Θα μπορούσε να είναι ένα προμήνυμα ενός νέου 2008 και μιας νέας Lehmann Brothers; Θα μπορούσε. Κι ακόμα μπορεί. Η πτώχευση της Silicon Valley Bank (SVB) και όσα την ακολούθησαν από την Παρασκευή και μετά, προκάλεσαν τέτοια αναστάτωση σε χρηματοπιστωτικό και τραπεζικό επίπεδο στις ΗΠΑ, που αρκετοί έκαναν λόγο για το ξεκίνημα μιας νέας οικονομικής κρίσης. Το καμπανάκι ήχησε μέχρι την Ευρώπη από την καρδιά του τεχνολογικού κόσμου.

Όλα θα μπορούσαν να έχουν πάρει εντελώς την κάτω βόλτα αν δεν υπήρχε η παρέμβαση του Προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, που συγκάλεσε έκτακτη σύσκεψη με τους συμβούλους του και το υπουργικό συμβούλιο το απόγευμα της Κυριακής, ώστε να επικυρώσουν τις επόμενες κινήσεις με στόχο την αποτροπή ενός bandwagon effect.

Τα 175 δισ. δολάρια της SVB που βρέθηκαν εγκλωβισμένα στην πτώχευση και σε αυτό που αποκλήθηκε «η μεγαλύτερη τραπεζική κατάρρευση μετά το 2008», κατάφεραν να επηρεάσουν δραματικά μόνο την Signature Bank. Σε άλλες περιπτώσεις τραπεζών υπήρξε μεγάλη πτώση στις μετοχές, αλλά από το πρωί της Δευτέρας εμφανίστηκε μια μικρή ανάκαμψη.

Μέσα σε 72 ώρες το σχέδιο είχε τεθεί σε πλήρη εφαρμογή και είχαν αρχίσει να φαίνονται τα αποτελέσματα, δίνοντας μια ανάσα στους τραπεζίτες που έβλεπαν να ορθώνεται μπροστά τους η σκιά ενός νέου κραχ.

Το μεγάλο δίλημμα του Μπάιντεν

Η κυβέρνηση Μπάιντεν προχώρησε με fast track διαδικασίες στην αποδέσμευση των κεφαλαίων που έχει η Silicon Valley Bank και επανέφερε σε μια ισορροπία τις χιλιάδες startups που βασίζονται στα λεγόμενα venture capitals, δηλαδή σε κεφάλαια από επενδυτές που το επιχειρείν τους βασίζεται στη λογική «κατεβάζουμε την τιμή μιας μετοχής, μετά την αγοράζουμε μαζικά, ανεβάζουμε την τιμή και πουλάμε ακριβά».

Εκτός από την αποδέσμευση των κεφαλαίων, το Ομοσπονδιακό Αποθεματικό έδωσε την ευκαιρία σε δανειστές να πάρουν τα κεφάλαια που είχαν αποταμιεύσει για να βρίσκονται «afloat», όπως είναι ο όρος: αυτό σημαίνει να έχουν το ελάχιστο κεφάλαιο που εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις τους, να πληρώνουν τα χρέη τους και να επιπλέουν στην επιφάνεια του οικονομικού ωκεανού.

Το εντυπωσιακό στον τρόπο δράσης και αναχαίτισης από μεριάς κυβέρνησης Μπάιντεν, είναι ότι δεν χρειάστηκε να περάσει κάποια τροπολογία από το Κογκρέσο ή να περάσει από κάποια γραφειοκρατική διαδικασία. Έγινε στο πετάρισμα ενός βλεφάρου. Κι έγινε με τέτοιο ρίσκο που θα μπορούσε να τον καταδικάσει.

Ούτως ή άλλως, αυτό που έκανε, αποτέλεσε ένα νέο κεφάλαιο στο βιβλίο των ενεργειών διάσωσης τραπεζών ιδιωτικής φύσεως και το σημάδι αυτό δεν είναι ακόμα ξεκάθαρα καλό ή κακό. Σίγουρα δεν ξέρει κανείς πως θα εξελιχθεί στο long run. Το μέλλον της οικονομικής σταθερότητας πάντως του τραπεζικού τομέα φέρει πλέον τη στάμπα αυτού του σχεδίου του Μπάιντεν που έστειλε και ένα μήνυμα για την πρόθεση του να εφεύρει νέους τρόπους διάσωσης του ιδιωτικού τομέα.

