Το 1118 μ.Χ. ο Άραβας Σαλάχ Ελ Ντιν παραχώρησε στους ορθόδοξους μοναχούς τα προσκυνήματα των Αγίων Τόπων. Ο Ελ Ντιν όριζε ότι «ο πατριάρχης των Ελλήνων θα είναι ο κύριος του Καμαρέ (ναού του Παναγίου Τάφου) και αυτός θα παίρνει από τον τάφο του Ικάς το Άγιον Φως για να το μοιράζει στους Ναζωραίους (χριστιανούς)».

Έτσι πέρασε στους Έλληνες η δικαιοδοσία του Αγίου Φωτός και ο έλεγχος αυτής.

Σήμερα, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Άγιο Φως ή Φως της Αναστάσεως ονομάζεται η φωτιά (φως) η οποία συμβολίζει την Ανάσταση και μεταδίδεται από τον Αρχιερέα στους πιστούς κατά την τελετή της Αναστάσεως το Μεγάλο Σάββατο.

Η τελετή της αφής του Αγίου Φωτός στο Ναό της Αναστάσεως αποτελεί προνόμιο του εκάστοτε Ελληνορθόδοξου Πατριάρχη Ιεροσολύμων, λαμβάνοντας χώρα στον Πανάγιο Τάφο του Χριστού. Η τελετή γίνεται στις 12:00 το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου.

Έως το 1988 το Άγιο Φως έφτανε στην Ελλάδα με πλοίο μια βδομάδα μετά το Μεγάλο Σάββατο. Εννοείται πως μέχρι τότε το φως που άναβε το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου στους κατά τόπους ναούς δεν ήταν αυτό που είχε «προκύψει» το ίδιο μεσημέρι στον Πανάγιο Τάφο.

Η πρώτη φορά

Το 1988 λοιπόν, με πρωτοβουλία του ιδιοκτήτη ταξιδιωτικού πρακτορείου Ιάκωβου Οικονομίδη, στον οποίο αργότερα απονεμήθηκαν οι τίτλοι του «Μεγάλου Άρχοντα Ρεφερενδάριου» και του «Μεγαλόσταυρου», και σε συνεργασία με τον Θόδωρο Τσακιρίδη (μετέπειτα πρόεδρο των Ολυμπιακών Αερογραμμών) και τον τότε έξαρχο του Πανάγιου Τάφου στην Αθήνα (και μετέπειτα πατριάρχη Ιεροσολύμων) Ειρηναίο ξεκίνησε η μεταφορά του Αγίου Φωτός στην Ελλάδα με αεροπλάνο αμέσως μετά την αφή του στον Πανάγιο Τάφο με ειδική πτήση της Ολυμπιακής, τα έξοδα της οποίας κάλυπτε το ελληνικό κράτος.

Δεν ήταν λίγοι εκείνο το διάστημα που μιλούσαν για «σπονσοράρισμα» του Αγίου Φωτός από ένα ταξιδιωτικό γραφείο το οποίο πραγματοποιούσε παράλληλα προσκυνηματικές εκδρομές στους Αγίους Τόπους, ενώ μέσω Ειρηναίου είχε τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης για την κάλυψη των εξόδων μετακίνησης του αεροσκάφους της Ολυμπιακής Αεροπορίας, το οποίο μετέφερε κάθε χρόνο 250 και πλέον άτομα, ανάμεσά τους και κυβερνητικούς αξιωματούχους, από και προς το Ισραήλ.

Μάλιστα Οικονομίδης και Ειρηναίος, εκτός από αεροσκάφος της Ο.Α. είχαν εξασφαλίσει και συνοδεία ανδρών της προεδρικής φρουράς που ακολουθούσαν το Άγιο Φως.

Το 2002 η μεταφορά του Αγίου Φωτός γίνεται «κρατική υπόθεση», αφού πλέον την οργάνωση της μεταφοράς ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών, με πρωτοβουλία του τότε υφυπουργού Απόδημου Ελληνισμού κ. Γιάννη Μαγκριώτη.

Αρχηγός κράτους

Το Άγιο Φως φτάνει με ειδική πτήση στην Αθήνα, το αεροσκάφος της Ο.Α. έδωσε τη θέση του σε κυβερνητικό αεροσκάφος (Εμπραέρ), όπου γίνεται δεκτό με τιμές αρχηγού κράτους στην Αθήνα. Από την Αθήνα, μεταφέρεται πάλι με ειδικές πτήσεις της πολιτικής και πολεμικής αεροπορίας σε διάφορες μητροπόλεις ανά την Ελλάδα.

Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό «αρχηγός κράτους», αυτός καθιερώθηκε από τον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας, Χρήστο Σαρτζετάκη. Ο γνωστός για την τυπολατρία του τέως δικαστικός καθιέρωσε ακόμα το κόκκινο χαλί, τα στρατιωτικά αγήματα και οι μπάντες που αποδίδουν τιμές στο Άγιο Φως.

Βεβαίως η αυθεντικότητα της ιδέας παραμένει αυστηρά ελληνική καθώς κανένα άλλο ορθόδοξο κράτος στον κόσμο δεν ναυλώνει αεροσκάφος για να μεταφέρει το Φως, ούτε φυσικά το υποδέχεται ως αρχηγό κράτους.

Πολιτικές αντιδράσεις

Η μεταφορά του Αγίου Φωτός στην Ελλάδα έχει γίνει πολλάκις θέμα πολιτικής ή κομματικής αντιπαράθεσης.

Το 2015, ο Νίκος Φίλης σχολίασε αρνητικά το γεγονός ότι το Άγιο Φως γίνεται δεκτό με τιμές αρχηγού κράτους. Ταυτόχρονα έκανε το ίδιο σχόλιο και για τα λείψανα της Αγίας Βαρβάρας που μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο «Άγιος Σάββας» στην Αθήνα.

Την ίδια χρονιά, βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ είχαν θέσει το θέμα του κόστους μεταφοράς του Αγίου Φωτός με τον υπουργό εξωτερικών Ν. Κοτζιά να απαντά ότι η μεταφορά στις μητροπόλεις έγινε από ιδιωτική εταιρεία με δικά της έξοδα.

Το 2017 και άλλοι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ έκαναν κριτική στη μεταφορά του Αγίου Φωτός ως «ψευδοθαύμα», αλλά σχολιάστηκαν αρνητικά από μέρος του Τύπου.