«Ζήσε γρήγορα, πέθανε νέος». Σλόγκαν για τους πιο «ροκ» τύπους που περπάτησαν σε αυτόν τον πλανήτη, ρούφηξαν τον ίδιο αέρα με μας, ρούφηξαν μαζί τη ζωή αλλά πιο γρήγορα από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Ηθοποιοί, τραγουδιστές, καλλιτέχνες κάθε είδους, απευθύνθηκαν στους «κοινούς θνητούς» με έναν τρόπο μοναδικό, αλλά αποδείχθηκαν πιο θνητοί, πιο ευάλωτοι, πιο «βιαστικοί» να φύγουν από τον μέσο όρο. Μας άφησαν πράγματα πίσω για να τους θυμόμαστε, αλλά μας λείπουν. Σημάδεψαν γενιές ολόκληρες αλλά πάντα θα νιώθουμε ότι είχαν πολλά πράγματα ακόμα να δώσουν.


Ο Κερτ Κομπέιν, είναι μια τέτοια περίπτωση. Έζησε γρήγορα, πρόλαβε να κάνει πολλά πράγματα, έγραψε μουσικές, πάντρεψε διαφορετικά είδη, «πυροβόλησε» στίχους, έγινε η φωνή μιας ολόκληρης μπερδεμένης γενιάς, βούτηξε με τα μούτρα στην ηρωίνη, κυλίστηκε σε κάθε βούρκο κάθε αμαρτίας με την Κόρτνεϊ Λοβ, έκανε μαζί της μια κόρη, άφησε τραγούδια – ύμνους που οι φανς του «ψέλνουν» ακόμα και σήμερα κοπανώντας το κεφάλι τους και «έφυγε» με μια σύριγγα στο μπράτσο και μια σφαίρα στον κρόταφο. Κινηματογραφικός τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις, αλλά μεταξύ μας, όχι και πολύ ωραίος…


Όπως μπορούμε να καταλάβουμε από τις μουσικές του και την οργή που κουβαλούσαν οι νότες του, δεν ήταν και πολύ χαρούμενος ως παιδί. O Κερτ Ντόναλντ Κομπέιν, που γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1967 στο Αμπερντίν της πολιτείας Ουάσιγκτον, είδε τους γονείς του να χωρίζουν όταν ήταν 7 ετών. Άλλα παιδιά προσαρμόζονται ή το ξεπερνάνε ή απλά περνάνε μια περίοδο δύσκολη και συνεχίζουν την παιδικότητητά τους – όχι εκείνος. Σε μια συνέντευξη το 1993, ο Κομπέιν είπε «Θυμάμαι να νιώθω ντροπή για κάποιο λόγο. Ντρεπόμουν για τους γονείς μου. Δεν μπορούσα πια να αντικρίσω κάποιους φίλους μου από το σχολείο, γιατί ήθελα να έχω την κλασική, ξέρετε, συνηθισμένη οικογένεια. Ήθελα αυτή την ασφάλεια».

Το πήρε βαριά, κλείστηκε στον εαυτό του, έπαψε να είναι ένα χαρούμενο και ζωηρό παιδί και η μόνη πόρτα που βρήκε μισάνοιχτη μπροστά του, ήταν αυτή της μουσικής. Την πρωτο-διάβηκε στην ηλικία των 14 ετών, όταν ο θείος του, του χάρισε μια ηλεκτρική κιθάρα. Για την ακρίβεια, του έδωσε τη δυνατότητα να επιλέξει είτε αυτήν, είτε ένα ποδήλατο – ευτυχώς για εκείνον και για όλους μας, ο Κερτ διάλεξε το κουτί νούμερο 1. Στο σπίτι του, άρχισαν να αντηχούν ακόρντα των AC/DC και των Cars. Η απόφαση, έγινε οριστική: αντίο σχολείο, καλωσήρθες μουσική.


