Η φυλάκιση του εκλεγμένου δήμαρχου Χειμάρας (Βόρεια Ήπειρος) Φρέντι Μπελέρη από την αλβανική κυβέρνηση έφερε πάλι στην επικαιρότητα με βίαιο τρόπο τι συμβαίνει στην περιοχή και την ελληνική μειονότητα που ζει εκεί για αιώνες. Ενός τόπου βασανισμένου, που η μοίρα του και η κυριαρχία του αποφασίστηκε σε κάποια πολύ μακρινά διπλωματικά γραφεία και βάσει των διεθνών συμφερόντων και συγκυριών. Ένας τόπος που μυρίζει Ελλάδα, αλλά αποκόπηκε από την ελληνική επικράτεια και ανήκει στην Αλβανία, αν και καταλήφθηκε με τα όπλα τρεις φορές από τον ελληνικό στρατό.

Στην έναρξη των Βαλκανικών πολέμων το 1912 ο ελληνικός στρατός από την Άρτα (που βρίσκονταν τα σύνορα του ελληνικού κράτους) προέλασε στην Ήπειρο, η οποία τότε αποτελούσε κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε ξεκίνησαν και οι παραλογισμοί με το βόρειο κομμάτι της Ηπείρου και τους ελληνικής καταγωγής και συνείδησης κατοίκους της. Οι παραλογισμοί που συνεχίζονται ακόμα και σήμερα, με τα προβλήματα να παραμένουν και να διογκώνονται, αντί να λύνονται.

Το βιλαέτι των Ιωαννίνων και ο χωρισμός

Για να κάνουμε μια αρχή από κάπου: Η Ήπειρος από την αρχαία περίοδο ήταν όρος γεωγραφικός και όχι πολιτικός. Άρα τα σύνορα της περιοχής της Ηπείρου (άρα και στη Βόρεια Ήπειρο) συρρικνώνονταν ή ξεχείλωναν ανάλογα με το ποιος τα χάραζε ή τι ήθελε να πετύχει. Διοικητικά, η περιοχή ως το 1912 που ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσε το βιλαέτι των Ιωαννίνων.

Βιλαέτι ήταν ο πρώτος βαθμός διοικητικής διαίρεσης, κάτι σαν τη δική μας περιφέρεια, αλλά αρκετά μεγαλύτερη. Τα βιλαέτια χωρίζονταν σε σαντζάκια (σα να λέμε περιφερειακές ενότητες) και τα σαντζάκια σε καζάδες (δήμους). Το οθωμανικό βιλαέτι των Ιωαννίνων, το οποίο συνόρευε με το ελληνικό κράτος, χωριζόταν σε τέσσερα σαντζάκια. Από βορρά προς νότο: Μπερατίου, Αργυροκάστρου, Ιωαννίνων και Πρέβεζας.

Με το που ξεκίνησε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, ο ελληνικός στρατός με γρήγορες κινήσεις απελευθέρωσε όχι μόνο τις περιοχές της Πρέβεζας και των Ιωαννίνων, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του σαντζακίου του Αργυροκάστρου (συγκεκριμένα τους καζάδες-δήμους Αργυροκάστρου, Αγίων Σαράντα, Πρεμετής, Τεπελενίου καιΧειμάρας), όπου υπήρχαν συμπαγείς πληθυσμοί που μιλούσαν ελληνικά, ήταν Χριστιανοί ορθόδοξοι και είχαν ήδη διαμορφωμένη ελληνική εθνική συνείδηση.

Αυτό που μέτρησε εναντίον της Ελλάδας ήταν ότι την ίδια εποχή (1912) ξεκίνησε και η αλβανική επανάσταση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι βλέψεις των Αλβανών ήταν να δημιουργηθεί ένα μεγάλο κράτος, που θα περιείχε διοικητικές περιοχές με αλβανικό πληθυσμό από τα βιλαέτια Ιωαννίνων, Κοσόβου, Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης. Με λίγα λόγια, μια «Μεγάλη Αλβανία».

Οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής, βλέποντας και την περιοχή της Αλβανίας να αποκόπτεται γεωγραφικά από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (αφού Έλληνες, Σέρβοι και Βούλγαροι μοίρασαν Μακεδονία και Θράκη στους Βαλκανικούς Πολέμους) αποφάσισαν γρήγορα τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους. Το οποίο, βέβαια, θα έπαιζε και το ρόλο ευρωπαϊκού (κυρίως ιταλικού) προγεφυρώματος στις ανατολικές ακτές της Αδριατικής.

Δύο σαντζάκια η Αλβανία, δύο η Ελλάδα

Ο κύριος κανόνας εκείνη την εποχή στη χάραξη των εθνικών συνόρων ήταν να λαμβάνεται υπ’ όψιν η εθνική σύσταση του πληθυσμού. Κι εδώ ξεκίνησαν οι παραλογισμοί στη Βόρεια Ήπειρο: Οι Ευρωπαίοι παραδέχονταν μεν ότι στο νότιο μέρος του σαντζακίου του Αργυροκάστρου η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν ελληνική. Με τη συνθήκη του Λονδίνου, ωστόσο, με τη, όπου αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Αλβανίας, όλο το πρώην σαντζάκι Αργυροκάστρου αποδόθηκε στην Αλβανία με λογική… ισαποστάκηδων: Δύο σαντζάκια η Ελλάδα (Πρέβεζας, Ιωαννίνων), δύο και η Αλβανία (Αργυροκάστρου, Μπερατίου).

Ήταν, προφανώς, και ένα χρυσό χάπι προς τους Αλβανούς. Οι οποίοι είχαν μεν μεγάλες βλέψεις για εδάφη (που σήμερα αποτελούν το Κόσοβο και τις βορειοδυτικές επαρχίες της Βόρειας Μακεδονίας) με αλβανική πλειοψηφία, αλλά τους δόθηκαν πολύ λιγότερα απ’ αυτά που διεκδικούσαν. Δεν μπορούσαν, όμως, να κάνουν κι αλλιώς εκείνη την ώρα.

Το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας που δεν εφαρμόστηκε

Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση Βενιζέλου αρνήθηκε να εγκαταλείψει πόλεις και χωριά που είχε απελευθερώσει με τα όπλα. Υποχώρησε μόνο όταν οι Ευρωπαίοι έτριξαν τα δόντια και απείλησαν ότι δεν θα αναγνωρίσουν την ελληνική κυριαρχία επί των νησιών του Βόρειου Αιγαίου, που είχαν καταληφθεί πριν λίγο καιρό. Λειτουργώντας οπορτουνιστικά, ο Βενιζέλος αποφάσισε να κατοχυρώσει πρώτα την ελληνική παρουσία στα νησιά, μάλιστα απέναντι σε έναν πολύ ισχυρότερο αντίπαλο. Η Βόρεια Ήπειρος κατάλαβε ότι το θέμα της θα παρέμενε ανοιχτό.

Οι ντόπιοι Έλληνες αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Στις 28 Φεβρουαρίου 1914 κήρυξαν την αυτονομία της περιοχής ως «Αυτόνομη Δημοκρατια της Βορείου Ηπείρου» με πρόεδρο τον Γεώργιο Χρηστάκη-Ζωγράφο. Παρά το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος δεν τους εφοδίασε καν με τα όπλα που ζητούσαν, πέτυχαν αμέσως αλλεπάλληλες στρατιωτικές νίκες και οδήγησαν το νεοσύστατο αλβανικό κράτος σε συμβιβασμό.

