Θα ξεκινήσω με μια προσωπική ιστορία. Πριν από τρία χρόνια δήλωσα συμμετοχή στο καθημερινό παιχνίδι γνώσεων του ANT1 «Still Standing». Μετά την ερώτηση που σήμανε την αποχώρησή μου, η παρουσιάστρια Μαρία Μπεκατώρου με ρώτησε με ποιο τραγούδι ήθελα να φύγω.

Προφανώς, ζήτησα κάτι από Μητροπάνο. Καθότι ο σκηνοθέτης ήταν μέγας γνώστης, της είπε στο αυτί τους εξής στίχους: «Τί το θες το κουταλάκι να μου δώσεις το φαρμάκι». Αμέσως, συνέχισα «τί το δίνεις λίγο λίγο, δως το μου όλο για να φύγω» προτού ανοίξει η καταπακτή και με καταπιεί το Έρεβος του μισού μέτρου και η αυτοκτονική πτώση σε φελιζόλ.

Αυτή η ιστορία αναφέρθηκε για να καταλάβετε ποιος γράφει αυτό το κείμενο. Το γράφει ένας άνθρωπος που στις 19 Απριλίου του 2012, εν μέσω διακοπών του Πάσχα στον Άγιο Βασίλειο Κορινθίας, πήρε μόνος του τον προαστιακό για να πάει στην Αθήνα και να βρεθεί στην κηδεία του μεγαλύτερου, κατά την ταπεινή του γνώμη, τραγουδιστή που γέννησε ποτέ ο τόπος μας.

Πριν από λίγες μέρες, συμπληρώθηκαν έντεκα χρόνια από την ώρα που οι θεοί στον Όλυμπο δώσαν στο κρύο τα κλειδιά, αυτοκτονήσανε και από τότε έσβησε το φεγγάρι. Συμπληρώθηκαν έντεκα χρόνια από τη στιγμή που σίγησε μία από τις πιο χαρακτηριστικές λαϊκές φωνές της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού. Μια φωνή που είχε τη δυνατότητα να σε συντροφεύσει σε όλες τις στιγμές της καθημερινότητάς σου.

Τα πρώτα, δύσκολα χρόνια

Ο Δημήτρης Μητροπάνος γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1948 στην Αγία Μονή Τρικάλων. Σε μια παλαιότερή του συνέντευξη στη «Μηχανή του Χρόνου», είχε αποκαλέσει τη γειτονιά του «Μικρή Μόσχα» μιας και οι περισσότερες οικογένειες ήταν αριστερών πεποιθήσεων.

Κάτι ανάλογο συνέβαινε και στο δικό του σπίτι. Μόνο που μέχρι τα 16 του χρόνια, νόμιζε ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει στον Εμφύλιο Πόλεμο. Τότε έλαβε ένα γράμμα, το οποίο ενημέρωνε τον ίδιο και τη μητέρα του, ότι ζει στη Ρουμανία σαν πολιτικός εξόριστος. Έπρεπε να περάσουν ακόμα 13 χρόνια για να τον συναντήσει για πρώτη φορά στη ζωή του.

«Στο σπίτι ζούμε η μάνα, η αδελφή μου που είναι μεγαλύτερη και εγώ. Yπήρχαν και δύο αδέλφια της μάνας μου που όμως ήταν φυλακή και εξορία για πολιτικούς λόγους. H μητέρα μου κάνει φλοκάτες για να μας ζήσει. Όλο το χειμώνα τις φτιάχνει και τα καλοκαίρια που γίνονταν πανηγύρια πηγαίνει και τις πουλάει. Yπάρχει και τοπικό παζάρι κάθε Δευτέρα όπου επίσης πηγαίνει».

