Αν κάτσεις να σκεφτείς τις πιο σπουδαίες στιγμές του ελληνικού μπάσκετ, θα παιδευτείς αρκετά. Η Εθνική έχει τόσες πολλές… Ήταν σίγουρα το χρυσό στο Ευρωμπάσκετ του ’87, που έκανε το μπάσκετ το «εθνικό μας άθλημα», την Εθνική Μπάσκετ την «επίσημη αγαπημένη», που έστειλε χιλιάδες παιδιά να γραφτούν σε ομάδες μπάσκετ (και εμένα επίσης…), που μας τρέλανε, μας πώρωσε, μας έκανε να πιστεύουμε ότι το αδύνατον μπορεί να γίνει δυνατόν, πολύ πριν γίνει διαφημιστικό σλόγκαν γνωστής εταιρείας αθλητικών ειδών.

Η Εθνική πήρε το ασημένιο το ’89, διότι αποδείξαμε ότι δεν ήμασταν «πυροτέχνημα», αλλά μια δύναμη υπολογίσιμη στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Η Εθνική πήρε το χρυσό το 2005, όχι τόσο για τον τελικό, όπου ο σπουδαίος Νοβίτσκι δεν μπορούσε να μας κερδίσει μόνος του, αλλά για το «βάλτο αγόρι μου» του ημιτελικού και τα συναισθήματα που μας πλημμύρισαν μετά από εκείνο το buzzer – beater.

Εθνική. 1 Σεπτεμβρίου 2006. Οι πανηγυρισμοί με το τέλος του ματς.

Εθνική υπερηφάνεια

Η Εθνική έχει πολλές σπουδαίες στιγμές, Αλλά σαν εκείνη, της 1η Σεπτεμβρίου του 2006, δεν υπάρχει άλλη. Κι ας μην κέρδισε η Εθνική το χρυσό μετάλλιο τελικά στο Μουντομπάσκετ της Ιαπωνίας. Κι ας κατεβήκαμε μεθυσμένοι από χαρά για τη νίκη στον ημιτελικό με τις ΗΠΑ, νομίζοντας ότι θα κάνουμε «παρέλαση» στον τελικό κόντρα στους Ισπανούς, που έπαιζαν χωρίς τον Πάου Γκασόλ, για να χάσουμε τελικά «μαρς». Δεν πειράζει όμως. Διότι στο μυαλό μας, στην καρδιά μας, στη σκέψη μας, υπάρχει πάντα εκείνη η μέρα στη Σαϊτάμα.

Από τότε που οι ΗΠΑ έβαλαν NBAers στη μηχανή τους, απλά δεν έχαναν. Σε επίσημα, σε φιλικά προετοιμασίας, σε Ολυμπιακούς Αγώνες, σε Μουντομπάσκετ, δεν έχαναν. Το 2006, κατέβασαν το «αφάν γκατέ» της εποχής – καμία σχέση με το φετινό ρόστερ, που δεν υπάρχει ούτε ένας σούπερ – σταρ: τότε ήταν στα ντουζένια τους ο Λεμπρόν και ο Καρμέλο Άντονι. Ο Ουέιντ και ο Χάουαρντ και ο Μπος. Κυρίως, είχε στον πάγκο τον κόουτς Σιζέφσκι, έναν άνθρωπο που αντιμετώπιζε την Εθνική ΗΠΑ με θρησκευτική ευλάβεια, που δεν υποτιμούσε κανέναν αντίπαλο, που «γείωνε» τους παίκτες του όταν άρχιζαν τις χαζομάρες και τις ποζεριές, που προσπαθούσε να τους «μάθει» τις διαφορές του ΝΒΑ με αυτό της FIBA.

Ο Εθνικός Οδοστρωτήρας

Δεν ήταν «Dream Team» η «Team USA» του 2006, καμία άλλωστε δεν έφτανε την αίγλη της πρώτης και αυθεντικής εκείνης ομάδας του 1992, αλλά ήταν μια εντυπωσιακή ομάδα, πραγματικός οδοστρωτήρας απέναντι σε όποιον έβρισκε στο διάβα της. Κι από την άλλη η Εθνική του Παναγιώτη Γιαννάκη, μια πραγματικά καλή ομάδα, δεμένη, σοβαρή, με παίκτες – πρωταγωνιστές σε Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό, σε ιδανικές ηλικίες, καλοδουλεμένη, όπου έμπαιναν και έβγαιναν παίκτες στην πεντάδα και δεν αλλοιωνόταν ούτε στο ελάχιστο το παιχνίδι της.

Εθνική Ελλάδας, όταν νίκησε τις ΗΠΑ.

