Έζησα το μεταίχμιο των ντίσκο στα 80ς και πάντα θυμάμαι τα ξέφρενα βράδια που με τις παρέες κλείναμε ραντεβού στις πίστες των discotheque της περιοχής, χορεύοντας ξέφρενα, φλερτάροντας και πίνοντας coca cola (αυτό ήταν στην εποχή μου το επιτρεπόμενο ποτό για τους ανήλικους -και μάλιστα θεωρούταν και υπέρβαση).

Παρόλα αυτά, ο ρυθμός ήταν τόσο ξεσηκωτικός που κυριολεκτικά δεν χρειαζόταν κάτι άλλο για να κουνήσεις τα πόδια σου, να λικνίσεις το κορμί σου και να μοιράσεις χαμόγελα και ματιές με νόημα στους γύρω. Αγκαλιές, αγγίγματα και μοναδικές στιγμές που ξεχείλιζαν από χαρά.

Άραγε πώς μπήκε η ντίσκο στη ζωή μας;

Ας κάνουμε ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο, μέσα από ένα κείμενο που γράφτηκε το 1976 για τους New York Times και περιγράφει πώς ξεκίνησε η τρέλα της ντίσκο!!!

«Είναι 10 μ.μ., και ο Richard Pampinella εγκαθίσταται στο πόστο του, έξω από τη σκοτεινή πίστα του Hippopotamus, του νυχτερινού κέντρου της East Side.

Βάζει τα ακουστικά του, ρυθμίζει τους επιλογείς μπροστά του, πατάει τους διακόπτες στις 10 κονσόλες που βρίσκονται μπροστά του, ενεργοποιώντας μια γαλαξιακή έκρηξη από φώτα που αναβοσβήνουν στον παρακείμενο χώρο και απογειώνει το κλαμπ σε μια ακόμη βραδιά υψηλών ντεσιμπέλ.

Είναι ένα σχέδιο απογείωσης και το ίδιο ταξίδι γίνεται σε περισσότερα από 200 μέρη της πόλης και σε εκατοντάδες άλλα στα προάστια κάθε Σαββατοκύριακο.

Με το άνοιγμα του σούπερ κομψού Regine’s στην Park Avenue και την αναδιαμόρφωση αρκετών παλαιότερων χώρων, υπάρχουν τώρα διπλάσιες ντισκοτέκ στην περιοχή από όσες το 1974.

Απευθύνονται σε χορευτές όλων των ηλικιών, οι οποίοι εξερευνούν την ιλιγγιώδη ποικιλία των απογόνων του Hustle και ανακαλύπτουν εκ νέου την απόλαυση αυτού του χορού που κάποτε χορευόταν μάγουλο με μάγουλο.

Το φαινόμενο δεν ικανοποιεί μόνο έναν αυξανόμενο αριθμό θαμώνων, αλλά σαφώς και ανθρώπους του χώρου, όπως ο κ. Pampinella, ένας άνθρωπος που δεν σταματάει ποτέ να κρατάει ρυθμό.

«Έχετε συνέχεια αυτή την έξαψη;» τον ρώτησε τις προάλλες ένας επισκέπτης.

«Έξαψη; Φίλε, αυτή τη στιγμή είμαι ήρεμος», είπε δίνοντας τη σύντομη απάντηση βρισκόμενος στο σύνηθες πόστο του.

Ο κ. Pampinella, ένας 24χρονος που είναι ο disk jockey στο Hippopotamus για περισσότερα από δύο χρόνια, δεν είναι ο μόνος που έχει αυτό το ρυθμό μέσα του.

Φωτορρυθμικά, καθρέφτες και disco dancing

Η Regine άνοιξε μια λαμπερή προσθήκη στην ευρωπαϊκή και νοτιοαμερικανική αυτοκρατορία της στις 10 Μαΐου στο χώρο του εστιατορίου Delmonico’s στην Park Avenue και την 59η οδό.

Ο John Juliano, ιδιοκτήτης δύο μαγαζιών στην East Side, μετατρέπει το παλιό Copacabana σε ντίσκο. Και οι σχολές χορού προσπαθούν να ανταπεξέλθουν με 8 έως 10 φορές περισσότερους υποψήφιους από όσους πριν από ένα χρόνο.

