό μας.

ΥΓ2: Ναι, να συνεχίσουμε να είμαστε προσεκτικοί με τον Covid και τα συναφή, αλλά ας μην γελιόμαστε. Ο λόγος που δεν συναναστρεφόμαστε πλέον τόσους ανθρώπους είναι ότι συνηθίσαμε να συναναστρεφόμαστε το ταβάνι και το στρώμα μας. Έλα, μυρίζει άνοιξη, όμως.