Νικητής της εκλογικής αναμέτρησης για την προεδρεία της Τουρκίας, αναδεικνύεται ο Ταγίπ Ερντογάν. Την παράταση της θητείας του επί σειρά ετών Τούρκου προέδρου, αποφάσισαν οι εκατομμύρια ψηφοφόροι που προσήλθαν στις κλάπες στις εκλογές στην Τουρκία.

Ο Τούρκος πρόεδρος στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών εξασφαλίζει, το 52,14% των ψήφων και ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου το 47,86%. Στους δρόμους συρρέουν οι οπαδοί του Ταγίπ Ερντογάν, στο άκουσμα της νίκης του.

Μικρότερη η συμμετοχή στις κάλπες

Όσον αφορά την συμμετοχή, η συμμετοχή φαίνεται πως ήταν λίγο πιο χαμηλη αυτή τη φορά σε σχέση με τον πρώτο γύρο. Συγκεκριμένα, τα πρώτα στοιχεία δείχνουν η συμμετοχή να έφτασε το 85% έναντι του 89% στις 14 Μαϊου. Η χαμηλότερη προσέλευση πιθανότατα να οφείλεται στην μικρότερη συμμετοχή των Κούρδων. 

Η εκλογική διαδικασία διεξήχθη χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και οι Τούρκοι ψηφοφόροι κλήθηκαν να αποφασίσουν  αν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα παραμείνει στην εξουσία μετά από 20 χρόνια. 

Η νικητήρια ομιλία Ερντογάν μετά την νίκη του – Ξέφρενοι πανηγυρισμοί των οπαδών του

Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εμφανίστηκε στην κορυφή ενός λεωφορείου και αφού τραγούδησε ευχαρίστησε τον λαό για τη νίκη που του έδωσε.

Στην ομιλία του δεν εμφανίστηκε ενωτικός, το άκρως αντίθετο, είχε δηλητηριώδη σχόλια για τους αντιπάλους του.

«Σήμερα πρώτα ο θεός είναι μια μεγάλη μέρα. Αγαπητοί μου φίλοι με σεβασμό ευχαρiστώ όλους τους πολίτες.O λαός με την πρότιμήση του μου έδωσε τη διοίκηση για πέντε ακόμη χρόνια. Ευχαριστώ κάθε τμήμα του έθνους μας.Η αγάπη αυτή δεν τελειώνει εδώ. Κοιτάξτε τον Κεμάλ, αυτή η πορεία δεν μένει μόνο για αύριο δεν θα ηττηθεί ποτέ. Εμείς ανήκουμε στην Τουρκία και η Τουρκία σε εμάς. Αν θέλετε να τους πούμε άλλη μια φορά μπάι μπάι κύριε Κεμάλ», είπε ενώ οι συγκεντρωμένοι από κάτω φώναζαν το σύνθημα «μπάι μπάι Κεμάλ».

Το μεγάλο στοίχημα του Ερντογάν με την οικονομία

Μία από τις μεγαλύτερες ανησυχίες των ψηφοφόρων είναι η κατάσταση της οικονομίας και οι ζημιές που προκλήθηκαν από τον μεγάλο σεισμό τον περασμένο Φεβρουάριο. Ακόμη και πριν από το μεγάλο σεισμό όμως, η Τουρκία πάλευε με τις αυξανόμενες τιμές και μια νομισματική κρίση. Τον περασμένο Οκτώβριο ο πληθωρισμός της άγγιξε το 85%.

Την εικόνα αυτή της τουρκικής οικονομίας καλείται να αναστρέψει ο Ερντογάν με τους Τούρκους πολίτες να του δείχνουν εμπιστοσύνη όπως φαίνεται και από το εκλογικό αποτέλεσμα.

Η επόμενη μέρα για την Τουρκία

Αδιαμφισβήτητα μία από τις πρώτες μεγάλες προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο Ερντογάν κατά τη διάρκεια της νέας του πενταετίας στην προεδρία της χώρας είναι η εξαιρετικά κακή κατάσταση της τουρκικής οικονομίας, με την τουρκική λίρα να έχει φτάσει στο ναδίρ και τον πληθωρισμό να καλπάζει. Στο πλαίσιο αυτό, αναμένεται να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο το αφήγημα που καλλιεργεί τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με το οποίο για την οικονομική κατάρρευση της Τουρκίας δεν ευθύνονται οι επιλογές της οικονομικής και νομισματικής του πολιτικής, αλλά οι εχθρικές δυνάμεις του εξωτερικού που επιθυμούν την ανατροπή του.

Οπως αναφέρει, μιλώντας στο «ΘΕΜΑ», ο καθηγητής Γεωστρατηγικής στη Σχολή Εθνικής Αμυνας (ΣΕΘΑ) Γιώργος Φίλης, ο νέος Τούρκος πρόεδρος αναμένεται να αντιμετωπίσει δύο υπαρξιακά για τη χώρα και τον ίδιο ζητήματα. «Η οικονομική κατάρρευση αναμένεται να επιταχυνθεί, αφού οι πρόσφατοι σεισμοί επέφεραν στην Τουρκία ένα κόστος κυμαινόμενο από 100 έως 200 δισ. δολάρια. Κανένας συνδυασμός κεφαλαίων χωρίς τη συμμετοχή Δυτικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων δεν θα επιφέρει ουσιαστική ανακούφιση.

