Στο δυτικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης 20 χρόνια είναι αρκετά για να τιμωρηθεί ένα βαρύτατο έγκλημα. Τα 20 χρόνια αφορούν στη φυλακή, βέβαια. Τι γίνεται, όμως, όταν η φυλακή δεν είναι ένα κτήριο, αλλά τα όριά της τα βάζει ο ίδιος μας ο εαυτός; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό στην περίπτωση της Μόνικα Λεβίνσκι.

Οι παλαιότεροι οπωσδήποτε θυμούνται το όνομα, έγινε viral λίγο πριν τα τέλη του προηγούμενου αιώνα και για χρόνια ήταν συνώνυμο της… μπερμπάντικης συμπεριφοράς ανδρών με δύναμη και εξουσία απέναντι σε νεαρές, όμορφες και πρόθυμες υφιστάμενές τους.

Η ιστορία με λίγα λόγια: Η Μόνικα Λεβίνσκι, από το 1995 ως το 1997, όντας ασκούμενη στο Λευκό Οίκο, διατηρούσε ερωτική σχέση με τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον. Οι συνευρέσεις τους γίνονταν μέχρι και μέσα στο εμβληματικό Οβάλ Γραφείο. Όταν το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε (από μαρτυρία της Λίντα Τριπ, της ως τότε καλύτερης φίλης της Μόνικα, στην οποία εκμυστηρευόταν τα μυστικά της) ο Κλίντον το αρνήθηκε, αλλά στη συνέχεια το παραδέχτηκε με μια ιστορική, όσο και προσβλητική, «διορθωτική» δήλωση μπροστά στις κάμερες. Τα στοιχεία ήταν πάρα πολλά για να τα αμφισβητήσει. Λίγο έλλειψε, μάλιστα, να χάσει και την προεδρία των ΗΠΑ.

Από τη στιγμή της αποκάλυψης αυτής της παράνομης, αλλά και ανάρμοστης, σχέσης πέρασαν 26 χρόνια. Τόσο ο Μπιλ Κλίντον, όσο και η γυναίκα του Χίλαρι, άφησαν πίσω το κολοσσιαίο σκάνδαλο και προχώρησαν στη ζωή τους. Η Χίλαρι μέχρι που διεκδίκησε και την προεδρία των ΗΠΑ το 2016. Τι έγινε, όμως, με τη Μόνικα Λεβίνσκι;

Η τότε 22χρονη ασκούμενη, η οποία εξαρχής είχε ξεκαθαρίσει πως οτιδήποτε συνέβη με τον τότε πλανητάρχη ήταν απολύτως συναινετικό, σήμερα είναι μια μεσήλικας 50χρονη που ακόμα προσπαθεί να ισορροπήσει και να αφήσει πίσω της την ιστορία. Για πολλούς είναι ακόμα «εκείνη η γυναίκα». Όσο κι αν έχουν περάσει τα χρόνια, όποιος την αναγνωρίζει δεν μπορεί να μην θυμηθεί τις σκηνές των ερωτικών περιπτύξεων με τον Κλίντον, που περιγράφονταν με απόλυτη λεπτομέρεια στα επίσημα έγγραφα. Κι ας έχουν περάσει 26 χρόνια από τότε, το παρελθόν την κυνηγάει και προσπαθεί να το ξορκίσει. Με πολλούς τρόπους.

Μόνικα Λεβίνσκι: Αφηγείται τη δική της πλευρά της ιστορίας

Ο πιο αποτελεσματικός απ’ αυτούς που βρήκε η Μόνικα Λεβίνσκι ήταν να αφηγηθεί την ιστορία της από τη δική της πλευρά. Για να το κάνει αυτό, και να είναι σίγουρη ότι κανείς δεν θα επέμβει στον τρόπο που θέλει να τα πει, έφτιαξε μια δική της εταιρεία τηλεοπτικών παραγωγών. Η οποία, βέβαια, έχει ένα και μοναδικό θέμα να επεξεργαστεί: την ιστορία της με τον Μπιλ Κλίντον. Η εταιρεία επεξεργάζεται ιδέες για ντοκιμαντέρ, συνεντεύξεις και οποιοδήποτε υλικό αφορά την ιστορία. Και φυσικά ήταν αυτή που συνεργάστηκε για την σειρά Impeachment: American Crime Story, μια σειρά δέκα επεισοδίων που προβλήθηκε στο τέλος του 2021 από το FX.

Στη σειρά προβάλλεται η εκδοχή της Μόνικα Λεβίνσκι για τα συμβάντα: Πώς η «φίλη» της Λίντα Τριπ την πρόδωσε παραδίδοντας 20 ώρες ηχογραφημένων τηλεφωνικών συνομιλιών της με την Λεβίνσκι, πώς η Μόνικα κρατήθηκε και ανακρίθηκε επί 11 ώρες, πώς απειλήθηκε με 27 χρόνια φυλακή και πώς στο τέλος παραδέχτηκε την ερωτική της σχέση με τον Μπιλ Κλίντον. Πώς γράφηκε η έκθεση 160 σελίδων που εστάλη στο Κογκρέσο, πώς έγιναν οι ακροάσεις για την παραπομπή του Κλίντον.