Αντάμωσε με τα υπόλοιπα μέλη των Nirvana και αποφάσισαν να βγάλουν την τσαντίλα τους, τους προβληματισμούς τους και τον θυμό τους πρώτα στην παρτιτούρα και μετά στις κιθάρες και τα ντραμς. Η μουσική τους ονομάστηκε grunge – λίγο πανκ, λίγο χέβι – μέταλ, πολύ από κάτι καινούργιο, φρέσκο, επαναστατικό. Τα πιτσιρίκια παραληρούν. Η «Generation X» βρίσκει το soundtrack της γενιάς της, το 1991 οι πωλήσεις του άλμπουμ «Nevermind», που περιείχε τον ύμνο του συγκροτήματος «Smells like Teen Spirit», ξεπερνούν τα 14 εκατομμύρια αντίτυπα.

Κόρτνεϊ Λοβ: η αδελφή ψυχή του ή η καταστροφή του;


Εκείνη τον είδε για πρώτη φορά να τραγουδάει σε ένα σόου το 1989 στο Πόρτλαντ του Όρεγκον. Μίλησαν για λίγα λεπτά μετά το σόου. Για εκείνον, ήταν απλά μια ακόμα θαυμάστρια, που ήθελε να πέσει στο κρεβάτι με έναν μουσικό. Περίπου δυο χρόνια μετά, ξανασυναντιούνται σε μια συναυλία στο Λος Άντζελες. Αυτή τη φορά η Λοβ δεν θα τον αφήσει τόσο εύκολα: περνούν χρόνο μαζί, βρίσκουν ότι έχουν πολλά κοινά, κάνουν σεξ, ερωτεύονται, αποφασίζουν ότι θέλουν να είναι μαζί. Ένα από τα κοινά τους, η αδυναμία τους στην ηρωίνη. Ο Κομπέιν είχε πρωτοδοκιμάσει μαριχουάνα στα 13 του και πρωτοσυστήθηκε στα 19 του με την ηρωίνη. Δεν ήταν μόνο η διαλυμένη οικογένεια, το πινγκ – πονγκ ανάμεσα στον πατέρα και τη μητέρα και η απόρριψη που ένιωθε, αλλά και η χρόνια βρογχίτιδα που τον ταλαιπωρούσε και μια στομαχική ασθένεια που του προκαλούσε έντονους πόνους που του έβαλαν τη σύριγγα στο χέρι – ή τουλάχιστον αυτό το άλλοθι «πούλησε» στον εαυτό του. «Ξεκίνησα να κάνω χρήση συνεχόμενες μέρες και δεν ένιωθα κανένα πόνο στο στομάχι μου», είχε πει ο ίδιος.

Έκανε την πρώτη του προσπάθεια να αποτοξινωθεί στις αρχές του 1992, λίγο αφότου έμαθε πως αυτός και η Λοβ θα γίνονταν γονείς. Λίγες μέρες μετά το τέλος της περιοδείας των Nirvana στις δυτικές ΗΠΑ, στις 24 Φεβρουαρίου 1992, παντρεύτηκαν στο Γουαϊκίκι Μπιτς στη Χαβάη. Στις 18 Αυγούστου, γεννήθηκε η κόρη τους, Φράνσις Μπιν. Σε ένα άρθρο του Vanity Fair, το 1992, η Λαβ παραδέχτηκε πως έπαιρνε ηρωίνη όταν ήταν έγκυος. Αργότερα υποστήριξε πως το Vanity Fair είχε διαστρεβλώσει τα λόγια της καθώς σταμάτησε τα ναρκωτικά με το που κατάλαβε πως ήταν έγκυος. Η Πρόνοια πήγε τους Κομπέιν στο δικαστήριο κι εκεί τους αφαιρέθηκε η επιμέλεια της κόρης τους και δόθηκε στην αδερφή της Κόρτνεϊ, την Τζέιμι. Τελικά, λίγο καιρό μετά, το ζευγάρι κέρδισε ξανά την επιμέλεια.

Μπαίνοντας στο «κλαμπ των 27άρηδων»


Η επιτυχία, δεν έφερε μαζί την ευτυχία. Ούτε η σχέση του με την Κόρτνεϊ, ούτε η γέννηση της κόρης τους. Η βελόνα συνέχιζε να είναι καρφωμένη στο μπράτσο του, η οργή μεγάλωνε αντί να καταλαγιάζει, οι τσακωμοί του ζευγαριού ήταν μνημειώδεις.

