Ήταν 8 το πρωί της 23 Μαρτίου του 1992, όταν συνετελέσθη το απόλυτο φιάσκο της ΕΛ.ΑΣ. Η αστυνομία παρακολουθεί ένα ύποπτο βαν στην οδό Λουίζης Ριανκούρ., ύστερα από πληροφορία που δέχθηκε ότι η 17 Νοέμβρη ετοίμαζε κάποιο χτύπημα, ενώ το βαν βρέθηκε στο ίδιο σημείο για τρίτη φορά μέσα σε μια εβδομάδα.

Η πληροφορία είχε έρθει, όπως υποστήριξε αργότερα η αστυνομία, από μια γυναίκα που είχε πολυετή σχέση με μέλος της οργάνωσης και μόλις αντιλήφθηκε ότι την απατά, ζήλεψε και αποφάσισε να τηλεφωνήσει στην αστυνομία. Τέσσερις αστυνομικοί των ΕΚΑΜ έσπευσαν στο σημείο και παρακολουθούσαν το βαν, όταν είδαν έναν τύπο με περούκα που τον θεωρήσαν ύποπτο. Αμέσως ένας από τους αστυνομικούς έτρεξε να τηλεφωνήσει στα κεντρικά για να δώσει τον αριθμό του βαν, ώστε να διαπιστωθεί αν ήταν κλεμμένο.

Το θράσος των τρομοκρατών ήταν τέτοιο, που από άνθρωπος με την περούκα ακολούθησε τον αστυνομικό την ώρα που έκανε το τηλεφώνημα.

Θα χτυπούσαν τέσσερις μέρες αργότερα

Η επιβεβαίωση ότι το βαν είχε κλαπεί δεν ωφέλησε σε τίποτα την αστυνομία. Το αυτοκίνητο της αστυνομίας κυνήγησε το βαν αλλά δεν πέτυχε και πολλά πράγματα. Στηνστροφή προς τα Τουρκοβούνια, ο οδηγός του αστυνομικού οχήματος έχασε το βαν, αφού για κάποιον λόγο που ακόμα δεν έχει ξεκαθαριστεί, έστριψε προς την Κηφισίας.

Η αστυνομία μόλις είχε υποστεί ένα τεράστιο φιάσκο, αφού είχε την ευκαιρία να πιάσει τα μέλη της 17N, την ώρα της πρόβας του χτυπήματος, που όπως είχε πληροφορήσει η γυναίκα στο τηλεφώνημα, θα γινόταν τέσσερις μέρες αργότερα.

Υπήρχαν διαρροές προς τις τρομοκρατικές οργανώσεις;

Η αστυνομία απέκρυψε το γεγονός για έναν ολόκληρο μήνα, μέχρι που αποκαλύφθηκε το χρονικό του φιάσκου, που έμεινε στην ιστορία ως «φιάσκο της Λουίζης Ριανκούρ». Ο τότε υπουργός Δημοσίας Τάξης, Θεόδωρος Αναγνωστόπουλος, παραδέχθηκε πως «μονάδα των ΕΚΑΜ που πήρε μέρος στην επιχείρηση δεν έκανε καλά τη δουλειά της». Μάλιστα ο υπουργός δήλωσε τότε πως «από την Αστυνομία υπήρχαν διαρροές προς τις τρομοκρατικές οργανώσεις».

«Το ενδεχόμενο οι τρομοκράτες να έχουν προσβάσεις μέσα στην αστυνομία, από τις οποίες αντλούν πληροφορίες, εξετάζει σοβαρά η ηγεσία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης μετά την τελευταία αποτυχία της αστυνομίας να συλλάβει επ’ αυτοφώρω μέλη της “17 Ν”. Κατά τη διάρκεια της χθεσινής συνάντησης του κ. Θ. Αναγνωστόπουλου με τους δημοσιογράφους, ο υπουργός απέδωσε όλη την ευθύνη για τη διαφυγή των τρομοκρατών στους αστυνομικούς που ήταν επιφορτισμένοι με την παρακολούθηση του υπόπτου αυτοκινήτου στην οδό Λ. Ριανκούρ, από τους οποίους κατάφεραν να διαφύγουν…» έγραφε τότε η «Καθημερινή».