«H Aγία Mονή ήταν φτωχική συνοικία, υποβαθμισμένη και ήταν όλοι αριστεροί. Aφού κάθε εκλογές έρχονταν εκεί οι χωροφύλακες και ψήφιζαν για να υπάρχει… ισοζύγιο. Mικρή Mόσχα τη λέγανε. Πιτσιρικάδες ήμασταν όλοι μαζί τα παιδιά της γειτονιάς. Όλα στην ίδια κατάσταση, δεν είχαμε την άνεση για παραπάνω πράγματα. Μαζί στο παιχνίδι, μαζί στο σχολείο. Τελείωνε το σχολείο, αφήναμε την τσάντα στο σπίτι και μέχρι να βραδιάσει. Και στο σχολείο στο διάλειμμα πάλι μπάλα παίζαμε.

Ήμουν καλός μαθητής, αλλά δε νομίζω ότι ήταν κι από τις αγαπημένες ασχολίες μου το σχολείο. Βαριόμουν να διαβάζω. Διάβαζα όσο ήταν για να περνάω πάντα. Δεν υπήρχε και κανένας που να διάβαζε πολύ την εποχή εκείνη. Δεν είχαμε και βιβλία. Δεν υπάρχει ακόμη η δωρεάν παιδεία, λεφτά δεν υπάρχουν για βιβλία. Ό,τι μαθαίναμε από την παράδοση κι ό,τι διαβάζαμε στο διάλειμμα από κανένα δανεικό βιβλίο. Στα αρχαία ήμουν σκράπας. Τα μαθηματικά δεν χρειάζονταν τόσο διάβασμα», ήταν τα λόγια του αναφερόμενος στα δύσκολα παιδικά χρόνια που πέρασε.

Η αρχική επαφή με τη μουσική και την… Ασφάλεια

Αναγκαστικά, ξεκίνησε από μικρός να δουλεύει για να βοηθήσει την οικογένειά του. Το μικρόβιο του τραγουδιού όμως έκανε νωρίς την εμφάνισή του. Μόλις στα δώδεκά του, τον άκουσε ο Απόστολος Καλδάρας, ο οποίος του είπε πως έχει ωραία φωνή, αλλά πρέπει να τη δουλέψει. Εκείνος όμως δεν είχε χρόνο για αυτά. Όφειλε να έχει τον ρόλο του άντρα σε μια οικογένεια δίχως πατέρα.

«Κάπου στα 12-13 με καλούν για πρώτη φορά και εμένα στην ασφάλεια, μου εξηγούν τι ήταν ο πατέρας μου – ακόμα γράφομαι ορφανός – ο θείος μου, η οικογένειά μου και μου συστήνουν να… μάθω καμιά τέχνη γιατί με τέτοιο ιστορικό δεν έχω κανένα λόγο να πάω στο σχολείο, αφού δεν θα με αφήσουν να σπουδάσω.

Aπό ‘κει είναι που μπλέκομαι και γω στο γρανάζι το πολιτικό κι αρχίζω να το ψάχνω. Και ξέρεις, δε χρειάζεται να κάνεις και πολλά όταν έχεις τη στάμπα ότι και να γίνει σ’ εσένα έρχονται. Είχαν αρχίσει τότε οι Λαμπράκηδες. Ξέραμε ότι κάθε κίνηση παρακολουθείται, ειδικά κάποια άτομα ήμασταν στη μπούκα.

Ήμουν στην Tρίτη Γυμνασίου όταν πια το πράγμα στα Τρίκαλα δεν πήγαινε άλλο. Μία σφαλιάρα που μου’ δωσε καθηγητής γιατί μίλησα και είχα αυτές τις απόψεις γύρισε ανάποδα κι εμένα και τη μάνα μου. Δεν είχα φάει ποτέ μου ξύλο στο σπίτι». Έτσι, ο Δημήτρης Μητροπάνος μετακόμισε το 1964 στην Αθήνα προκειμένου να αναζητήσει μία καλύτερη μοίρα. Τα πράγματα όμως τότε στη χώρα «έβραζαν».

Το πολιτικό σύστημα βρισκόταν σε σύγχυση, οι στρατιωτικοί καιροφυλακτούσαν και ο λαός προσπαθούσε να πάρει την εξουσία στα χέρια του προκειμένου να πάψει η καταπίεση. Σε μία τέτοια χοάνη πολιτικών πεποιθήσεων και συγκρούσεων, η επιλογή για τον 16χρονο Δημήτρη ήταν εύκολη.