Τα πρώτα μηνύματα για ένα τέλος που ερχόταν με μαθηματική ακρίβεια, στάλθηκαν μέσα από το άλμπουμ τους «In Utero» και ήταν ξεκάθαρα: «I hate myself and I want to die». Πριν από μία συναυλία στη Νέα Υόρκη, τον Ιούλιο του 1993, ο Κομπέιν πήρε υπερβολική δόση ηρωίνης. Αντί να καλέσει ασθενοφόρο, η Λαβ έκανε στον Κομπέιν μια ένεση Narcan, που είχε αποκτήσει παράνομα, για να τον συνεφέρει.

Η πρώτη του προσπάθεια να αποδημήσει εις Κύριον, δεν στέφθηκε με επιτυχία: τον Μάρτιο του 1994, πέφτει σε κώμα από overdose αλλά τη σκαπουλάρει. Αλλά περίπου έναν μήνα αργότερα, βάζει στο κεφάλι του ένα Remington και μας αποχαιρετά με ένα μεγαλοπρεπές «fuck you very much and goodbye».

Λίγο πριν, είχε αφήσει ένα σημείωμα που έγραφε: «Δεν έχω νιώσει τη διέγερση που μου προκαλούσε το να ακούω και να δημιουργώ μουσική, μαζί με το πραγματικό γράψιμο, εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Δεν έχει πλάκα για μένα, πια. Δεν μπορώ να ζήσω αυτή τη ζωή».

Στις 5 Απριλίου του 1994, στα 27 του χρόνια, μπαίνει στο μακάβριο «Κλαμπ των 27άρηδων», μαζί με όλους αυτούς τους σπουδαίους που έφυγαν ακριβώς σε αυτή την ηλικία: Τζίμι Χέντριξ, Έιμι Γουάινχαους, Τζάνις Τζόπλιν, Τζιμ Μόρισον…

Ναι μεν, αλλά…


«Κι αν δεν πέθανε τελικά»; Φυσικά και υπάρχουν αυτοί που πιστεύουν ότι σκηνοθέτησε το θάνατό του, για να δραπετεύσει διακριτικά από έναν κόσμο που πια δεν τον εξέφραζε και μια διασημότητα που τον έπνιγε. Τα ίδια έχουν ειπωθεί κατά καιρούς για τον Έλβις, τον Τζιμ Μόρισον, τον Μάικλ Τζάκσον, τη Μέριλιν, τον Χίτλερ… Και κάποιοι τον έχουν «δει» σε κάποιο νησί ή σε ένα βενζινάδικο ή σε μια ερημική τοποθεσία και ορκίζονται πως είναι ζωντανός.


«Κι αν δεν αυτοκτόνησε τελικά»; Δημοσιογράφος της «New York Times» υποστηρίζει ότι πρόκειται για ανθρωποκτονία και όχι για αυτοχειρία. Ο Ίαν Χαλπερίν υποστηρίζει ότι στο αίμα του βρέθηκε τεράστια ποσότητα ηρωίνης, τριπλάσια από τη δόση που θα σκότωνε ακόμη και τον πιο βαριά εξαρτημένο από την ηρωίνη άνθρωπο στον κόσμο, άρα θα ήταν αδύνατον να αυτοπυροβοληθεί στο κεφάλι. Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με τον Χαλπερίν, στο πιστόλι δεν βρέθηκαν τα δαχτυλικά αποτυπώματά του. «Οι νεκροί δεν σκουπίζουν τα δαχτυλικά αποτυπώματά τους από τα πιστόλια», είπε με νόημα ο ερευνητής – συγγραφέας και συμπλήρωσε: «Ο Κερτ είχε κόψει τα ναρκωτικά, είχε επιστρέψει από ένα κέντρο απεξάρτησης και ήθελε να αρχίσει μια νέα ζωή. Κάποιος τον πυροβόλησε, το πιο πιθανό δύο άτομα». Κι αν τελικά δεν αυτοκτόνησε αλλά δολοφονήθηκε, ποιος τον σκότωσε; Αρκετοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι η «εύθυμη χήρα» βρίσκεται πίσω από τον θάνατό του, αφού η σχέση τους, θύμιζε πάντα εκρηκτικό μηχανισμό. Τι σημασία έχει τελικά; Ο Κερτ Κομπέιν δεν μένει πια εδώ…