Η ροπή στην άκρα δεξιά και στις ριζικά ακραίες τάσεις που επικρατούν στο πολιτικό σκηνικό παγκοσμίως, αποτυπώνονται τόσο στον τρόπο με τον οπίο διαμορφώνεται το σκηνικό στην Γηραιά Ήπειρο, όσο και στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού.

Με αφορμή την παρατεταμένη συνθήκη πολιτικής αποσταθεροποίησης των ΗΠΑ, γεγονός που αποδεικνύεται με την τροπή που έχει πάρει η υπόθεση Τραμπ λόγω της στάσης του πρώην αμερικανού Προέδρου, σχολιάζεται έντονα ότι δεν υπάρχει πλέον, παρά πολιτικός ορίζοντας διετίας, με τον Πρόεδρο να χάνει τον έλεγχο του Κογκρέσου στις ενδιάμεσες εκλογές της πρώτης του θητείας.

Χαρακτηριστικά σημεία απόδειξης της αποκλίνουσας από το ευρωπαϊκό κεκτημένο πορείας, είναι τα παραδείγματα Όρμπαν στην Ουγγαρία, Μελόνι στην Ιταλία, αλλά και η υπερσυντηρητική φιλοσοφία υπερβολών στις επιλογές της Πολωνίας και μάλιστα σε όλα τα επίπεδα.

Με αφορμή την δικαστική δίωξη του Τραμπ, σχολιάζεται σε αναλύσεις διεθνώς, ο τρόπος που ανακυκλώνεται το τοπίο στην πολιτική ζωή, ώστε ο ίδιος ή κάποιος τραμπιστής της επιλογής του να διεκδικήσει τον Λευκό Οίκο το 2024. Παρομοιάζεται συχνά μάλιστα, με την περίπτωση Κλίντον το 1994, Ομπάμα το 2010 και με τον Μπάιντεν το 2022 που έχασε τον έλεγχο της Βουλής.

Η αντιστοιχία με την Ευρώπη, εδράζεται συχνά στο παράδειγμα της Γαλλίας μια και η ακραία πολιτική αστάθεια των τελευταίων μηνών με χιλιάδες διαδηλωτές στους δρόμους και οδοφράγματα να καίνε κυριολεκτικά σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας, υπολογίζεται ότι ανεβάζουν στις δημοσκοπήσεις την Λεπέν τελικά, ακόμα πιο ακραία στις θέσεις της, από τις τακτικές που εφαρμόζει ο Μακρόν. Χαρακτηριστική είναι εν προκειμένω, η δημοσκόπηση της IFOP που δημοσιεύει η γαλλική εφημερίδα Le Journal de Dimanche, βάσει της οποίας, αν γίνονταν σήμερα εκλογές, το κόμμα της Μαρίν Λεπέν από το 21% που έλαβε στις βουλευτικές εκλογές του 2022 θα ανέβαινε στο 26%.

Αν λοιπόν ο ίδιος ο Τραμπ ή ένας ομοϊδεάτης του κρατούσε τα ηνία του Λευκού Οίκου σήμερα, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι θα διαπραγματευόταν με πολύ κοντινές σε αυτόν ιδεολογικές προσεγγίσεις στην Ευρώπη, μια και ακόμα και στα κράτη που δεν πλειοψηφούν οι ακραία συντηρητικές παρατάξεις, τα υπέρ…δεξιά κόμματα συμμετέχουν ή στηρίζουν με την ανοχή τους δεξιούς και κεντροδεξιούς κυβερνητικούς συνασπισμούς.

Η εναρμόνιση του πολιτικού στίγματος των ΗΠΑ με την Ευρώπη και η μέθοδος συγχρονισμού σε επίπεδο οικονομίας, πολιτικής και κουλτούρας συνολικά, είναι μια παράδοση που έγινε αναπότρεπτα ορατή στην κρίση του 1929, με τον Ρούζβελτ να επιλέγει το Νιου Ντηλ και την Δυτική Ευρώπη μεταπολεμικά να ακολουθεί με κάποιες παραλλαγές το κεϋνσιανό μοντέλο.

Το σενάριο επαναλαμβάνεται, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, με τον Ρήγκαν στις ΗΠΑ και την Θάτσερ στην Βρετανία. Η δε, περισσότερο κεντρώα στρατηγική του Κλίντον, λειτουργούσε ως προπομπός για την μακρά θητεία στην εξουσία του Μπλερ και του μοντέλου του «Τρίτου Δρόμου».

Το ζήτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο αυτού του είδους η εσωστρέφεια της Δύσης, είτε ωθεί σε ταχύτερη ανάπτυξη, είτε αφήνει περιθώρα ισχυροποίησης των θέσεων της Κίνας και της Ρωσίας. Είναι άλλωστε δεδομένο ότι το παλαιότερο δίπολο… ψυχροπολεμικών διαστάσεων, αποτελεί μονάχα ιστορία πλέον.

Η ψευδαίσθηση πάντως που πλανάται στον… υπερατλαντικό αέρα ότι η Δύση συνολικά, είχαν και έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι στα αυταρχικά καθεστώτα εξαιτίας της πολιτικής σταθερότητας που προκύπτει από την λαϊκή νομιμοποίηση των κυβερνήσεων τους, αναφέρεται μονάχα στην τριακονταετία της μεταπολεμικής ανάπτυξης που τώτα μοιάζει μονάχα μακρινό παρελθόν.