Η Εθνική μας έφτασε στην τετράδα περνώντας από Κατάρ, Λιθουανία, Αυστραλία, Βραζιλία και Τουρκία, στους «16» πέταξε εκτός την Κίνα και στους «8» ξεμπέρδεψε με τη Γαλλία. Στους «4» έφτασε με μια σημαντική απώλεια: στο ματς με τη Βραζιλία, ο μοχθηρός Βαρεζάο είχε τσακίσει το ζυγωματικό του Νίκου Ζήση, με μια φονική αγκωνιά, που προκάλεσε τριπλό κάταγμα στον παίκτη μας.

Αλλά με Ζήση ή χωρίς Ζήση, αυτό που νιώθαμε όλοι, ήταν πως η Ελλάδα είχε φτάσει στο τέλος της διαδρομής: πώς να «σκοτώσεις το θηρίο»;  Αυτό που νιώθαμε όλοι εμείς, ευτυχώς δεν το συμμερίστηκε ο Παναγιώτης Γιαννάκης και οι παίκτες του βέβαια. Για τους οποίους το εμπόδιο ήταν υψηλό αλλά όχι απροσπέλαστο. Αρκεί να κάναμε το «τέλειο παιχνίδι». Και τελικά, κάναμε ακριβώς αυτό: το Τέλειο Παιχνίδι.

Βασίλης Σπανούλης, Μιχάλης Κακιούζης, Σοφοκλής Σχορτσανίτης, Δημήτρης Διαμαντίδης, Αντώνης Φώτσης, Λάζαρος Παπαδόπουλος, Δήμος Ντικούδης, Θοδωρής Παπαλουκάς, Κώστας Τσαρτσαρής, Νίκος Χατζηβρέττας, Παναγιώτης Βασιλόπουλος. Αυτοί ήταν οι 11 διαθέσιμοι παίκτες σε εκείνον τον αγώνα. Όπου ο Σπανούλης έβαλε 22 πόντους, ο Κακιούζης 15 και ο «Σόφο» 14, κερδίζοντας το προσωνύμιο «Baby Shaq». 12 ο Διαμαντίδης, 9 ο Φώτσης, από 8 Παπαλουκάς, Φώτσης, Λάζαρος Παπαδόπουλος. Τους κερδίσαμε, παίζοντας το παιχνίδι τους.

Εθνική, ο θρίαμβος της Σαϊτάμα.

Η απόγνωση του Σιζέφσκι

Τους κερδίσαμε, στον δικό τους ρυθμό κι όχι στον δικό μας. Τους τρελάναμε στο πικ-εν-ρολ. Τρέξαμε στον αιφνιδιασμό σε κάθε ευκαιρία. Χτυπήσαμε κάθε τους αδυναμία. Παίξαμε με το μυαλό τους και τους το «χαλάσαμε», τους κάναμε να νιώσουν «θνητοί», τους φέραμε μπροστά στο φάσμα της «καταστροφής».

Ο Μάικ Σιζέφσκι, θα δηλώσει μετά από χρόνια: «Ήταν η πρώτη φορά που υπέφερα τόσο πολύ μετά απ’ αυτή την ήττα. Μόλις έληξε το παιχνίδι και είδα το ταμπλό να γράφει 101-95, κοίταξα τον Τζέρι Κολάντζελο (πρόεδρος ομοσπονδίας) και δεν ήξερα τι να κάνω. Τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα και στα αποδυτήρια. Χάσαμε από την Ελλάδα γιατί η ομάδα μας δεν έπαιξε ποτέ έναν τόσο δυνατό αγώνα. Στα προηγούμενα παιχνίδια μας εκείνο το καλοκαίρι κανένα δεν ήταν ισάξιο σε πάθος και ταχύτητα όσο αυτό με την Ελλάδα».

Ελλάδα 101, ΗΠΑ 95. Το σκέφτεσαι τόσα χρόνια μετά, 17 ολόκληρα χρόνια μετά κι ακόμα σχεδόν δεν το πιστεύεις. Βλέπεις τα πλάνα κι ακόμα ανατριχιάζεις. Βλέπεις ξανά εκείνον τον αγώνα και πανηγυρίζεις τα καλάθια, τις άμυνες, τις κερδισμένες μάχες στις δυο ρακέτες. Θυμάσαι τι ήταν η Ελλάδα τότε στα γήπεδα του μπάσκετ κι ας μην είχε Γιάννη και NBAers και «νατουραλιζέ» και παίκτες με τα σημερινά συμβόλαια και αναστενάζεις. Διότι εκείνη η ομάδα, ήταν ο ορισμός της ΟΜΑΔΑΣ και της μπασκετικής παρέες – και ως γνωστόν, την Ιστορία τη γράφουν οι παρέες.

Φωτογραφίες: Action Image/Eurokinissi