Η ελληνική αγορά εργασίας μπαίνει στο 2025 με αλλόκοτη συμμετρία: από τη μια πλευρά, το 89 % των μισθωτών επιβιώνει με καθαρές αποδοχές κάτω των 1.466 €, ενώ μόνο 98.046 εργαζόμενοι – το 4 % – ξεπερνούν τα 2.036 € μεικτά. Από την άλλη, το επάγγελμα του πωλητή εκτοξεύεται στη ζήτηση, απορροφώντας πάνω από έναν στους τρεις νεοπροσλαμβανόμενους. Το HR Trends της Randstad δείχνει ότι το 34 % των αγγελιών αφορά πωλητές· software developers, data experts, μηχανικοί και κάθε άλλο επάγγελμα που θα ενίσχυε την καινοτομία μένουν στη δεύτερη γραμμή.

Το παράδοξο μεγαλώνει όταν συνδυαστεί με τις διαχρονικά χαμηλές αμοιβές. Μόλις το 7 % των εργαζομένων κινείται στη ζώνη των 1.466 – 2.035 €, ενώ το 65 % των εργοδοτών δηλώνει πως σκοντάφτει σε «μη ρεαλιστικές μισθολογικές απαιτήσεις» υποψηφίων.

Την ίδια ώρα, το 43 % των εταιρειών διαμαρτύρεται για έλλειψη δεξιοτήτων και το 40 % για έλλειψη εμπειρίας· σχεδόν τρεις στις δέκα (29 %) αδυνατούν να βρουν επαγγελματίες με τα αναγκαία έτη προϋπηρεσίας. Κι όμως, αντί να επενδύσουν σε εκπαίδευση, οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να ευνοούν το επάγγελμα του πωλητή εύκολη είσοδος, γρήγορος τζίρος, χαμηλό κόστος upskilling.

Η γρήγορη είσοδος στην αγορά και οι προμήθειες που υπόσχεται το συγκεκριμένο επάγγελμα οδηγούν χιλιάδες νέους να αφήνουν στην άκρη πτυχία και μεταπτυχιακά, θεωρώντας πως η ακαδημαϊκή επένδυση δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχίας.

Έτσι, το επάγγελμα του πωλητή αποδεικνύεται όχι μόνο καταλύτης για την κατανάλωση, αλλά και παράγοντας εκπαιδευτικής υποβάθμισης, καθώς στέλνει το μήνυμα ότι η γνώση μπορεί να περιμένει.

Το αποτέλεσμα είναι κλάδοι υψηλής κοινωνικής αξίας – από την πράσινη τεχνολογία και την έρευνα μέχρι την πρωτογενή παραγωγή – να μένουν υποστελεχωμένοι, αδυνατώντας να προσελκύσουν ταλαντούχους επαγγελματίες που θα μπορούσαν να επιταχύνουν την καινοτομία.

Αυτή η επιλογή, όμως, παράγει τρία βαθιά ρήγματα. Πρώτον, εκπαιδευτική υποβάθμιση: η ευκολία πρόσβασης στο συγκεκριμένο επάγγελμα περνά το μήνυμα ότι το πανεπιστημιακό πτυχίο είναι προαιρετικό.

Δεύτερον, ανισορροπία δεξιοτήτων: κρίσιμοι κλάδοι – από πράσινη ενέργεια μέχρι AI – μένουν υποστελεχωμένοι.

Τρίτον, μακροπρόθεσμο ρίσκο: η τεχνητή νοημοσύνη ήδη αυτοματοποιεί κομβικές λειτουργίες πωλήσεων· chatbots και predictive analytics μειώνουν τη ζήτηση ανθρώπινου δυναμικού, προαναγγέλλοντας κύματα επανακατάρτισης.

Στο μεταξύ, οι ίδιες οι επιχειρήσεις δηλώνουν ότι για να «επιβιώσουν» στον πόλεμο ταλέντων δίνουν προτεραιότητα σε καλύτερες αποδοχές (55 %), περισσότερα προγράμματα κατάρτισης (50 %) και ευκαιρίες ανέλιξης (38 %). Επενδύουν επίσης σε διαφάνεια και εσωτερική επικοινωνία (36 %) για να κρατήσουν δεσμευμένους τους εργαζόμενους.

Κι όμως, αν δεν αλλάξει η κατανομή πόρων – αν οι εταιρείες δεν στρέψουν μέρος των budget από το επάγγελμα του πωλητή προς R&D, software και data – η βελτίωση αποδοχών θα λειτουργεί σαν «μπάλωμα» πάνω σε ένα διαρθρωτικό κενό.

Απέναντι σε αυτό το αδιέξοδο, η πολιτεία καλείται να δράσει θεσπίζοντας κίνητρα για την προσέλκυση νέων στα STEM προγράμματα, στη μηχανική και σε κάθε επάγγελμα που στηρίζει την πράσινη μετάβαση και την έρευνα.

Φοροελαφρύνσεις για επιχειρήσεις που επενδύουν σε R&D και σύνδεση επιδοτήσεων με την ανάπτυξη τεχνολογικών θέσεων θα μπορούσαν να αντιστρέψουν το ρεύμα. Παράλληλα, η αναβάθμιση των ΙΕΚ και των δομών επαγγελματικής κατάρτισης θα προσέφερε εναλλακτικές διαδρομές σε όσους επιθυμούν να ακολουθήσουν ένα απαιτητικό, αλλά και προοπτικό επάγγελμα.

Το 2025 δεν πρέπει να γραφτεί στην ιστορία της ελληνικής αγοράς ως η χρονιά που το επάγγελμα του πωλητή επισκίασε κάθε άλλη επαγγελματική επιλογή. Αντίθετα, οφείλουμε να μετατρέψουμε τη δυναμική των «χρυσών» επαγγελμάτων σε μοχλό που θα κατευθύνει εργατικό δυναμικό προς κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας. Μόνο έτσι θα διασφαλίσουμε ότι το επάγγελμα δεν θα λειτουργεί ως πρόσκαιρη λύση, αλλά ως γέφυρα προς μια οικονομία που παράγει γνώση, τεχνολογία και πραγματική κοινωνική πρόοδο.

*Photo Credit: Shutterstock