Παρότι αρκετοί τον αποκαλούσαν «βλαχάκι» λόγω των γλωσσικών ιδιωματισμών που χρησιμοποιούσε, ο ίδιος έγινε ενεργό μέλος της νεολαίας Λαμπράκη. Εντούτοις, οι σχολικές του επιδόσεις στην πρωτεύουσα βελτιώνονται άρδην, καθώς γίνεται μαθητής του 17 και του 18. Το μικρόβιο όμως ασφυκτιούσε μέσα. Πνιγόταν στο περιθώριο. Έψαχνε τρόπο να βγει και να αποδείξει πως το «βλαχάκι» μπορεί να γίνει σπουδαίος και τρανός.

Μπιθικώτσης vs Καζαντζίδης

Ένα βράδυ, βρέθηκε με τον θείο του στο νυχτερινό κέντρο που εμφανιζόταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Η παρέα του πρότεινε να τραγουδήσει και όταν άκουσε ο «Σερ» του ελληνικού πενταγράμμου είπε χαρακτηριστικά: «Εσύ πρέπει να γίνεις τραγουδιστής. Έλα να σε πάω στην Columbia».

Παρ’ όλα αυτά, η «αδυναμία» του ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης. Είχαν υπάρξει φορές μάλιστα που πήγαινε στο κέντρο που τραγουδούσε και στεκόταν όρθιος για να τον ακούσει. «Είχαμε πάει ένα βράδυ στην Tριάνα, που τραγουδούσε με τη Mαρινέλλα και είχα κάτσει όλη τη νύχτα να τον ακούω. Όρθιος, για να μη χάσω τίποτα, να τα βλέπω όλα καλά.

Εκείνο το βράδυ τον γνώρισα κιόλας. Η αλήθεια είναι ότι τότε, μόνο ο Καζαντζίδης με ενδιέφερε. Μπροστά του δεν έβλεπα τίποτα άλλο.

Ούτε τον Mπιθικώτση. Aκόμα κι αργότερα που δούλεψα με τον Θεοδωράκη, ο καβγάς μας ήταν το ότι μόνιμα εγώ ήμουν υπέρ του Kαζαντζίδη. Πηγαίναμε μετά τις συναυλίες κάπου και εγώ όπου έβρισκα τζουκ μποξ έβαζα φράγκο κι άκουγα Kαζαντζίδη», έγραφε.

Εκείνη την περίοδο ωστόσο γνώρισε τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον άνθρωπο που τον «υιοθέτησε» μουσικά και ο Μητροπάνος αποκαλούσε δεύτερο πατέρα του. Ο Ζαμπέτας μάλιστα τον ενέταξε στο πρόγραμμά του παρότι ο «μικρός» το πρωί πήγαινε στο σχολείο. Όσον αφορά τα πολιτικά πάντως, ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης δεν τον είδε ποτέ σαν «αντίπαλο», παρότι ήταν ξεκάθαρο πως δεν ασπαζόταν τον κομμουνισμό.

Ερμηνεύοντας Ελύτη και Ρίτσο

Το 1966, ο Μητροπάνος γνωρίστηκε με τον Μίκη Θεοδωράκη, δίχως να προκύψει τότε κάποια συνεργασία μεταξύ τους. Λίγο αργότερα, η μοίρα αποφασίζει να πάρει την τύχη στα χέρια της και να αλλάξει μια για πάντα τον ρου της ελληνικής μουσικής.

Ένας μουσικός του Θεοδωράκη ασθενεί και ο Μητροπάνος τον αντικαθιστά. Βέβαια, το έργο που ανέλαβε δεν το λες και… παιχνιδάκι. Ο νεαρός Τρικαλινός ερμηνεύει τραγούδια από το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη και τη «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου. Ενδεικτικό του άγχους που είχε στην πρώτη του εμφάνιση είναι πως αναγκάστηκε ο αείμνηστος Νίκος Ξυλούρης να τον σπρώξει για να βγει στη σκηνή.