Ήθελε… εκδίκηση η απατημένη

Το φιάσκο είχε ως αποτέλεσμα ο τότε επικεφαλής των ΕΚΑΜ, Μιχάλης Μαυρουλέας, να απομακρυνθεί από την θέση του.

Η 17 Νοέμβρη έβγαλε μια προκήρυξη στις 8 Μαΐου του 1992, όπου ανέφερε ότι τα μέλη έκαναν συχνά πρόβες πριν τα χτυπήματα και πως ο Μαυρουλέας ενήργησε συνετά, γιατί αν έδινε εντολή στους αστυνομικούς να πλησιάσουν στο βαν, τότε θα ακολουθούσε ανταλλαγή πυρών.

Αν αναρωτιέστε για την αξιοπιστία της πληροφορίας, η εν λόγω γυναίκα ισχυριζόταν πως είχε πολυετή σχέση με μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης, ωστόσο είχε μάθει πως την απατούσε και ήθελε να τον εκδικηθεί…

Φιάσκο υπ’ αριθμόν 3

Αυτό ήταν το τρίτο φιάσκο για την αστυνομία, όσον αφορά στη σύλληψη της 17 Νοέμβρη. Είχε προηγηθεί η ευκαιρία στις 26 Σεπτεμβρίου του 1989, λίγο μετά την δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, όταν ο αστυνομικός αντί να κυνηγήσει τους υπόπτους, προτίμησε να ανοίξει τον φάκελο που πέταξαν στο έδαφος. Ο φάκελος είχε μέσα μια προκήρυξη της οργάνωσης.

Το ίδιο συνέβη και τον Νοέμβριο του 1991, όταν η αστυνομία έλαβε πληροφορία ότι τρείς άγνωστοι έκλεβαν ένα φορτηγάκι. Πράγματι, οι αστυνομικοί έφθασαν στο σημείο και ακινητοποιήσαν τους τρείς δράστες. Όμως υπήρχε και τέταρτος που είχε ήδη μπει στο φορτηγάκι και αιφνιδίασε τους αστυνομικούς. Το περιστατικό κατέληξε στον τραυματισμό των αστυνομικών, από τις σφαίρες και τις χειροβομβίδες των αγνώστων.

Και αν το 1989 και το 1991, η αστυνομία αιφνιδιάστηκε, στην Λουίζης Ριανκούρ η αστυνομία είχε προετοιμαστεί κατάλληλα. Και παρόλο που ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τους τρομοκράτες, έμεινε με άδεια χέρια.

Τελικά, τα μέλη της 17 Νοέμβρη συνελήφθησαν και η οργάνωση εξαρθρώθηκε 10 χρόνια αργότερα, όταν στις 29 Ιουνίου του 1992, ύστερα από την πρόωρη έκρηξη της βόμβας που πήγαινε να τοποθετήσει ο Σάββας Ξηρός στα εκδοτήρια της εταιρίας Hellas Flying Dolphins στον Πειραιά.

Είχε πάρει 13 εκατομμύρια δραχμές

Αποκαλύψεις επί του θέματος έκανε χρόνια αργότερα ο πρώην αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. (1992-93), Στέφανος Μακρής, στη δίκη των κατηγορουμένων για συμμετοχή στη 17 Νοέμβρη. Υποστήριξε ότι η γυναίκα που τους έδωσε την πληροφορία για τη Λουίζης Ριανκούρ, Μαρία Τσιντέρη, εισέπραξε το ποσό των 13 εκατομμυρίων δραχμών! Ο τότε εισαγγελέας Βασίλης Μαρκής είχε κάνει λόγο για δεύτερο φιάσκο…

Ο Μακρής είχε αναφέρει , ότι το τρίτο δεκαήμερο του Μαρτίου του 1992 δέχθηκε τηλεφώνημα από μια γυναίκα, η οποία του είπε ότι ετοιμαζόταν από τη 17Ν χτύπημα εναντίον δικαστικού λειτουργού στις 27 Μαρτίου και πως, αν αποτύχει η επιχείρηση, τα μέλη της οργάνωσης θα συγκεντρωθούν στη οδό Λουίζης Ριανκούρ. Άμεσα ενημερώθηκε τότε η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης και οργανώθηκε μία επιχείρηση, η οποία όμως απέτυχε.

