Το 2018 ο Τόλης Βοσκόπουλος θα βρισκόταν για πρώτη φορά στον ιερό χώρο του Ηρωδείου, όπου θα έδινε την παράσταση της ζωής του. 60 χρόνια καριέρας δεν καλύπτονται σε μια συναυλία, αλλά ήταν μια νύχτα που θα τον σημάδευε. Για τις ανάγκες εκείνης της συναυλίας, ο Τόλης Βοσκόπουλος είχε γράψει ο ίδιος ένα κείμενο για τη ζωή του και για την επίδραση του πατέρα του στην πορεία του.

«Οι γονείς μου είναι από τη Σμύρνη. Ήρθαν μετά την καταστροφή. Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κοκκινιά. Μέχρι και την εφηβεία μου αυτός ήταν ο κόσμος μου. Την Αθήνα την πρωτοείδα στα 13 με 15 χρόνια.

Ο περίγυρός μου ήταν άνθρωποι δίχως ακαδημαϊκή καλλιέργεια αλλά μέσα από τη γειτονιά έμαθα πολλά πράγματα. Ο πατέρας μου, ταπεινός πρόσφυγας, πάλεψε και πέτυχε το ακατόρθωτο, ή τουλάχιστον κάτι πολύ δύσκολο για τις συνθήκες στις οποίες το έπραξε. Να έχει δικό του μανάβικο στη Λαχαναγορά, στα Λεμονάδικα που λέγαμε. Μάλιστα είχε βάλει και μια μεγάλη ταμπέλα στο μαγαζί με το όνομά του.

Όταν έκλεινε η Λαχαναγορά, καθόταν αρκετές ώρες να την κοιτάζει και να απολαμβάνει την προκοπή του. Το όνειρό του ήταν να έχει γιούς να συνεχίσουν την σπορά του. Αλλά εκείνος έκανε 19 κορίτσια. Και δίδυμα και και… και όλα θηλυκά. Στο 20ο παιδί ήρθε ο γιος, εγώ δηλαδή! Μάλιστα είμαι ταμένος. Και παρότι Απόστολος δεν γιορτάζω των Αποστόλων αλλά στις 16 Αυγούστου. Κι αυτό γιατί στο εμπόριο που έκανε, με έταξε στον Βόλο, στη μονή του Αγίου Αποστόλου του Νέου στην γενέτειρά του, τον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου.

Το όνομά μου ήταν Τόλιος… έτσι με φωνάζανε όλοι. Αργότερα, όταν ασχολήθηκα με τα καλλιτεχνικά, επειδή μου φαινότανε λίγο ιταλικό, το έκανα Τόλης, για να μη με μπερδεύουνε. Όταν γεννήθηκα, κι ο πατέρας μου πέτυχε επιτέλους το πολυπόθητο αγόρι, έτρεξε κι έβγαλε κάρτες και άλλαξε και την ταμπέλα στο μαγαζί που έγινε: Χαράλαμπος Ιωάννου Βοσκόπουλος και Υιός.

Ήμουν πάντα μαζί του στη Λαχαναγορά, και στα ταξίδια και τις εμπορικές συναλλαγές του. Όμως έβλεπα πως δεν μου πήγαινε αυτή η δουλειά. Από κάτι μπουλούκια που ερχόντουσαν στην Κοκκινιά, με τον Ζαζά, τον Κοκοβιό και άλλους είχα ξελογιαστεί κι ήθελα να ασχοληθώ με το θέατρο.

Με πηγαίνει στο Εθνικό Ωδείο του Καλομοίρη, που είχε και θεατρικό τμήμα. Τότε είναι λοιπόν που πρωτοβγαίνω απ’ την Κοκκινιά και πρωτοβλέπω την Αθήνα. Γύρω στα 15 δεν άντεξα και του το είπα. Περίμενα πως θα με σφάξει. Θεατρίνος ο γιος του Λαχαναγορίτη; Μόλις το άκουσε, μου είπε να πάω στην αποθηκούλα που είχαμε και αλλάζαμε, και να βγάλω τα ρούχα της δουλειάς και να βάλω τα πιο καλά μου. Λέω τι διάολο, για να με σφάξει πρέπει να φοράω και τα γιορτινά μου.

Και τότε μου λέει: «Πάμε». Και χωρίς να ξέρω για πού τραβάμε, με πηγαίνει στο Εθνικό Ωδείο του Καλομοίρη, που είχε και θεατρικό τμήμα. Τότε είναι λοιπόν που πρωτοβγαίνω απ’ την Κοκκινιά και πρωτοβλέπω την Αθήνα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω.

Στην επιστροφή με το λεωφορείο και μετά με τα πόδια, μου λέει: «Για να μην μου παραπονεθείς καμιά φορά ότι ήθελες αυτό να γίνεις κι εγώ σε εμπόδισα». Αυτά που μου είπε ο σοφός πρόσφυγας πατέρας μου και τον ευγνωμονώ. Και κάθε φορά που βγαίνω στη σκηνή, ακόμα και σήμερα που πλησιάζω τα 80 μου χρόνια, τον φέρνω στο μυαλό μου και λέω μέσα μου: “Κοίτα τώρα”».