Στο Κουίνς, ο Ronnie Voiz ανανέωσε το νυχτερινό του κέντρο Monastery, στο 40-15 Queens Boulevard, το μετονόμασε σε Butterfield One, καθιέρωσε μια πολιτική να διώχνει άνδρες κάτω των 25 ετών και γυναίκες κάτω των 22 ετών, απαίτησε πιο επίσημο ντύσιμο, επέβαλε χρέωση 5 δολαρίων το Σαββατοκύριακο και τώρα γεμίζει την αίθουσά του με περισσότερους από 600 ανθρώπους στις καλές βραδιές.

Στο Μπρούκλιν ο Charles Rusinak έκλεισε το Club 802, στο 802 64th Street, έπειτα από 27 χρόνια λειτουργίας, άλλαξε τη διακόσμηση, χρέωσε είσοδο που κυμαίνεται από 3 έως 5 δολάρια, εγκατέστησε ηχοσύστημα, άνοιξε ξανά ως 2001 Odyssey και τώρα απολαμβάνει πλήθος κόσμου που φτάνει τα 750 άτομα.

Αυτό που κάποτε ήταν μια αίθουσα χορού για Ιρλανδούς και Γερμανούς μετανάστες τα Σαββατοκύριακα, στον δεύτερο όροφο του παλιού Jaeger House εκεί που η Λεωφόρος Lexington συναντά την 85η οδό, έχει γίνει τώρα μια τεράστια «διαστημική» ντισκοτέκ που ονομάζεται Stargate Ballroom. Η αίθουσα μπορεί να φιλοξενήσει 1.200 άτομα και η είσοδος είναι 6 δολάρια.

Το Lower Manhattan πάλλεται τη νύχτα με κλαμπ μεγέθους αποθήκης, μετά το τέλος του ωραρίου, όπως το Infinity, το Loft, το Flamingo και το 12 West, τα οποία είναι δημοφιλή στους ομοφυλόφιλους.

Σε όλα γίνονται δεκτά μόνο μέλη, οι καλεσμένοι τους και κάποιοι «αποδεκτοί» επισκέπτες του κέντρου. Διαθέτουν φωτισμό που αποπροσανατολίζει τις αισθήσεις και η μουσική παίζει δυνατά ώστε να μουδιάζουν οι αισθήσεις και να παραδίνονται στον ρυθμό.

Τα ξενοδοχεία στο Μανχάταν έχουν προσαρμοστεί, αν και οι ντισκοτέκ τους τείνουν να είναι πιο σπιτικές.

Ακόμη και το Rainbow Room, στην κορυφή του κτιρίου RCA στο Rockefeller Center, το οποίο εγκατέλειψε τον χορό στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχει τώρα τον Cy Oliver και την μπάντα του να παίζουν τραγούδια των δεκαετιών του 1930 και του 40.

Οι ντισκοτέκ φαίνεται να είναι στο μυαλό σχεδόν όλων, εκτός από τους ανθρώπους του Χρυσού Οδηγού, οι οποίοι εξακολουθούν να τις καταχωρούν αναφέροντάς τις ως «Cocktail Lounges, Εστιατόρια. Ταβέρνες, αίθουσες χορού».

Οι άνθρωποι του χώρου ευχαριστούν το Hustle. Το βήμα, το οποίο έφερε και πάλι κοντά τους, για πρώτη φορά έπειτα από χρόνια, έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον και για άλλους χορούς, μερικοί από τους οποίους είναι τόσο εξωτικοί για τις νεότερες γενιές, όπως το βαλς, το fox trot, η ρούμπα και το cha-cha-cha.

Τα παιδιά του Hustle

Το ίδιο το Hustle γέννησε το Latin Hustle, το New York Hustle και το California Hustle, επίσης γνωστό ως L.A. Hustle, the Line, the Walk, the Chicago Bus Stop και the Roach.

Στον namehappy κόσμο των δημοφιλών χορών αυτά αντικαθιστούν βήματα πιο πρόσφατης επινόησης, όπως το Frug, το Watusi, το Swim, το Jerk, το Monkey, το Hitch-hiker, το Surf, το Shake, το HuIly Gully, το Millie, το Madison, το Bostella, το Lindy, το U.T. και το Shag.

Οι παραλλαγές του Hustle ξεφυτρώνουν τόσο γρήγορα που οι δάσκαλοι χορού έχουν μεγάλο πρόβλημα να συμβαδίσουν.

Η Cathy Crawford, γενική διευθύντρια των Dale Dance Studios, δήλωσε ότι έχει τακτικά δασκάλους σε όλη την πόλη και τα προάστια που παρακολουθούν τα διάφορα είδη που εμφανίζονται στο προσκήνιο.