Ο Ερντογάν θα πρέπει να επιλέξει μεταξύ της συνέχισης της πολιτικής χαμηλών επιτοκίων και αύξησης του ΑΕΠ, αλλά με πλήρη κατάρρευση της λίρας και καμία βοήθεια πό τη Δύση, ή της αύξησης των επιτοκίων, κατάρρευσης εταιρειών και νοικοκυριών, συρρίκνωσης του ΑΕΠ αλλά σταθεροποίησης της λίρας, μέσω της βοήθειας από τους Δυτικούς», υποστηρίζει ο κ. Φίλης προσθέτοντας ότι ο Ερντογάν θα πρέπει να κατευνάσει όλους εκείνους στο εσωτερικό και στη Δύση αναφορικά με τη νέα του θητεία. «Η κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία καθιστά αναγκαία για την Ουάσινγκτον την επιβεβαίωση ότι η Τουρκία δεν θα διολισθήσει στο ευρασιατικό στρατόπεδο.

Η οικονομική κατάρρευση της Τουρκίας σε συνδυασμό με την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης Δύσης – Ρωσίας θα αναγκάσει τον Ερντογάν είτε να αλλάξει πολιτική ακυρώνοντας όλη την ιδεολογική και (γεω)πολιτική του συγκρότηση, κάνοντας εχθρό τη Ρωσία, είτε να συνεχίσει στον δρόμο της οικονομικής κατάρρευσης και πρόσδεσης στη Ρωσία, κινδυνεύοντας να βιώσει από τις αντιπολιτευόμενες δυνάμεις ένα νέο 2016», καταλήγει ο καθηγητής Γεωστρατηγικής στη ΣΕΘΑ.

Ενα ακόμη ζήτημα που αναμένεται επίσης να ενσκήψει στην Τουρκία είναι και ο περιορισμός της δημοκρατίας, αλλά και η ετεροβαρής σχέση μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, δεδομένου ότι λόγω της συμπεριφοράς του Ερντογάν ως «σουλτάνου», αλλά και των δυνατοτήτων που του δίνει το προεδρικό σύστημα, η τουρκική Εθνοσυνέλευση θα καταστεί διακοσμητική, κι αυτό παρά το γεγονός ότι την πλειοψηφία την έχει το κυβερνών κόμμα.

Οπως επισημαίνει με δήλωσή του στο «ΘΕΜΑ» ο Ιωάννης Παπαφλωράτος, νομικός – διεθνολόγος και καθηγητής στρατιωτικών σχολών, «ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εάν ολοκληρώσει τη θητεία του το 2028, θα έχει παραμείνει στα ηνία της χώρας του επί 24 και πλέον έτη. Επομένως, θα γίνεται πλέον λόγος για “εποχή Ερντογάν”. Βεβαίως, ουδείς μπορεί να προδικάσει το τελικό αποτύπωμα που θα αφήσει στην Ιστορία, καθώς είναι αντιμέτωπος με μια σειρά σοβαρών προκλήσεων. Η πρώτη εξ αυτών συνίσταται στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και την ανοικοδόμηση των σεισμόπληκτων περιοχών.

Υπενθυμίζεται ότι δύο παρόμοια θέματα βοήθησαν στην ανάδειξή του στην πρωθυπουργία, τον Μάρτιο του 2003. Μια άλλη πρόκληση είναι οι σχέσεις του με τη Δύση, τόσο με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και με την Ευρωπαϊκή Ενωση, οι οποίες θα γίνονται όλο και πιο πολύπλοκες όσο συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία. Τέλος, έχει να διαχειριστεί τις εξελίξεις στον Καύκασο, στη Λιβύη και την Ανατ. Μεσόγειο, ενώ το αφήγημα της “Γαλάζιας Πατρίδας” θα δημιουργήσει αναπόφευκτα νέα ένταση με την Ελλάδα στο Αιγαίο».

Μία ακόμη σημαντική πρόκληση πάντως, την οποία αναμένεται πως θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο Ερντογάν, έχει να κάνει με τη διαχείριση των σχέσεών του με τη Ρωσία, σε συνάρτηση και με τις πιέσεις που ήδη αντιμετωπίζει από την πλευρά της Δύσης και ιδιαίτερα των Ηνωμένων Πολιτειών, προκειμένου να κόψει τον ομφάλιο λώρο που ενώνει τις δύο πλευρές. Πρόκειται για κάτι καθόλου εύκολο για τον Ερντογάν, λόγω και της «ειδικής σχέσης» που έχει η Αγκυρα με τη Μόσχα.

Δεδομένης άλλωστε της κακής κατάστασης της τουρκικής οικονομίας ο «σουλτάνος» δεν έχει και πολλά περιθώρια να ενταχθεί πλήρως στο μέτωπο που έχουν δημιουργήσει οι χώρες της Δύσης έναντι της Ρωσίας, έπειτα από την εισβολή στην Ουκρανία, αλλά ούτε και να συμμορφωθεί με τις εκκλήσεις της Ουάσινγκτον για κυρώσεις στη Μόσχα.

Ενδεικτικά να σημειώσουμε πως οι εμπορικές συναλλαγές Τουρκίας – Ρωσίας διπλασιάστηκαν στα 68,19 δισ. δολάρια το 2022 από 34,73 δισ. δολάρια το 2021, ενώ νωρίτερα το 2023 ο Πούτιν μείωσε τις τιμές εξαγωγών του ρωσικού φυσικού αερίου στην Τουρκία, κίνηση που θεωρήθηκε πως έγινε σε μια προσπάθεια να βοηθήσει τις εκλογικές προοπτικές του Ερντογάν.