Παραφράζοντας τη γνωστή φράση «sic semper tyrannis», θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι «sic semper indoles», δηλαδή «έτσι συμβαίνει πάντα στις διάνοιες». Αυτή η αναφορά είναι η εισαγωγική σύσταση για τον Πολ Μόρφι, μια ιστορική φιγούρα στο παγκόσμιο σκάκι και ένα από εκείνα τα μυαλά που είναι καταδικασμένα να ζήσουν σε μια πνευματική κόλαση.

Στις μέρες μας το είδαμε με τον Μπόμπι Φίσερ. Στα μισά του 19ου αιώνα ο κόσμος αντίκρυσε τον Πολ Μόρφι και δε μπόρεσε με τίποτα να τον ξεχάσει.

Ο Μόρφι γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου του 1837 στη Νέα Ορλεάνη, στη Λουιζιάνα, και από τα 9 του κιόλας χρόνια είχε αναπτύξει μια τέτοια πνευματική ευστροφία μαζί με ειδητική μνήμη, ώστε να διαλύει αντιπάλους στο σκάκι για πλάκα.

Το πρώτο δείγμα δόθηκε στο σπίτι του στην οδό Κανάλ, όταν ένα απόγευμα ο πατέρας του, δικαστής στο Ανώτατο Δικαστήριο της Λουζιάνα, και ο θείος του έπαιζαν για κάμποσες ώρες σκάκι στην αυλή. Κάποια στιγμή οι δύο μονομάχοι είδαν ότι δεν υπήρχαν άλλες κινήσεις να γίνουν και ανακήρυξαν ισοπαλία. Ο 9χρονος Πολ Μόρφι δεν τους άφησε να οριστικοποιήσουν το αποτέλεσμα. Παρακολουθώντας το τραπέζι, γύρισε και είπε στον θείο του «πρέπει να το κερδίσεις. Να, κάνεις check με τον πύργο, ο βασιλιάς του θα αναγκαστεί να τον φάει και τα υπόλοιπα είναι εύκολα». Κι ήταν όντως έτσι.

Ο Έρνεστ Μόρφι, ο θείος του Πολ, εντυπωσιάστηκε τόσο που αποφάσισε να βγάλει τον ανιψιό του στη γύρα για να αντιμετωπίσει φημισμένους ενήλικους παίκτες. Πρώτος στόχος ήταν ο Συνταγματάρχης Γουίνφιλντ Σκοτ. Ο Σκοτ είχε μείνει για πέντε μέρες στην περιοχή, λίγο πριν πάει νότια για να λάβει μέρος στον πόλεμο με το Μεξικό.

Κατά τη διαμονή του εκεί, ζήτησε από τη λέσχη σκακιού στην Royal Street να του βρει έναν δυνατό αντίπαλο για να παίξει. Το ίδιο απόγευμα, στις 8 η ώρα, ο Σκοτ είδε τον μικρό Μόρφι να κάνει την εμφάνιση του και να κάθεται απέναντι του. Σάστισε. Εκνευρίστηκε. Θεώρησε ότι τον κοροϊδεύουν και σηκώθηκε άμεσα να φύγει. Τόσο ο θείος του Πολ όσο και οι υπόλοιποι παρίσταντες στη λέσχη κατεύνασαν την οργή του και του εξήγησαν ότι ο Πολ είναι ένα θαύμα του σκακιού. Δέκα κινήσεις αργότερα, ο Σκοτ είχε ηττηθεί κατά κράτος.

Ο Μόρφι είχε μια απίστευτη διορατικότητα, έπαιζε σε κάθε κίνηση την παρτίδα στο μυαλό του μέσα σε λίγα λεπτά και υπολόγιζε κάθε πιθανή κίνηση που μπορεί να κάνει ο αντίπαλος. Γνώριζε ποια κίνηση του αντιπάλου τον συμφέρει περισσότερο και ποια λιγότερο, γι΄αυτό και αρκετές φορές έκανε ο ίδιος τη λιγότερο υποσχόμενη κίνηση για να παρασύρει τον αντίπαλο. Και μόλις το έκανε, περίμενε σαν αρπακτικό για να επιτεθεί.

«Ακόμα και στις κρίσιμες στιγμές, ο Πολ δεν παίρνει καμία έκφραση που να δείχνει την ψυχολογική του κατάσταση, παραμένει απαθής. Το μόνο που κάνει είναι ένα μικρό σφύριγμα μέχρι να του εμφανιστεί στο μυαλό το πλάνο της νίκης» έγραφε ο θείος του σε εφημερίδα της εποχής που ασχολείτο με το σκάκι.

Μετά τον συνταγματάρχη, απέναντι στον Πολ Μόρφι έκατσε ο Ούγγρος μετανάστης Γιόχαν Λόβενθαλ, ο οποίος ήταν πολύ φημισμένος στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Ούτε αυτός μπόρεσε να αποφύγει την ήττα με τον Πολ να χαρακτηρίζει την αντίδραση του Λόβενθαλ «κωμική».