Στις αρχές αυτής της διαδικασίας εκπόνησης, ο Τζο Μπάιντεν ήταν αρκετά προβληματισμένος και ήθελε να διασφαλίσει πρώτα πως οποιαδήποτε κίνηση δεν θα μεταφραστεί ως φορολογική ελάφρυνση ή διαφυγή του κεφαλαίου. Οι περισσότεροι πελάτες της SVB εξάλλου, είναι επιχειρηματίες και επενδυτές με τεράστιο αποθεματικό στην τράπεζα, το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ το δεσμευτικό όριο των 250.000 δολαρίων που έχει θέσει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Κι ο Μπάιντεν είχε και τον φόβο των Ιουδαίων. Το 2008, που ήταν Αντιπρόεδρος του Ομπάμα στην περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, είδε εκ του σύνεγγυς τι αντιμετώπισε ο Ομπάμα σε επίπεδο κριτικής για τον ρόλο του στην βοήθεια των μεγάλων τραπεζών. Δεδομένου και ότι σε αυτά τα 3 χρόνια της προεδρίας του έχει προτάξει σε πολλές περιπτώσεις το ότι δίνει δουλειές και ελαφρύνσεις στους φτωχούς, δεν ήθελε με τίποτα να φανεί ανακόλουθος.

Οι τρεις επιλογές και η εντολή για φουλ επίθεση

Μέσα από τα αλλεπάλληλα μίτινγκς που έγιναν το σαββατοκύριακο, κατέληξαν όλοι στο να εξηγήσουν στον Μπάιντεν πως αν άφηναν απροστάτευτη την SVB και τις τράπεζες που επηρεάζονταν, θα άφηνε πολλές μικρές επιχειρήσεις σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ δίχως πρόσβαση σε λογαριασμούς και αρκετοί δε θα μπορούσαν να πληρώσουν τους υπαλλήλους τους. Θα κατέλυε ο εργασιακός τομέας, με λίγα λόγια.

«Δεν υπάρχει τρόπος να βοηθήσει τους ανθρώπους που θέλει, χωρίς να πρέπει πρώτα να βοηθήσει τους επενδυτές που έμειναν έκθετοι από μια κακή επιλογή, να βάλουν δηλαδή όλα τους τα λεφτά σε μια και μόνο τράπεζα. Δεν έχω καμία αμφιβολία πως βρίσκεται σε δίλημμα για όλο αυτό. Αλλά δεν σκοπεύει να πάρει και το ρίσκο με αυτή την κατάσταση που έχει η οικονομία», δήλωσε στο Politico ένας σύμβουλος του Λευκού Οίκου. Δεν είχαν περάσει πολλές μέρες που ο Μπάιντεν περηφανευόταν για τις εκατοντάδες χιλιάδες εργασιακές θέσεις που άνοιξε τον τελευταίο χρόνο.

Αφού έγινε λοιπόν η χαρτογράφηση των εταιρειών που συνδέονταν με τους οργανισμούς που επηρέαζε η κατάρρευση της SVB, ήταν μονόδρομος να υπάρξει άμεση επέμβαση. Η οδηγία του Μπάιντεν ήταν «Σταθεροποιήστε την κατάσταση».

Σε μια στιγμή στην οποία οι πανικόβλητοι επενδυτές θα τραβούσαν μεγάλα κεφάλαια από άλλες τράπεζες για να μπορέσουν να ανασάνουν, θα προκαλείτο μια αλυσιδωτή κρίση που θα άφηνε χωρίς μεγάλο απόθεμα οργανισμούς όπου είχαν τα λεφτά τους και οι μικροαστοί, όχι μόνο οι επενδυτές.

Ο επικεφαλής των συμβούλων του, ο Τζεφ Ζιντς, και ο νέος διοικητής του Εθνικού Συμβουλίου Οικονομίας, Λάελ Μπρέιναρντ, που είχε θητεύσει ως Πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικής Σταθερότητας της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, βρίσκονταν σε διαρκή επικοινωνία με τον Μπάιντεν από την Παρασκευή ως την Κυριακή και του έδωσαν να καταλάβει πως η μόνη βιώσιμη λύση ήταν να σώσει τα κεφάλαια.

Το πρώτο βήμα για να πετύχει το σχέδιο, ήταν ο Μπάιντεν να βγει και να μιλήσει ανοιχτά στον κόσμο, πριν ανοίξουν οι αγορές στις ΗΠΑ το πρωί της Δευτέρας. Το αποδέχτηκε με την προϋπόθεση ο λόγος του να καθιστά ξεκάθαρο πως η μέγιστη ανησυχία του αφορά τις μικρές επιχειρήσεις και πως με γνώμονα αυτές θα κινηθεί για τη βοήθεια των επενδυτών της SVB.