Μόλις τρεις μήνες αργότερα, στις 17 Μαϊου 1914, υπογράφηκε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, το οποίο τερμάτισε τις ένοπλες συγκρούσεις. Στο πρωτόκολλο, η περιοχή με ελληνικούς πληθυσμούς που ανήκε στο αλβανικό κράτος θα είχε διοικητική αυτονομία με προστασία της γλώσσας, της θρησκείας και της παράδοσης του πληθυσμού. Η κυβέρνηση Βενιζέλου πίεσε τον Ζωγράφο να επικυρώσει γρήγορα το πρωτόκολλο με τον Αλβανό πρίγκηπα Βηντ, ο οποίος θα ήταν τυπικά επικεφαλής της αυτόνομης περιοχής.

Οι Ευρωπαίοι δέχτηκαν τους όρους του Πρωτοκόλλου, το οποίο όμως δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη. Αν ψάξει κανείς, βέβαια, να βρει το επίσημο κείμενο αναίρεσης του Πρωτοκόλλου, δεν θα το βρει ποτέ! Δεύτερος παραλογισμός. Τυπικά το Πρωτόκολλο ισχύει ακόμα, αλλά στην ουσία εξαϋλώθηκε στις ταραγμένες εποχές που ακολούθησαν, με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το τέλος των αυτοκρατοριών και τις τεράστιες ανακατατάξεις στα ευρωπαϊκά σύνορα.

Δεύτερη απελευθέρωση, δεύτερη αποχώρηση

Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο ελληνικός στρατός επανεμφανίστηκε στην περιοχή. Τυπικά η αυτονομία καταργήθηκε και η Βόρεια Ήπειρος τέθηκε υπό την προστασία της Ελλάδας. Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1915) και της λειτουργίας δύο κυβερνήσεων στην Ελλάδα (Αθήνας και Θεσσαλονίκης), οι Ιταλοί βρήκαν την ευκαιρία να καταλάβουν ολόκληρη την Αλβανία κι έφτασαν μέχρι τα Ιωάννινα. Η είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ την ώθησε να επανακαταλάβει τα εδάφη όχι μόνο της ελληνικής Ηπείρου, αλλά και του βόρειου κομματιού, ως το Λεσκοβίκι και τη Μοσχόπολη.

Το 1921, ενώ ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε λήξει και το κλίμα στη Μικρά Ασία είχε ήδη αναστραφεί εναντίον της Ελλάδας, έγινε στο Παρίσι διάσκεψη των Συμμάχων, στην οποία ασχολήθηκαν με την Αλβανία. Μετά από διάφορες μηχανορραφίες (και τυπική μόνο στήριξη της Ελλάδας στην ελληνική κοινότητα της Βόρειας Ηπείρου) αποφασίστηκε να επανέλθει η Αλβανία στα προηγούμενα σύνορά της, χωρίς καμία αλλαγή. Δεν αναγνωρίστηκε, όμως, το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, άρα η Βόρεια Ήπειρος παρέμεινε δική της. Τρίτος παραλογισμός. Υπήρχαν, όμως, «εγγυήσεις» για την προστασία της γλώσσας και της θρησκείας των ελληνικών πληθυσμών, χωρίς να ορίζεται γεωγραφικά η περιοχή τους.

Από αυτό ξεκίνησε και ο τέταρτος παραλογισμός. Για να εισέλθει η Αλβανία στην Κοινωνία των Εθνών, τον ΟΗΕ της εποχής (Οκτώβριος 1921) έπρεπε να αποδείξει ότι σέβεται τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Έτσι, λοιπόν, τελείως αυθαίρετα αναγνωρίστηκαν μόνο 103 χωριά ως «μειονοτική ζώνη». Τοπογραφικά και πληθυσμιακά μία πολύ μικρή περιοχή, σε σχέση με τον ελληνικό πληθυσμό που είχε η Βόρεια Ήπειρος.

Έλληνες μόνο όσοι ζουν στα μειονοτικά χωριά!

