Το ατύχημα των Τεμπών με την απώλεια δεκάδων νεαρών ανθρώπων έχει ταράξει τον ψυχισμό όλων μας. Η αλήθεια είναι όμως κυνική: Είναι οι γονείς των θυμάτων, οι οποίοι καλούνται να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους με αυτην την τραγωδία. Αναπόφευκτα, δεν θα μπορέσουν ποτέ να ελαφρύνουν τους ώμους τους από αυτόν τον “σταυρό”.

Ο Γιάννης Ρίτσος βίωσε μια απώλεια με τον θάνατο της δίχρονης Φωτεινούλας Φιλιακού, της αγαπημένης του βαφτισιμιάς. Ορμώμενος από την απώλεια αυτή, έγραψε το ποίημα “Αναφυλλητό”, που περιλαμβάνεται στον Β’ τόμο των Ποιημάτων του, στη συλλογή «Υδρία: Ελεγεία για μια σύντομη άνοιξη», η οποία εκδόθηκε το 1957.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το ποίημα…

Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί –

Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα

σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.


Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο
που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄τη στέρηση
μα απ’ την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.

Κάποτε, μες στο βράδυ της άνοιξης, ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα
χωρίς κανείς να το μαλώσει’ σηκώνεται αργά, απροειδοποίητα,
εκεί που καθόταν ήσυχα στο χώμα
κι η θέση του στο χώμα μένει ζεστή
και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερόν αέρα
σχηματίζοντας ένα άλλο παιδί από υπόλευκη ζέστα. Τότε ολόγυρα
μαζεύονται, σα γύρω από μιαν άσπρη φωτιά, τα μικρά πρόβατα
να ζεσταθούνε’ και λίγο πιο πέρα
ένα ψηλό, ολομόναχο, άσπρο άλογο
φέγγοντας όλο κάτω απ΄ την αστροφεγγιά
κλαίει με μεγάλα, κατάφωτα δάκρυα, κρατώντας ολόρθο το κεφάλι του.

* Εικονογράφηση: «Τα αγόρια του καλοκαιριού», πίνακας της Claudia Verciani.