Στην έξαψη του λάτιν

Οι σχολές χορού έχουν επίσης εγκαταλείψει τις παλιές απαιτήσεις του συμβολαίου, γνωστές σε όποιον άκουγε ραδιοφωνικές διαφημίσεις τη δεκαετία του 1950 και του 1960.

Με κάποιο τρόπο η δημοτικότητα τις κατέστησε παρωχημένες και αφετέρου, όπως δήλωσε η κυρία Crawford: «Αυτά τα παιδιά απλώς ζουν μαζί τώρα – δεν παντρεύονται. Τι ξέρουν από συμβόλαια;».

Μεγάλο μέρος της μουσικής που οι Νεοϋορκέζοι ακούν τα βράδια του Σαββατοκύριακου είναι καρυκευμένο με σάλσα, την ισπανική λέξη για τη σάλτσα, η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον νεοϋορκέζικο λάτιν ήχο αφροκουβανικής καταγωγής.

Κορυφαίο ανάμεσα στα λάτιν μέρη του Μανχάταν είναι το Corso στην 205 East 86th Street. Αλλά και άλλα μέρη, όπως το Bar ney Googles στην 225 East 86th Street και το Le Cocu, 152 East 55th Street, τα οποία ανταποκρίνονται στη ζήτηση που υπάρχει για αυτά τα είδη χορού, προγραμματίζοντας αποκλειστικά latin βραδιές.

Ακόμη και οι επαγγελματίες χορευτές βρίσκουν διέξοδο χορεύοντας ντίσκο.

Ο Anthony Blum, βασικός χορευτής του Μπαλέτου της Νέας Υόρκης, πηγαίνει στο 12 West, στο Flamingo και στο Loft.

«Μπορώ να χαλαρώσω λίγο», είπε και συμπλήρωσε: «Είναι τελείως διαφορετικό από αυτό που κάνω στη σκηνή. Μπορείς να εκφράσεις τον εαυτό σου, αντί να κάνεις τη δουλειά κάποιου άλλου».

Η Josephine Premice, πρωταγωνίστρια του «Bubbling Brown Sugar», δήλωσε ότι πηγαίνει συχνά στον Hippopotamus («ο χορός είναι μια τέτοια ανακούφιση»), ενώ ο Lonnie McNeil, χορευτής της παράστασης, είναι μέλος του Loft.

«Μετά την παράσταση, υπάρχει πολλή ενέργεια», δήλωσε ο κ. Mc Neil και εξήγησε: «Βγαίνεις έξω και ουρλιάζεις και νιώθεις καλύτερα το πρωί».

Το Hippopatamus, με ελάχιστο εισιτήριο 12 δολάρια και χρέωση ποτού 4,90 δολάρια (είναι αναρτημένο με έντονα γράμματα πάνω από το μπαρ για να μειωθεί η πιθανότητα έκπληξης), είναι ένα από τα πιο ακριβά spots χορού.

Ιδιοκτήτης είναι ο Olivier Coquelin, ένας άψογος Ευρωπαίος με γαλλική προφορά που ακούγεται πολύ καλό για να είναι αληθινό, αλλά ο χώρος είναι ένας συνδυασμός εστιατορίου-ντισκοτέκ με στόχο να δημιουργήσει την επιφατική εικόνα ενός κλαμπ Βρετανών αξιωματικών σε κάποια γωνιά της αυτοκρατορίας.

Ερωτηθείς για τη σύνθεση της πελατείας του Hippopotamus, ο Antoine Mardirosian είπε: «Αποτελείται από συντηρητικούς επιχειρηματίες μέχρι επιθετικούς νεαρούς, από Βραζιλιάνους playboy μέχρι βαριεστημένους Μιλανέζους».

Όταν το Tuxedo γίνεται ο χώρος που… ανήκεις

Οι βαριεστημένοι και οι παιχνιδιάρηδες είναι πιο πιθανό να εμφανιστούν στο Wednesday’s, την περίτεχνη ντισκοτέκ του δρόμου, που δημιουργήθηκε από την παλιά αίθουσα χορού Tuxedo στο υπόγειο της 210 East 86th Street.

Το μαγαζί προσελκύει ένα μεγάλο μέρος των πελατών του από το Μπρούκλιν και το Κουίνς, στους οποίους, σύμφωνα με τον Joseph Smith, τον maitre d’hôtel, αρέσει το μείγμα που παράγει μια ντίσκο του Μανχάταν.