Το 1850 ο Μόρφι πήρε ένα διάλειμμα λόγω εκπαίδευσης καθώς γράφτηκε στο Spring Hill College στην Αλαμπάμα, όπου και εξελέγη πρόεδρος της αδερφότητας των Ηθοποιών. Μάλιστα, πρωταγωνίστησε στο ανέβασμα του Εμποράκου της Βενετίας στο ρόλο της Πόρσια.

Στα 7 χρόνια της εκπαίδευσης του εκεί, ο Μόρφι έπαιξε ελάχιστα σκάκι, κυρίως σε φιλικό επίπεδο το καλοκαίρι του 1853. Το 1857 αποφοίτησε κι ενώ προηγουμένως είχε κάνει τη διπλωματική του για τον εμφύλιο πόλεμο. Ήταν ένα θέμα που τον βασάνιζε αρκετά και έμελλε να είναι αυτό που θα τον αποτραβούσε μια για πάντα από το σκάκι.

Από το κολέγιο βγήκε με πτυχίο δικηγόρου και επέστρεψε στη Λουιζιάνα για να ανοίξει σε ηλικία 21 ετών δικό του γραφείο. Παράλληλα, επέστρεψε στους σκακιστικούς αγώνες, όχι με διάθεση να κατακτήσει την κορυφή, αλλά με διάθεση να νικήσει τους καλύτερους σκακιστές για να τους δείξει τη δική του ανωτερότητα.

Τον Οκτώβριο του 1857 ο Πολ Μόρφι πήρε μέρος στο 1ο Αμερικανικό Τουρνουά Σκακιού στη Νέα Υόρκη. Κέρδισε τον πρώτο του αγώνα μέσα σε 21 κινήσεις, με τη διάρκεια του να κρατάει λίγα λεπτά, σε μια εποχή μάλιστα που δεν υπήρχε περιορισμός χρόνου στο σκάκι και πολλά παιχνίδια μπορεί να κρατούσαν ως και 3-4 ημέρες.

Σε αυτό το τουρνουά ο Μόρφι βρήκε τη μία και μοναδική νέμεση της καριέρας του στο σκάκι. Μια νέμεση που του έδωσε τεράστιο κίνητρο. Ο Γερμανός μετανάστης Λούις Πόλσεν τον νίκησε στο τρίτο τους παιχνίδι παίζοντας με τις αντοχές του, καθώς κάθε του κίνηση απείχε από την προηγούμενη 75 λεπτά.

Ο Μόρφι φέρεται να εκμυστηρεύτηκε στον Γουίλιαμ Φούλερ, έναν φίλο του σκακιστή, ότι ο Πόλσεν τον είχε φτάσει εκτός ορίων και είπε με στόμφο «δε θα τον αφήσω να με κερδίσει ποτέ ξανά». Όπερ και εγένετο. Στα επόμενα 5 μεταξύ τους παιχνίδια ο Μόρφι κέρδισε και τις 5 φορές και έγινε ένας βασιλιάς στην κοινωνία των σκακιστών.

Επόμενος στο στόχαστρο του Μόρφι ήταν ο κορυφαίος Ευρωπαίος, ο Βρετανός Χάουαρντ Στάουντον. Η λέσχη της Νέας Ορλεάνης συνέλεξε ένα ποσό 5.000 δολαρίων και απέστειλε πρόσκληση στον Στάουντον για να έρθει στην πόλη και να αντιμετωπίσει τον Μόρφι, υποσχόμενη κιόλας να δώσει 1.000 δολάρια στον Στάουντον για τα μεταφορικά του σε περίπτωση που έχανε.

Ο Στάουντον αρνήθηκε την πρόσκληση, όμως ο Μόρφι δεν θα τα παρατούσε εύκολα. Διοργάνωσε ένα ταξίδι στο Μπέρμιγχαμ με στόχο να λάβει μέρος στο εκεί τουρνουά, όπου θα έπαιζε ο Στάουντον. Μόλις όμως έφτασε στην Αγγλία, το τουρνουά αναβλήθηκε για δύο μήνες.

Κάποιος άλλος θα επέστρεφε. Ο Μόρφι όμως ήταν θηρευτής και ήθελε να έχει το τρόπαιο του. Έτσι, παρέμεινε στην Αγγλία και συνεργάστηκε με τον εκδότη Φρέντερικ Ετζ, που ανέλαβε να γίνει ο δημοσιοσχετίστας του και μέσα από τις εφημερίδες του ασκούσε κριτική στον Στάουντον, κατηγορώντας τον για δειλία.