Από τότε, η Λεβίνσκι προσπάθησε να επανεφεύρει τον εαυτό της επανειλημμένα, για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς μεγάλη επιτυχία. Υπήρχε μια αποτυχημένη σειρά τσαντών. Ένα σύντομο πέρασμα στο ριάλιτι. Μετακόμιση στο εξωτερικό. Σχεδόν μια δεκαετία απόλυτης σιωπής, με την ελπίδα ότι το πράγμα θα ξεχαστεί.

Η σιωπή αυτή της Μόνικα Λεβίνσκι σταμάτησε το 2014, όταν η ίδια αποδέχτηκε την πρόταση του Vanity Fair να γράψει ένα κείμενο. Σε αυτό τόνισε ότι ήταν καιρός να «κάψει τον μπερέ και να θάψει το μπλε φόρεμα» (αμφότερα εμβληματικά… αξεσουάρ, ειδικά το λερωμένο μπλε φόρεμα). Είπε ότι είναι καιρός να προχωρήσει στη ζωή της.

Έκτοτε βρήκε αμειβόμενη εργασία σε εκστρατεία κατά του εκφοβισμού και έδινε σειρά ομιλιών, επ’ αμοιβή φυσικά. Πρόβαλε το προφίλ της ακτιβίστριας, ειδικά για ανθρώπους που σε μικρή ηλικία έκαναν μεγάλα λάθη, αλλά δικαιούνται τη δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Το 2005 η Μόνικα Λεβίνσκι προσπάθησε για άλλη μια φορά να ξεκινήσει από την αρχή, μετακομίζοντας στο Λονδίνο για μεταπτυχιακό στην κοινωνική ψυχολογία. Ήλπιζε ότι θα μπορούσε να ξαναρχίσει αυτό που ο ψυχολόγος της αποκαλούσε κανονικό αναπτυξιακό μονοπάτι. Ήθελε οικογένεια, παιδιά. Δεν τα έκανε.

Δεν μπόρεσε ποτέ να ξεφύγει από τη σκιά που κρεμόταν πάνω από το όνομά της. Μετά το μεταπτυχιακό της, μετακόμισε για λίγο στο Πόρτλαντ, όπου προσπάθησε, αλλά απέτυχε, να βρει δουλειά στο μάρκετινγκ.

Μετά υποχώρησε. Η Μόνικα Λεβίνσκι επέστρεψε στο Λος Άντζελες, όπου είχε μεγαλώσει, εξακολουθώντας να εξαρτάται από τους γονείς της για οικονομική υποστήριξη. Προσφέρθηκε εθελοντικά και περνούσε χρόνο με φίλους και δούλεψε με διάφορους ειδικούς ψυχικής υγείας. Όλο αυτό το διάστημα, συνέχισε να απορρίπτει προσφορές για να αξιοποιήσει την ιστορία της: τηλεόραση, βιβλία, θεατρικά έργα, ένα graphic novel και εκατοντάδες συνεντεύξεις.

Η Μόνικα Λεβίνσκι είχε περάσει χρόνο σκεπτόμενη τον αντίκτυπο της ντροπής στην ψυχή. Με τη στάση της όλα αυτά τα χρόνια ανάγκασε τους ανθρώπους να την ακούσουν. Ο Ντέιβιντ Λέτερμαν, από τους εμβληματικούς παρουσιαστές-σχολιαστές στην αμερικανική τηλεόραση, της ζήτησε συγγνώμη δημόσια που την κορόιδευε. Έλαβε πρόσκληση να μιλήσει στο TED, και μετά στο Cannes Lions Festival,  όχι για να μιλήσει για το τι συνέβη τότε, αλλά για τι γινόταν τώρα.

Την τελευταία διετία η Μόνικα Λεβίνσκι αφιέρωσε μεγάλο μέρος του χρόνου της και σε άλλα έργα: Δημιούργησε στο ντοκιμαντέρ που είναι εκτελεστική παραγωγή με τον σκηνοθέτη Μαξ Τζόζεφ, «15 Minutes of Shame», που προβλήθηκε στο HBO Max στις αρχές του 2022. Δούλεψε με την παραγωγό Στέισι Σερ σε μια σειρά που επαναπροσδιορίζει ένα κλασικό λογοτεχνικό επίσης για το σεξ και την ντροπή. Και υπέγραψε συμφωνία παραγωγής με την 20th Television. Για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια, φαίνεται να έχει γυρίσει πραγματικά σελίδα στη ζωή της.

Και για την ιστορία: Αποκάλυψε ότι ψήφισε την Χίλαρι Κλίντον στις εκλογές του 2016.

** Με πληροφορίες από New York Times.