Κομβική ήταν η συνεργασία του με τον συνθέτη Δήμο Μούτση, καθώς ο δίσκος τους «Άγιος Φεβρουάριος» σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Ο ίδιος μάλιστα τον θεωρεί τον σημαντικότερο της καριέρας του μαζί με το έργο «Στου αιώνα την παράγκα» που έκανε με τον Θάνο Μικρούτσικο.

Παράλληλα, στα 45 χρόνια πορείας του στο ελληνικό τραγούδι, ο Δημήτρης Μητροπάνος συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους δημιουργούς.

Ζαμπέτας, Θεοδωράκης, Μούτσης, Καλδάρας, Σπανός, Πάνου, Μικρούτσικος, Κουγιουμτζής, Πλέσσας, Μουσαφίρης, Παπαδόπουλος, Τόκας, Κατσαρός, Χατζηνάσιος, Παπαβασιλείου, Νικολόπουλος Ελευθερίου, Αλκαίος, Παπαδόπουλος, Νικολακοπούλου, Κακουλίδης, Τσώτου ήταν μόνο κάποιοι από αυτούς που εμπιστεύτηκαν τη φωνή του και έκαναν τη ζωή μας να αλλάξει μια για πάντα. Με μια νότα κι έναν στίχο.

Η ιστορία του απόλυτου ζεϊμπέκικου

Ρόζα. Ένα τραγούδι-ύμνος στην ιστορία του ελληνικού πενταγράμμου με μία μεγάλη ιστορία που λίγοι γνωρίζουν.

Αυτή η επιτυχία που πολλοί την τραγούδησαν και την χόρεψαν όσο καμία, ήταν κρυμμένη και ξεχασμένη για χρόνια μέσα σε ένα συρτάρι.

Είκοσι χρόνια πριν από την κυκλοφορία του τραγουδιού, το 1976, ο ποιητής Άλκης Αλκαίος είχε στείλει το ποίημά του «Η Ρόζα», στον Θάνο Μικρούτσικο για να το μελοποιήσει.

Ο γνωστός συνθέτης έμενε τότε σε διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας στην Αθήνα. Η έμπνευση ήρθε σχεδόν αστραπιαία, αλλά η ώρα ήταν περασμένη και κατά συνέπεια κάπως ακατάλληλη για ηχογράφηση.

Ο Θάνος Μικρούτσικος μη θέλοντας να ενοχλήσει τους γείτονες, πάτησε τη σουρντίνα του πιάνου (ένα εξάρτημα που προσαρμόζεται στα έγχορδα όργανα για να «πνίγει» τον ήχο) και ξεκίνησε να ηχογραφεί το τραγούδι.

Το αποτέλεσμα της ηχογράφησης δεν ήταν και το καλύτερο δυνατό κι έτσι η Ρόζα έμεινε για πολύ καιρό στα… αζήτητα.

Ο Θάνος Μικρούτσικος είχε παίξει τη Ρόζα, μεταξύ άλλων, και στη Χαρούλα Αλεξίου, αλλά η κακή ποιότητα του ήχου φαίνεται πως «ψιλοχαντάκωσε» το κομμάτι κι έτσι η σπουδαία ερμηνεύτρια το προσπέρασε και δεν θέλησε να το ερμηνεύσει.

Τα χρόνια περνούσαν κι έτσι η Ρόζα παρέμενε σε ένα συρτάρι. Μέχρι που το τραγούδι έφτασε στα σωστά χέρια, ή μάλλον στην σωστή φωνή, τον Δημήτρη Μητροπάνο.