Το όνομα Tuxedo Ballroom αναβίωσε στην γωνία της 3ης Λεωφόρου με τη 17η Οδό, σε μια ντισκοτέκ που άνοιξε τον Απρίλιο με αποκλειστικό μότο: «Ξέρεις αν ανήκεις… όπου το επίσημο iS normal».

Η αρχική ιδέα ωστόσο εγκαταλείφθηκε γρήγορα όταν κάποιοι άρχισαν να εμφανίζονται με μαύρη γραβάτα. «Μας πήγε λίγο πιο πέρα από αυτό που είχαμε σκεφθεί», δήλωσε ο Michael Byrne, ο διευθυντής.

Το πιο φιλόδοξο νέο κόνσεπτ είναι αυτό που ανέλαβε η Regine. Με τον Παριζιάνο διακοσμητή Alberto Pinto, τον Νεοϋορκέζο αρχιτέκτονα Justin Henshell και επένδυση περισσότερων από 200.000 δολάρια, δημιούργησε στην Park Avenue το είδος του διεθνούς νυχτερινού κέντρου που βλέπεις στις ταινίες, αλλά ποτέ στη ζωή σου.

Οι λιμουζίνες αράζουν έξω από τη σκεπαστή είσοδο, όπως τα γιοτ σε αποκλειστικά αγκυροβόλια. Η είσοδος κοστίζει 10 δολάρια το άτομο και από 3 έως 5 δολάρια για τα ποτά.

Το κυρίαρχο χρώμα στο εσωτερικό είναι το σήμα κατατεθέν της Regine, οι μελιτζανί τοίχοι με τη μαρμαρένια υφή και ο χώρος που μοιάζει σαν μια γκαλερί από καθρέφτες που έχουν γωνιαστεί έντεχνα ώστε να αντανακλούν τον υποτονικό φωτισμό, αλλά όχι τους καλεσμένους, υποτονικούς ή μη.

Χορός για όλες τις ηλικίες

Οι καλεσμένοι αναμένεται να κοιτάζουν απευθείας ο ένας τον άλλον, σύμφωνα με την οργάνωση του χώρου που σχεδίασε ο κ. Henshell.

Η ιδέα, όπως είπε, «ήταν να δημιουργήσουμε ένα χώρο μέσα στον οποίο οι γυναίκες να φαίνονται πιο όμορφες και οι άνδρες πιο γοητευτικοί και αρρενωποί».

Μια σκάλα οδηγεί στο χώρο της ντίσκο που βρίσκεται μπροστά από το εστιατόριο, και εκεί κυριολεκτικά οι πόζες και οι χορευτικές φιγούρες παίρνουν και δίνουν. Και στο «παιχνίδι» δεν συμμετέχουν μόνο οι γυναίκες.

Τα ηχεία είναι στραμμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να παράγουν ήχο σε ανεκτά επίπεδα για εκείνους που κάθονται περιμετρικά της πίστας, ενώ για αυτούς που χορεύουν στην πίστα ο ήχος είναι αισθητά ανεβασμένος διαπερνώντας το μυαλό και δίνοντας εντολή στο σώμα να κινηθεί στο ρυθμό της.

Μια πρόσφατη τάση ηχογράφησης παλιών αγαπημένων τραγουδιών («Baby Face», »I’ll See You in My Dreams») σε ένα νέο αισιόδοξο ιδίωμα έχει βοηθήσει τις ντίσκο να ξεπεράσουν το χάσμα των γενεών και να προσελκύσουν ακόμη και χορευτές προχωρημένης ηλικίας.

Ο Chris McFadden, ο disk jockey στο Tuxedo Ballroom, είπε ότι ένας από τους θαμώνες του μαγαζιού ήταν ένας 70χρονος άνδρας. Αναφέρθηκε επίσης στη δική του προσπάθεια να καλύψει την απόσταση και να μυήσει τη μητέρα του στην ντίσκο.

«Πρότεινα στη μητέρα μου να έρθει εδώ τη Γιορτή της Μητέρας», είπε. «Είναι 58 ετών και δεν είχε μπει ποτέ στη ζωή της σε μπαρ. Δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο της άρεσε η μουσική».

«Φυσικά», εξομολογήθηκε η κυρία McFadden, «ξετρελάθηκα να ακούω το “Autumn Leaves” και άλλα ανάλογα τραγούδια για περίπου δύο ώρες».