Το τελευταίο κάστρο του Μότσαρτ διατίθεται προς πώληση και βρίσκεται στους πρόποδες της αυστριακής πόλης Σέμερινγκ, γνωστής για τις πίστες του σκι. Το συγκεκριμένο κάστρο αποτέλεσε την τελευταία κατοικία του συνθέτη και είναι χτισμένο το 1130, η περίπου 900 ετών κατοικία διαθέτει συνολικά 50 δωμάτια που κατανέμονται στα 2.500 τετραγωνικά μέτρα του κάστρου, το οποίο βρίσκεται σε 3,7 στρέμματα γης.

Το κάστρο έχει υποβληθεί σε κάποιες αναδιαμορφώσεις τον 15ο και 17ο αιώνα και, με την πάροδο των χρόνων, έχει φιλοξενήσει διάσημους επισκέπτες, όπως ο Ναπολέων Βοναπάρτης, ο Πάπας Πίος ΣΤ’, η πριγκίπισσα Ιζαμπέλα φον Βουρβόν-Πάρμα και ο αυτοκράτορας Φραντς Στέφαν φον Λότρινγκεν, σύμφωνα με το Top 10 Real Estate Deals. Στο παρελθόν είχε καταχωριστεί προς πώληση για 13,127 εκατομμύρια δολάρια.

Με την ονομασία Schloss Stuppach, το εντυπωσιακό αυτό ορόσημο «είναι ένα από τα λίγα στην Κάτω Αυστρία που εξακολουθούν να παραμένουν σε ιδιωτικά χέρια», αναφέρει η καταχώριση της Sotheby’s International Realty, η οποία θα δέχεται προσφορές για το κάστρο από την 1η Δεκεμβρίου.

Ένα μικρό τουρ στο κάστρο του Μότσαρτ

Το τετραόροφο χτίσμα διαθέτει μια σειρά από ανέσεις για τους σύγχρονους αγοραστές, όπως κινηματογράφο, βιβλιοθήκη και «εκτεταμένο χώρο για ψυχαγωγία», καθώς και μοναδικά στοιχεία του παρελθόντος, όπως ένα παρεκκλήσι και ένα μπουντρούμι.

Σε αυτό το κάστρο συνέγραψε ο Μότσαρτ το περίφημο «Ρέκβιεμ» το 1792, το οποίο σήμερα θεωρείται ένα από τα πολυτιμότερα χειρόγραφα στον κόσμο. Ο Μότσαρτ, βέβαια, πέθανε το προηγούμενο έτος, το 1791, σε ηλικία 35 ετών, αφήνοντας ημιτελές το «Ρέκβιεμ», το τελευταίο του αριστούργημα. Ποιος και πώς ολοκληρώθηκε το έργο και παραδόθηκε στον κόμη που το είχε παραγγείλει τον επόμενο χρόνο είναι ένα από τα μεγάλα μυστήρια της μουσικής.

Είναι ίσως σημαντικό να αναφερθεί πως οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες του το χρησιμοποίησαν ως «αξιοθέατο παγκόσμιας κλάσης και κέντρο εκδηλώσεων για μουσικές παραστάσεις και διαλέξεις», ενώ σήμερα στεγάζει ανεξάρτητες επιχειρήσεις, όπως ένα κατάστημα και ένα «θέατρο εμπειριών», σύμφωνα με την καταχώριση.