Ο Θάνος Μικρούτσικος στην αυτοβιογραφία του «Ο Θάνος και ο Μικρούτσικος» -που επιμελήθηκε ο δημοσιογράφος και στιχουργός Οδυσσέας Ιωάννου- αφηγήθηκε τα εξής για τις ώρες της εγγραφής της Ρόζας:

«Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1996. Η «Ρόζα» μας παίδεψε πολύ στο στούντιο. Δεν μπορούσαμε να βρούμε τον τρόπο που θα έπαιζαν τα τύμπανα. Ήμασταν έξι ώρες και προσπαθούσαμε να βρούμε κάτι που θα με ικανοποιούσε. Ντράμερ ήταν ο σπουδαίος μουσικός Νίκος Καπηλίδης. Δεν ήθελα τα τυπικά χτυπήματα του ζεϊμπέκικου. Κάποια στιγμή ζητάω από τον Καπηλίδη να βγάλει το πουκάμισό του! «Σοβαρολογείτε;» με ρωτάει. «Απολύτως» του απαντάω.

Βγάζει το πουκάμισο και ζητάω αν υπάρχει στο στούντιο καμιά προβιά για να φορέσει! Προβιά βέβαια δεν βρήκαμε, αλλά λέω στον Καπηλίδη να σκεφτεί ότι είναι ένας Βίκινγκ και να παίξει το κομμάτι όπως θα έπαιζε το ζεϊμπέκικο ένας Βίκινγκ. Τα κατάφερε απόλυτα», θυμάται ο Μικρούτσικος, ενώ αποκαλύπτει πως ο Μητροπάνος δεν μπορούσε επί δύο εβδομάδες να τραγουδήσει λόγω… τρακ.

«Ολοκληρώθηκαν οι ορχήστρες και ένα μεσημέρι ξεκίνησε να ηχογραφεί ο Μητροπάνος. Όμως η φωνή του δεν έβγαινε με τίποτα. Μετά από τρεις ώρες σταματήσαμε. Τα ίδια και την επομένη, τα ίδια και τη μεθεπομένη. Επί δυο εβδομάδες δεν μπορούσε να τραγουδήσει. Εκ των υστέρων, αποκαλύφτηκε πως είχε τρακ!», αποκάλυψε χαρακτηριστικά.

Όσο για το ποια είναι η Ρόζα του τραγουδιού, ο Άλκης Αλκαίος δεν αποκάλυψε ποτέ αν ήταν η εμβληματική επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ.

«Δε θέλησε ποτέ, μα ποτέ, όσες φορές και αν τον ρώτησα να μου πει, αλλά προσωπικά είμαι εκατό τοις εκατό σίγουρος ότι ναι, είναι! Κάποιο πολύ κοντινό του πρόσωπο μου είχε πει ότι κάποτε υπήρχε στην ζωή του μία Ρόζα αλλά για εμένα αναμφίβολα το τραγούδι έχει γραφτεί για την Λούξεμπουργκ. Το αποδεικνύει νομίζω και ο συγκλονιστικός στίχος πώς η ανάγκη γίνεται Ιστορία / πώς η Ιστορία γίνεται σιωπή ο οποίος συνοψίζει την συγκυρία καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο στην ελληνική γλώσσα», είναι η απάντηση του Θάνου Μικρούτσικου, σε συνέντευξη του, για την εμβληματική, πια, «Ρόζα» του ποιητή Άλκη Αλκαίου.

Η λατρεία στον Ολυμπιακό

Ο μύθος του ελληνικού τραγουδιού εκτός από τη μουσική και τα αξέχαστα ζεϊμπέκικα του είχε ακόμη μια μεγάλη αγάπη. Τον Ολυμπιακό. Πιστός φίλαθλος των Πειραιωτών επί σειρά ετών, δεν το έκρυβε ότι η δεύτερη μεγάλη του αγάπη είναι ο δαφνοστεφανωμένος.

Σε τηλεοπτική του συνέντευξη μάλιστα, στην εκπομπή «Έχει Γούστο» της ΕΡΤ είχε πει: «Δύο ομάδες υπάρχουν. Ο Ολυμπιακός και τα… δεύτερά του».

Η ομάδα πάντως όχι μόνο δεν τον ξέχασε αλλά λίγες ημέρες μετά τον θάνατό του είχε μία φιέστα αφιερωμένη και σε εκείνον! Στην φιέστα του Καραϊσκάκη για την απονομή του 39ου Πρωταθλήματος, η διοίκηση αφιέρωσε ένα μέρος της γιορτής στον Δημήτρη Μητροπάνο, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να τον τιμήσει.