O πέμπτος χρονικά παραλογισμός χτυπάει κόκκινο: Σύμφωνα με τους νόμους που θέσπισε το αλβανικό κράτος, αναγνωρισμένα μέλη της μειονότητας στη Βόρεια Ήπειρο είναι μόνο όσοι κατοικούν στα συγκεκριμένα χωριά. Αν κάποιος, είτε από επιλογή, είτε από ανάγκη, έφευγε από την μειονοτική ζώνη, έχανε και το δικαίωμα του προσδιορισμού του ως μειονοτικού! Τέτοιοι νόμοι ισχύουν παγκοσμίως μόνο για τους Ινδιάνους των ΗΠΑ, οι οποίοι αποφασίζουν να ζήσουν στις ειδικές ζώνες (reservations) που έχει καθορίσει η κυβέρνηση και όταν μετακομίζουν στις πόλεις χάνουν τα όποια προνόμιά τους.

Το καθεστώς του Αχμέτ Ζώγου, την περίοδο του Μεσοπολέμου (ως το 1939) επιτέθηκε πρώτα στην εκπαίδευση. Το 1926 π.χ. λειτουργούσαν 78 ελληνικά σχολεία στη Βόρεια Ήπειρο και ως το 1934 δεν είχε μείνει ούτε ένα! Με παρέμβαση της ΚτΕ επαναλειτούργησαν κάποια, όμως μόνο μέσα στον περιορισμένο χώρο των 103 χωριών.

Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι γνωστό το έπος της Αλβανίας, όταν ο ελληνικός στρατός όχι μόνο απέκρουσε την ιταλική επίθεση (η Ιταλία είχε καταλάβει αναίμακτα την Αλβανία από το 1939), αλλά γρήγορα μετέφερε τον πόλεμο εντός αλβανικού εδάφους, καταλαμβάνοντας για τρίτη φορά τις ελληνικές πόλεις της Βόρειας Ηπείρου. Μετά την στρατιωτική ήττα, βέβαια, από τους Γερμανούς, οι Ιταλοί επέστρεψαν στην περιοχή και τα σύνορα αποκαταστάθηκαν. Για άλλη μια φορά ο ελληνικός στρατός υποχώρησε χωρίς να έχει ηττηθεί στο συγκεκριμένο πεδίο της μάχης.

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Αλβανία επικράτησε το ιδιότυπο καθεστώς του Ενβέρ Χότζα. Σταλινιστής στην αρχή, μαοϊστής αργότερα, και στο τέλος μοναχικός κομουνιστικός καουμπόι, ο Χότζα εξαρχής δεν είδε με καλό μάτι την ελληνική μειονότητα. Η μειονοτική ζώνη μειώθηκε κι άλλο (εξαιρέθηκε πόλη της Χειμάρας και τρία γειτονικά της χωριά), κι έτσι από 103 οικισμούς η αυτόνομη Βόρεια Ήπειρος περιελάμβανε πλέον μόνο 99. Αυτή η ζώνη παραμένει ακόμα και σήμερα, αν κι έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια από τότε που έπεσε το καθεστώς Χότζα.

Η ύπαρξη της μειονοτικής ζώνης στη Βόρεια Ήπειρο ήταν τελείως τυπική, στην ουσία δεν υπήρξε καμία προστασία της μειονότητας και το καθεστώς Χότζα την αντιμετώπισε ως εν δυνάμει εχθρό του κράτους. Τα σχολεία και οι εκκλησίες έκλεισαν, η ελληνική γλώσσα απαγορεύτηκε αυστηρά εκτός της μειονοτικής ζώνης, σε κάποιες περιπτώσεις και μέσα σ’ αυτήν. Τα ελληνικά ονόματα άλλαξαν επί το αλβανικότερο, πολλές οικογένειες αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε εθνολογικά διαφορετικές περιοχές της κεντρικής και βόρειας Αλβανίας, όπως επίσης και αρκετοί Αλβανοί μετακόμισαν στις νότιες περιοχές για να αλλοιώσουν τη συμπαγή σύνθεση του πληθυσμού.

