Σε κάποιο μαγαζί της παραλιακής δεν πέφτει καρφίτσα. Είναι καλοκαίρι. Τέλη του ’80. Στην πίστα ένας άσημος τότε – διάσημος σήμερα τραγουδιστής. Λέει τα δικά του, ο κόσμος είναι μοιρασμένος ανάμεσα σε πρώτα τραπέζια (με τους filet mignon à la crème), τους όρθιους (με ένα ποτό στο χέρι) και τους «έχουμε κάβα από χθες». Κέφι ήπιο, καμουφλαρισμένα κυριλέ, με δειλά κουνήματα και «πώς το λένε αυτό το τραγούδι, δεν ξέρω τα λόγια, καινούριο πρέπει να’ ναι».

Ξάφνου, ένας άντρας κατευθύνεται στην πίστα ζητώντας από τον τότε άσημο – σήμερα διάσημο τραγουδιστή ένα τραγούδι. Η παραγγελιά του είναι το «Εγώ αγαπώ μία», του Τόλη Βοσκόπουλου. Στις πρώτες νότες, το μαγαζί μοιάζει χτυπημένο από τον Εγκέλαδο. Δεν γίνεται σεισμός, αλλά ο χώρος δονείται. Ένας τύπος φωνάζει: «Τώρα, στρώσε όλα τα λουλούδια του μαγαζιού στα πόδια της γυναίκας μου». Οι λουλουδούδες τρέχουν πανικόβλητες. Το ίδιο και τα γκαρσόνια, το ίδιο και ο μετρ, το ίδιο κι ο επιχειρηματίας που φοβάται πως «θα γίνουν ζημιές μεγάλες»… Τα τραπέζια δεν είναι «βιδωμένα». Φεύγουν στο αέρα. Οι μποτίλιες «φέρε ό,τι έχεις», ανοίγουν η μία μετά την άλλη. Οι γυναίκες ανεβαίνουν σε καρέκλες_ το κομμάτι δεν έχει κούνημα, έχει όμως ψυχή. Και την χροιά του Τόλη. Ο τραγουδιστής ίσα που ακούγεται. Το πλήθος δεν τον ακολουθεί. Τον καπελώνει καταθέτοντας την ψυχή του στον βωμό της καψούρας. Σε λίγο, τα σπασμένα (πιάτα, ποτήρια «και δόντι να σπάσεις δεν πειράζει θα μοιάζεις με τον Βοσκόπουλο») σχηματίζουν βουνό. Βαδίζεις επάνω τους με δυσκολία, δεν σε νοιάζει, στην κορυφή βρίσκεται ο πρίγκιπας κι εσύ απλός υπήκοος που προσκυνά. Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε; Πολλά. Πόσο άλλαξε το σκηνικό της υστερίας κάθε φορά που «έπαιζε» Τόλης; Καθόλου. Πότε θα σταματήσει αυτό;  Ποτέ. Αυτό, είναι το ένα κομμάτι της διαθήκης του. Χωρίς συμβολαιογράφο αλλά με την σφραγίδα ενός ολόκληρου λαού…  

Μας άφησε κι άλλη περιουσία. Ο άντρας που δεν είχε σχέση με το χρήμα έμαθε τα αρσενικά, τα δικά μας αρσενικά, να’ ναι γαλαντόμοι και κιμπάρηδες. Πως ένα σεντ ή ένα εκατομμύριο, ίση αξία έχουν όταν τα σκορπάς στο όνομα του έρωτα. Κι αν ο έρωτας χαλάσει; Ε, δεν χάλασε κι ο κόσμος. Φτάνει που τον έζησες. Στην γυναίκα πρέπει να τα δίνεις όλα. Για μια   «Ξανθή αγαπημένη Παναγιά» τα κάνουμε όλα «Αδέλφια μου αλήτες πουλιά». Χάλασε πολλά, σκόρπισε εκατομμύρια, χρεώθηκε άλλα τόσα, χρώσταγε περισσότερα. Λάθη, πάθη, (έχει νόημα η ζωή χωρίς αυτά;), ζημιές μεγάλες, πληρωμένες ή χρωστούμενες _ σε αυτήν ή στην επόμενη ζωή. Ε και; Για τον Τόλη, καλύτερα να’ σαι ένα χρεωμένος αφέντης παρά πλούσιος δούλος. Σε μια εποχή όπου της μόδας ήταν ο άντρας ο πολλά βαρύς κι ασήκωτος, εκείνος υποκλίθηκε στα θηλυκά. Έκανε χατίρια, άνοιξε πόρτες, «μπροστά να περπατούν εκείνες και πίσω εμείς», δάκρυσε για την αγάπη (ναι, οι άντρες κλαίνε), του’ φτανε να’ ναι πρίγκιπας αρκεί όποια βρισκόταν δίπλα του να αισθάνεται βασίλισσα… Για πόσο; Για όσο… 

Τα τελευταία χρόνια, οι δημοσιογράφοι (μεγάλοι και σοβαροί δημοσιογράφοι) του χτυπούσαν συνέχεια την πόρτα. Για μια συνέντευξη. Για ένα αφιέρωμα. Για μια ιστορία. Η απάντησή του, πάντα αρνητική. Είχε να πει πολλά. Επέλεξε να μην «προδώσει» τίποτα. «Οι άντρες δεν μιλούν πολύ». Όχι επειδή μεγαλώνουν, αλλά επειδή ωριμάζουν. Όχι γιατί φοβούνται αλλά γιατί «όταν τα χεις πει όλα η σιωπή μαρτυρά πολλά περισσότερα».  Η ζωή του ήταν χρυσή κι αν κάποιοι, κάπως, κάποτε, επιχείρησαν να την κιτρινίσουν, πάλι στο χρυσό γυρνούσε. Κι ακόμη κι αν έφυγε, πάντα στο χρυσό θα επιστρέφει. Σαν  «Ένα ρολόι σταματημένο»…