Εκ πρώτης όψεως φαίνεται νορμάλ άνθρωπος. Έχει βγει με την παρέα του, με την κοπέλα του, με την οικογένεια του και κάθεται σε ένα τραπέζι ενός εστιατορίου, ενός καφέ ή ενός μπαρ. Κατά βάση εστιατορίου.

Αν τον παρακολουθήσεις καλά, θα διαπιστώσεις από την αρχή ότι δείχνει μια νευρικότητα κατά τη διάρκεια της παραγγελίας. Όμως ακόμα, δεν έχεις καταλάβει, εκεί που κάθεσαι ήσυχος, τι κρύβει αυτός ο άνθρωπος μέσα του. Το καταλαβαίνεις στην πρώτη ανάποδη. Όταν π.χ. αργήσει να έρθει το φαγητό για 1-2 λεπτά. Εκεί αρχίζει το παιχνίδι εξουσίας. Γιατί για power game πρόκειται.

Ξαφνικά εκεί που όλα πάνε πρίμα και τρως ψητή σαρδέλα δίπλα στην παραλία, τον ακούς σαν κεραυνό εν αιθρία. Με τον πιο αγενή τρόπο βάζει ξαφνικά τις φωνές στο γκαρσόνι για το φαγητό που έχει αργήσει. Στριτζώνει με τη μπριζόλα που ψήθηκε πιο πολύ. Εξανίσταται για το παραπάνω αλάτι. Για την πατάτα που δεν ήταν κρίσπι. Για τη σαλάτα που δεν είχε πολύ λάδι. Κι αρχίζει να φωνάζει το βλαχαδερό, λες και παίζει αρχαίο δράμα στην Επίδαυρο, μιλώντας επιτιμητικά στο γκαρσόνι. Στο γκαρσόνι ο μαλάκας, ο άσχετος. Στο γκαρσόνι. Που είναι το μόνο ανεύθυνο για όλα τα παραπάνω εγκλήματα.

Είναι σαν κι αυτούς τους χουλιγκάνους που κάποτε ο Γιάννης Ιωαννίδης είπε ότι ουρλιάζουν και καταριούνται στα γήπεδα, γιατί σπίτι τους τρώνε παντόφλα από τη γυναίκα τους. Ή έχουμε να κάνουμε με κάποιο κρετίνο που έχει πάρει στραβά το παιχνίδι της εξουσίας και της επιβολής. Φωνάζει εκεί που τον παίρνει και προσβάλλει γιατί ξέρει ότι 99,9999% δεν πρόκειται να φάει τον δίσκο στο κεφάλι. Ποντάρει στην αδυναμία, λόγω θέσης, του άλλου να αντιδράσει.

Είπα “βλαχαδερό” για έναν και μόνο λόγο: γιατί απλά αν το φαγητό δεν είναι καλό, το γκαρσόνι είναι ο μόνος που δε φταίει. Αν το φαγητό αργήσει, ο μόνος που δε φταίει, είναι το γκαρσόνι. Το γκαρσόνι δεν τηγάνισε την πατάτα, το γκαρσόνι δεν έβρασε το κοκκινιστό, το γκαρσόνι δεν είναι αυτό που βάζει λάδι στη σαλάδα. Το γκαρσόνι, το μόνο που κάνει είναι να πάει στην κουζίνα και να σου φέρει τα πιάτα. Μπορεί να ξεχάσει μια μπύρα, μπορεί να ξεχάσει το αλάτι, αλλά δεν είναι και ο Γκιωνάκης στα Κίτρινα Γάντια που έστειλε αδιάβαστο τον Σταυρίδη με το μυθικό “πορτοκαλάδα θέτε; από πορτοκάλια;”.

Η συμπεριφορά αυτή είναι κατά κύριο λόγο αντρική, αλλά πολλές φορές έχω παρατηρήσει κυρίες και δεσποινίδες, να μη φωνάζουν βέβαια, αλλά να ξινίζουν τη μούρη και να μιλάνε επιτιμητικά. Μου έχει τύχει να τρώω με τέτοιου είδους γυναίκα και δεν ήξερα πού να κρυφτώ. Πίσω από χαρτοπετσέτα ή κάτω απ΄το τραπέζι;

Εννοείται ότι μπορείς να διαμαρτυρηθείς. Μερικές φορές επιβάλλεται κιόλας. Και για το καλαμάρι που σου το πλάσαραν για φρέσκο, αλλά μόλις είχε έρθει από το Βόρειο Πόλο σε σακούλα, και για την τηγανητή πατάτα που θυμίζει βιοχλαπάτσα και για το σέρβις που σε έχει γραμμένο. Ειδικά σε μαγαζιά που πουλάνε μούρη, πολυτελές περιτύλιγμα και κυριλίκι.

Αλλά αυτά ή τα λες γλυκά στο γκαρσόνι για να τα μεταφέρει στον μάγειρα ή το αφεντικό. ή πας κατευθείαν και τους τα λες ο ίδιος.

Δεν είπα κι ότι όλα τα γκαρσόνια είναι υποδείγματα συμπεριφοράς, μιας και ανάμεσα σε αυτούς, υπάρχουν κι αυτοί που βλαστημούν την ώρα και τη στιγμή που κάνουν αυτό το επάγγελμα, και το δείχνουν. Δεν είμαστε δα και η χώρα του άψογου σέρβις. Και το τραπέζι μπορεί να μην το έχει καθαρίσει καλά, και το πιάτο να το ρίξει άκομψα, και να βαριέται να σου αλλάξει πιάτα όταν τα προηγούμενα είναι γεμάτα από υπολείμματα φαγητών. Κι αυτά με δύο απλές κουβέντες, τα καθαρίζεις.

Τα καλοκαίρια λίγο η παραλία, λίγο ο ήλιος, λίγο η ξαπλώστρα, λίγο η φιγούρα στις γύρω λουόμενες που τους βασανίζουν με το μπικίνι, λίγο ότι κουβαλάνε 42 κουβαδάκια και 3 τελάρα φρούτα για τα παιδιά, εντείνουν αυτά τα φαινόμενα. Κάνουν τον ήρωα μας να απλώνει σε κοινή θέα όλο του το αρρωστημένο ταμπεραμέντο και τους διπλανούς να σιχτιρίζουν που τους έφερε η μοίρα να τρώνε δίπλα σε τέτοιον καραγκιόζη.