Στην απογραφή ούτε οι μισοί

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στη διάσκεψη του Παρισιού το 1919 (και τα οποία δέχτηκαν οι Σύμμαχοι) οι Έλληνες της Βόρειας Ηπείρου αριθμούσαν 120.000. Η τελευταία απογραφή του καθεστώτος Χότζα το 1989 τους μέτρησε μόνο 59.000. Οι (σκόπιμες) παραλείψεις στην καταμέτρηση είναι εμφανείς. Σύμφωνα με τις πιο μετριοπαθείς πηγές από την ίδια τη μειονότητα, οι ελληνικής καταγωγής πριν ανοίξουν τα σύνορα με την Ελλάδα ξεπερνούσαν τις 200.000.

Από το 1991, όταν και η Αλβανία υιοθέτησε το δημοκρατικό πολίτευμα, η μειονότητα οργανώθηκε γύρω από συγκεκριμένους θεσμούς και πρόσωπα. Η πολιτική οργάνωση Ομόνοια και ο πολιτικός της βραχίονας, το Κόμμα Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΚΕΑΔ), ανέλαβαν να εκπροσωπήσουν πολιτικά τα μέλη, που ολοένα και λιγόστευαν. Πραγματικοί Βορειοηπειρώτες, αλλά και εικονικοί (Αλβανοί που δήλωναν μέλη της μειονότητας για να έχουν πιο ευνοϊκή μεταχείριση από τις ελληνικές αρχές) αναζήτησαν την τύχη τους ως οικονομικοί μετανάστες στην Ελλάδα και ειδικά τα χωριά της μειονοτικής ζώνης αποψιλώθηκαν από τον πληθυσμό τους.

Το κόμμα, η οργάνωση και γενικά η πολιτική έκφραση της μειονότητας βρέθηκαν πολλές φορές στο στόχαστρο της εκάστοτε κυβέρνησης. Στη δε «απογραφή εθνοτήτων» που επιχειρήθηκε το 2011 ίσχυσε το ίδιο καθεστώς, δηλαδή οι ελληνικής καταγωγής που βρίσκονταν γεωγραφικά εκτός της μειονοτικής ζώνης δεν μπορούσαν να αυτοπροσδιοριστούν.

Το σύμβολο της Χειμάρας

Η Χειμάρα και η εκλογή στη συγκεκριμένη πόλη Έλληνα δήμαρχου αποτελεί διαχρονικό στόχο της μειονότητας. Επειδή η Χειμάρα δεν ανήκει στη μειονοτική ζώνη μπορούν να ορίσουν υποψήφιους όλα τα κόμματα χωρίς περιορισμούς. Η εκλογή πιστοποιεί ότι ο πληθυσμός της πόλης παραμένει κατά πλειοψηφία ελληνικός, γι’ αυτό τα πρόσωπα που διεκδικούν την δημαρχία βρίσκονται πολύ συχνά αντιμέτωπα με τις αλβανικές αρχές. Η σύλληψη και κράτηση του Φρέντι Μπελέρη, εκλεγμένου πλέον εκ νέου δημάρχου της Χειμάρας, είναι φανερό ότι εκεί στοχεύει.

Το ζήτημα είναι ότι μετά από 30 χρόνια και πλέον δημοκρατίας στη γειτονική χώρα δεν έχουν απαλειφθεί παράλογα ζητήματα, που ίσχυαν και πριν ένα αιώνα. Οι μειονοτικοί, παρ’ ότι πλέον η πλειοψηφία τους ζει περισσότερο στην Ελλάδα παρά στην Αλβανία, δεν δέχονται να ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους. Διότι γνωρίζουν ότι θα δώσουν την καλύτερη αφορμή στο καθεστώς να επικαλεστεί την αποχώρησή τους για να κηρύξει το τέλος κι αυτής της υποτυπώδους μειονοτικής ζώνης. Άρα και το τέλος της μειονότητας.