Το αποτέλεσμα ήταν ένα ολοκληρο γήπεδο να «ανατριχιάσει» και να τον αποθεώσει με ένα συγκινητικό χειροκρότημα.

Το τέλος

Η περιπέτεια υγείας για τον τραγουδιστή κράτησε πολλά χρόνια. Ταλαιπωρήθηκε αρκετά. Το 2008 υποβλήθηκε επιτυχώς στο Παρίσι σε μεταμόσχευση νεφρού. Δότρια ήταν η αδερφή του.

Σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις το 2010 ο Δημήτρης Μητροπάνος είχε πει για την οικογένειά του: «Η γυναίκα μου, η αδελφή μου και τα παιδιά μου είναι πάντα δίπλα μου! Το νεφρό μού το έδωσε η αδελφή μου και όλοι ήταν δίπλα μου!»

Σε άλλη συνέντευξη του στο Down Town είχε εξομολογηθεί συγκινημένος: «Όταν πήγε ο σταφυλόκκοκος στο αίμα και πειράχτηκε το νεφρό μου, όλοι με είχαν για ξεγραμμένο. Χρειάστηκε να πάω στη Γαλλία για να μου πουν πως η μεταμόσχευση ήταν μια υπόθεση ρουτίνας… Είναι όμως κάποιες εξήντα μέρες, στο νοσοκομείο – εκεί στην πρώτη νοσηλεία μου, πριν την επέμβαση – οι οποίες δεν υπάρχουν καν στο μυαλό μου.

Δεν ήμουν σε κώμα, αλλά δεν γνώριζα, δεν επικοινωνούσα με κανένα, έλεγα περίεργα πράγματα, είχα παραισθήσεις. Είναι σαν να μην τις έζησα ποτέ αυτές τις μέρες – μου τις διηγηθήκανε μετά. Αν συμφιλιώθηκα με την ιδέα του θανάτου; Δεν ξέρω, δεν κουβέντιασα ποτέ με τον εαυτό μου τέτοια πράγματα, ούτε με απασχόλησαν ποτέ. Ένα γεγονός της ζωής είναι και ο θάνατος. Κάποτε, μοιραία, θα έρθει. Την ανημπόρια δε θέλω εγώ. Αυτό, φοβάμαι περισσότερο απ’όλα. Αυτό, μόνο».

«Ο ασθενής Δημήτρης Μητροπάνος διεκομίσθη στο νοσοκομείο ΥΓΕΙΑ σήμερα το πρωί λόγω οξέως διαρροϊκού συνδρόμου και εμετών. Στη συνέχεια παρουσίασε αιφνιδίως δύσπνοια. Μετεφέρθη στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, όπου αντιμετωπίστηκε για οξύ πνευμονικό οίδημα, από το οποίο και κατέληξε την 11η πρωινή» αναφέρθηκε σε ανακοίνωση του νοσοκομείου «Υγεία» την 17η Απριλίου 2012 για τον θάνατο του δημοφιλούς καλλιτέχνη.

Έτσι «έσβησε» ο Μήτσος. Ο πιο αυθεντικός, ο λαϊκός, ο ρομαντικός, η φωνή που δεν είχε όμοιά της. Δυστυχώς για όλους εμάς, δεν θα τον δούμε ποτέ ξανά να ανοίγει τα χέρια και να χορεύει το αγαπημένο του ζεϊμπέκικο.

Η τελευταία εικόνα από τον Δημήτρη Μητροπάνο, με 45.000 ανθρώπους να τον συντροφεύουν στην τελευταία του κατοικία και αυτός να μην μπορεί να τους χαρίσει για ακόμα μία φορά την αξεπέραστη λαϊκή χροιά του, συνοψίζεται στους στίχους του υπέροχου Τάκη Μουσαφίρη. «Έτσι τον είδα τον αητό πρώτη μου φορά, με το κεφάλι του σκυφτό και χωρίς χαρά».

*Photo credits: Eurokinissi