Ο Βρετανός σκακιστής δεν άφησε αναπάντητη αυτή την πρόκληση και μέσα από τη στήλη που διατηρούσε σε εφημερίδα, έγραψε για τον Μόρφι ότι είναι ένας επαγγελματίας σκακιστής, ένας οπορτουνιστής, δεν είχε την οικονομική επιφάνεια που ισχυριζόταν και δεν ήταν ένας τζέντλεμαν, όπως όλοι όσοι έμπαιναν στους κύκλους του σκάκι στην τότε εποχή στη Βρετανία.

«Επίτρεψε μου να επαναλάβω: δεν είμαι επαγγελματίας σκακιστής. Δεν έχω κανένα άλλο κίνητρο για να παίξω σκάκι παρά μόνο την τιμή μου» απαντούσε με ένα γράμμα του ο Μόρφι που πάλευε για 3 μήνες να κανονίσει έναν αγώνα, αλλά η προσπάθεια απέβη άκαρπη. Τον Οκτώβριο του 1858 θα έφευγε για το Παρίσι, όπου θα έκανε το μεγαλύτερο του επίτευγμα.

Σε ένα τουρνουά σκακιού, ο Πολ Μόρφι θα αντιμετώπιζε ταυτόχρονα 8 αντιπάλους με τα μάτια του δεμένα!

Στο Café de la Regence, ο Μόρφι είχε να αντιμετωπίσει τους 8, αλλά και άλλους επαγγελματίες σκακιστές που τους έδιναν συμβουλές για το πώς να κινηθούν. Ο κάθε αντίπαλος θα έπρεπε να ανακοινώνει τις κινήσεις του, ενώ το ίδιο έκανε και ο Μόρφι σε άπταιστα γαλλικά. Μετά από 10 ώρες στις οποίες ο Μόρφι δεν είχε φάει, δεν είχε πιει νερό και δεν είχε πάει τουαλέτα, κέρδισε και τους 8. Θα περίμενε κανείς μια κάποια ικανοποίηση, όμως ο Μόρφι έφυγε μετά τα συγχαρητήρια, με το κεφάλι κατεβασμένο και φανερά συγχυσμένος.

«Τέτοιο μυαλό δεν έχει υπάρξει ως τώρα και δεν θα ξαναϋπάρξει» έγραφαν στην επικεφαλίδα τους οι New York Times.

Η επιστροφή του στη Νέα Ορλεάνη συνδυάστηκε με το ουσιαστικό τέλος του από το σκάκι. Όντας πια ένας παγκοσμίως φημισμένος σκακιστής, ο Πολ Μόρφι ανέφερε ότι θα μπορούσε να τα είχε πάει καλύτερο στο ματς του Παρισιού, κάτι που τον ώθησε μακριά από το σκάκι και προς τη δικηγορία.

Όταν ξέσπασε ο Εμφύλιος, ο Μόρφι ένιωσε διχασμένος, καθώς από τη μία ήταν πιστός στην Ένωση και τη Λουιζιάνα, αλλά από την άλλη κατά του πολέμου.

Έτσι, βρέθηκε να ταξιδεύει μακριά από τον πόλεμο, περνώντας χρόνο στην Αβάνα, στο Κάντιθ της Ισπανίας και το Παρίσι. Από εκεί είναι που σε ένα γράμμα προς έναν φίλο του, τον Ντέιβιντ Γουίλαρντ Φίσκε, εξέφρασε την επιθυμία του να πάψει να ασχολείται με το σκάκι.

Στα επόμενα χρόνια της ζωής του, μέχρι το θάνατο του το 1888 από εγκεφαλικό, ο Πολ Μόρφι προσπαθούσε να διατηρήσει το δικηγορικό του γραφείο, αλλά όλοι οι πελάτες που τον προσέγγιζαν, το έκαναν για να τον ρωτήσουν για το σκάκι, οπότε αναγκαζόταν διαρκώς να το κλείνει και να το ξανανοίγει.

Μια από τις τελευταίες σκακιστικές ιστορίες της ζωής του ήταν όταν στράφηκε προς έναν πλούσιο κάτοικο της Νέας Ορλεάνης για να του ζητήσει δανεικά 200 δολάρια που τα είχε ανάγκη. Ο πλούσιος το θεώρησε ως μια μεγάλη ευκαιρία να τον δει να παίζει σκάκι και του είπε πως θα του δώσει 250 δολάρια αν παίξουν μαζί. Παρά την άρνηση του, ο Πολ Μόρφι τελικά υποτάχθηκε, έπαιξε και σκόπιμα έκανε τις κινήσεις που έπρεπε για να χάσει.

«Την επόμενη φορά που θα παίξουμε, θα σου δώσω τη βασίλισσα» του είπε ο Μόρφι στο τέλος και πήγε να αποχωρήσει. «Πού πας; Τα λεφτά σου;» του φώναξε ο πλούσιος. «Θα έρθω να τα πάρω αύριο» του απάντησε. Και δεν εμφανίστηκε ποτέ…

Φωτογραφία: Pexels/Vlada Karpovich