Τα εμπόδια και τα απόνερα

Αφού συμφωνήθηκε το επικοινωνιακό κομμάτι, ήρθε και η ουσία. Η ομάδα των συμβούλων του Μπάιντεν κατέληξε στο να του προτείνει τρεις επιλογές: να αναζητήσουν έναν αγοραστή για την SVB, να στηρίξουν τους έκθετους επενδυτές και να εφαρμόσουν ένα νέο πρόγραμμα έκτακτου δανεισμού στην Κεντρική Τράπεζα. Αυτό συνέβη την Παρασκευή και το Σάββατο συμφώνησαν να κάνουν και τα τρία.

Το πρώτο μεγάλο εμπόδιο σε αυτό ήταν η FDIC, η Ομοσπονδιακή Εταιρεία Αποθεματικού Ασφαλείας, η οποία ως τις τελευταίες στιγμές πριν τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο, ήταν σε θέση άρνησης. Ο σκοπός της FDIC είναι να προστατεύει το κεφάλαιο αποθεματικής ασφάλειας, ένα κεφάλαιο το οποίο χρηματοδοτείται από τους φόρους των τραπεζών. Οι επικεφαλής του οργανισμού δεν ήθελαν επίσης να δοθεί το μήνυμα πως από δω και πέρα θα πρέπει να παρεμβαίνει προς τέρψιν των επενδυτών κάθε φορά που μια τράπεζα πτωχεύει. Δεν ήθελαν να δημιουργηθεί δεδικασμένο.

Τόσο η Κεντρική Τράπεζα όσο και η FDIC συναινούσαν πως, παρόλο που υπάρχουν για να εμποδίζουν τις οικονομικές κατηφόρες, η οποιαδήποτε κίνηση στην υπόθεση της SVB, θα έστελνε μήνυμα πως θα είναι πάντοτε εκεί για να αντιμετωπίζουν τις συνέπειες μιας τραπεζικής κατάρρευσης. Η ηθική ζημία ήταν το διακύβευμα εδώ.

Το δεύτερο εμπόδιο προήλθε από την πίεση από την Capitol Hill, όπου οι νομοθέτες πίεζαν ώστε να γίνουν τα απαραίτητα βήματα που θα άνοιγαν τον δρόμο για το πρώτο από τα τρία μέτρα, δηλαδή την πώληση της SVB σε άλλη τράπεζα.

Όλα πήραν τον δρόμο τους τελικά το απόγευμα της Κυριακής, όταν η Κεντρική Τράπεζα, το Θησαυροφυλάκιο και η FDIC ανακοίνωσαν ότι η κυβέρνηση θα έδινε πρόσβαση στους επενδυτές στα κεφάλαια τους στην SVB και τη Signature.

Στην αρχή, το σχέδιο φαινόταν να μην λειτουργεί. Αν και η πτώση των μετοχών τη Δευτέρα ήταν μικρή, πολλοί επενδυτές έσπευσαν να σηκώσουν κεφάλαια από άλλες τράπεζες. Για παράδειγμα, η First Republic είχε απώλειες της τάξεως του 62%. Κάποιες εταιρείες προχώρησαν σε μεταφορά των κεφαλαίων τους στους προσωπικούς λογαριασμούς των μελών των Δ.Σ. τους και ταυτόχρονα άνοιγαν νέους λογαριασμούς σε μεγάλους οικονομικούς φορείς.

Η πλειοψηφία όλων μετέφερε τα χρήματα της από τοπικές τράπεζες στους καρχαρίες του τραπεζικού συστήματος, στην JPMorgan και στην Goldman Sachs.

Το πρόβλημα για τις εταιρείες δεν ήταν μόνο η μισθοδοσία που δε θα μπορούσαν να καλύψουν. Ήταν κι ότι δε θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις υπηρεσίες που είναι αναγκαίες για τη λειτουργία τους, όπως αποθηκευτικός χώρος στο cloud, συντήρηση των ιστοσελίδων κ.α.

«Θα χρειαστεί τουλάχιστον ένας με δύο μήνες για να ηρεμήσουν τα πράγματα», αναφέρει αξιωματούχος στο Politico.

«Το τραπεζικό σύστημα είναι ασφαλές», είπε τη Δευτέρα ο Μπάιντεν και τόνισε πως οι φορολογούμενοι πολίτες δε θα βρεθούν γαντζωμένοι σε απώλειες που προκλήθηκαν από την SVB.

«Η κυβέρνηση δεν βγάζει κανέναν από τη δύσκολη θέση. Αν οι τράπεζες έχουν κάνει λάθη, αν οι επενδύσεις πήγαν λάθος, αν δεν πρόσεξαν το χαρτί των ισολογισμών, θα τεθούν προ των ευθυνών τους», ξεκαθάρισε η Μαξίν Γουότερς, η επικεφαλής των Δημοκρατιικών στην Επιτροπή Οικονομικών Υπηρεσιών του Λευκού Οίκου.