Σύμφωνα με την κατάθεσή του, στο σημείο που είχε αναφερθεί, εμφανίστηκε ένα κίτρινο φορτηγάκι απ’ όπου κατέβηκαν δύο άτομα, από τους οποίους ο ένας φορούσε περούκα. Μέσα στο φορτηγάκι βρέθηκε, σύμφωνα με τον Μακρή, ένα περίστροφο από αυτά, που είχε κλέψει η 17 Νοέμβρη από το αστυνομικό τμήμα Βύρωνα. Ακολούθησε η επιχείρηση για τον εντοπισμό των δραστών, οι οποίοι μόλις έφυγαν με το φορτηγάκι, χωρίς όμως επιτυχία.

«Αστυνομικό κύκλωμα έστησε την ιστορία»

Την άποψη, ότι κύκλωμα αστυνομικών εκμεταλλεύτηκε την υπόθεση της Λουΐζης Ριανκούρ, με σκοπό να οικειοποιηθεί χρηματικά ποσά εξέφρασε στο ίδιο δικαστήριο ο Σάββας Ξηρός, ο οποίος παραδέχθηκε ότι ήταν παρών στα γεγονότα.

Ο εκ των εγκεφάλων της 17Ν υποστήριξε ότι εκείνη τη μέρα, 23 Μαρτίου 1992, στην οδό Λουίζης Ριανκούρ, υπήρχε μόνον ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας και ότι όλη η περιοχή είχε ελεγχθεί από τα μέλη της οργάνωσης χωρίς να έχει εντοπιστεί καμία άλλη κίνηση της αστυνομίας.

Όπως είπε ο Ξηρός, στο επίμαχο σημείο υπήρχαν μόνο δυο αστυνομικοί που παρακολουθούσαν το φορτηγάκι που εγκατέλειψε η οργάνωση την προηγούμενη μέρα και την Κυριακή 29 Μαρτίου το απόγευμα οι αστυνομικοί βρήκαν μέσα στο φορτηγάκι ένα όπλο από αυτά που είχε ληστέψει η 17 Νοέμβρη από το αστυνομικό τμήμα Βύρωνα. «Αυτό που περιέγραψε ο Μακρής», είπε ο Ξηρός, «η κοσμοσυρροή δηλαδή ήταν πλέον τη Δευτέρα 30 Μαρτίου. Έστησαν την ιστορία τη Δευτέρα, σαν εμποροπανήγυρη ήταν. Αυτό αποδεικνύει ότι το κύκλωμα δεν φτιάχτηκε τότε, προϋπήρχε και εκμεταλλεύτηκε την υπόθεση για να βγάλει περισσότερα λεφτά».

Η άλλη αλήθεια και τα μυστικά κονδύλια

Ο Μακρής στην κατάθεσή του είχε πει και κάτι άλλο: πως η Μαρία Τσιντέρη εργαζόταν σε μικροβιολογικό εργαστήριο και ο σύζυγός της ήταν… αξιωματικός της αστυνομίας. Η ίδια, κατά την προανακριτική διαδικασία, αρνήθηκε κάθε ανάμειξη στην υπόθεση.

Ένα σενάριο με περισσότερο «ζουμί», πάντως, θέλει την πληροφορία να προέρχεται από την ΕΥΠ οι πράκτορες της οποίας είχαν μάθει ότι τα μέλη της 17Ν κάτι ετοίμαζαν αλλά αντί να ενεργήσουν για τη σύλληψή τους, επέλεξαν να δώσουν την πληροφορία στην ΕΛ.ΑΣ. προκειμένου να καρπωθούν την αποζημίωση που προβλεπόταν από τα μυστικά κονδύλια…

Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται, πως γύρω από το συγκεκριμένο φιάσκο στήθηκε ένας χορός εκατομμυρίων χωρίς κανείς να μάθει ποτέ σε ποιες τσέπες κατέληξαν αυτά τα λεφτά γεγονός που εκνεύρισε ακόμα και τον πρόεδρο της δίκης της 17Ν, Μιχάλη Μαργαρίτη, ο οποίος απευθυνόμενος στον πρώην αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ. του είχε πει: «Απορώ με τον τρόπο που δουλέψατε και αφήνει και σε μένα πολλά ερωτηματικά»!