Σε αυτό το σημείο που έχει φτάσει ο πλανήτης ως προς το κλίμα, ο λιγνίτης έφτασε στο τέλος του χρόνου του και η ενεργειακή μετάβαση σε πιο καθαρές πηγές ενέργειας, είναι άμεση. Αυτό είχε συμφωνηθεί στη Συμφωνία του Παρισιού το 2015, αυτό έχουν καθυστερήσει αρκετά να κάνουν οι περισσότερες χώρες του πλανήτη, όμως τα όσα έχουν συμβεί τον τελευταίο ένα χρόνο, ξεκαθάρισαν την ανάγκη για τη μετάβαση.

Ο λιγνίτης οφείλεται για το 45% των εκπομπών αερίων παγκοσμίως. Κι η Ελλάδα είναι μια χώρα που θέλει το 2050 να βασίζει το 95% των αναγκών της σε ήλιο και αέρα.

Αυτό το πλάνο όμως έχει ένα τεράστιο εμπόδιο. Η χώρα έχει υποστεί μέσα σε μερικούς μήνες, από τον Φεβρουάριο ως τα τέλη Αυγούστου, δύο μεγάλα ενεργειακά σοκ. Στα μέσα Φεβρουαρίου είχαμε την εβδομάδα με τα χιόνια που προκάλεσε πολλές διακοπές ρεύματος, κατέστρεψε δίκτυα και έφερε περιοχές της χώρας στο σκοτάδι για 3-4 ημέρες. Το φετινό καλοκαίρι, ο καύσωνας και οι πυρκαγιές προκάλεσαν νέα προβλήματα, με το κράτος να δυσκολεύεται να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της χώρας.

Οι ακραίες καιρικές συνθήκες αποτελούν σε όλα τα μέρη του κόσμου ένα πρόβλημα για την ενεργειακή μετάβαση και πολλές χώρες καλούνται να πάρουν μια απόφαση για το τι αντέχουν να θυσιάσουν και σε ποια χρονική στιγμή. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με ειλικρινή απόκριση προς τον εκάστοτε λαό.

Ήδη το κλείσιμο μιας μονάδας στην Πελοπόννησο που ήταν να γίνει το καλοκαίρι, αλλά αναβλήθηκε για τις 10 Σεπτεμβρίου. Παράλληλα, η Ελλάδα έχει αιτηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να στηθεί ένας μηχανισμός που θα επιτρέπει σε χώρες να διατηρούν εργοστάσια λιγνίτη ως αποθεματικούς σταθμούς και να καταφεύγουν σε αυτούς σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, όπως χιόνια και καύσωνες. Η απόφαση της Επιτροπής αναμένεται στις αρχές του 2022.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, η κυβέρνηση έχει προχωρήσει ήδη στο κλείσιμο τεσσάρων μονάδων λιγνίτη, δύο στην Καρδιά και δύο στο Αμύνταιο, που καλύπτουν το 27% της παραγωγής, ενώ ως το 2023 θέλει να έχει κλείσει κάθε μονάδα, με εξαίρεση μία καινούργια που θα συνεχίσει να λειτουργεί ως το 2028. Ήδη υπάρχει μια σημαντική πρόοδος, αφού το Politico αναφέρει στοιχεία της Eurostat που δείχνουν ότι η Ελλάδα μείωσε το 2020 την παραγωγή λιγνίτη κατά 49%, σε σχέση με το 2019 (από 26.6 εκατομμύρια τόνους σε 13.6 εκατομμύρια).

Οι δύο μονάδες της Καρδιάς σταμάτησαν να λειτουργούν τον Ιούνιο του 2019 όταν εξαντλήθηκαν οι 17.500 ώρες λειτουργίας που δικαιούνταν από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, ενώ οι 17.500 ώρες του ΑΗΣ Αμυνταίου εξαντλήθηκαν τον Νοέμβριο του 2018, ωστόσο ο σταθμός συνέχισε να λειτουργεί ως τις 2 Μαΐου 2020.

Οι 4 αυτές μονάδες ήταν στις πιο ρυπογόνες στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, από το 2012 ως το 2019 Καρδιά Ι και ΙΙ εξέπεμπαν κατά μέσο όρο σχεδόν 15 φορές παραπάνω από τα νέα ευρωπαϊκά όρια εκπομπών για τη σκόνη. Την ίδια περίοδο ο ΑΗΣ Αμυνταίου υπερέβαινε τα αντίστοιχα όρια εκπομπών διοξειδίου του θείου περισσότερο από 6 φορές.

Ο λιγνίτης φεύγει, αλλά η οικονομική καταστροφή των 700 δισ. μπορεί να μην αποφευχθεί

Από την έναρξη λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών το 2005 ως το 2019, ο ΑΗΣ Καρδιάς (μαζί με τις μονάδες III και IV) εξέπεμψε στην ατμόσφαιρα σχεδόν 123 εκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα, ενώ η αντίστοιχη επιβάρυνση από τον ΑΗΣ Αμυνταίου ήταν σχεδόν 60 εκατομμύρια τόνοι.

Ο χρόνος όμως πια δεν είναι με το μέρος μας, καθώς έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος αναδεικνύει την τεράστια οικονομική καταστροφή για την Ελλάδα λόγω της κλιματικής κρίσης. Αυτή προβλέπεται να φτάσει σε απώλεια 700 δισ. ευρώ ως το 2100.

«Ο λιγνίτης πρέπει να αποτελέσει παρελθόν άμεσα» τόνισε ο Νίκος Μάντζαρης, αναλυτής και επικεφαλής του Green Tank, που τον Απρίλιο τόνιζε ότι δεν πρέπει να εγκλωβιστούμε στο ορυκτό αέριο.

«Η επίσημη απόσυρση των τεσσάρων λιγνιτικών μονάδων του Αμυνταίου και της Καρδιάς υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη για ουσιαστική στήριξη των λιγνιτικών περιοχών της χώρας οι οποίες ήδη αντιμετωπίζουν τις συνέπειες της ραγδαίας απολιγνιτοποίησης. Η Ελλάδα έχει κάθε δυνατότητα να μεταβεί από τον λιγνίτη στην καθαρή ενέργεια με κοινωνικά δίκαιο τρόπο χωρίς τη “μεσολάβηση” του ορυκτού αερίου ως καυσίμου μετάβασης.

Η κατασκευή νέων μονάδων ορυκτού αερίου αντίκειται τόσο στον πανευρωπαϊκό στόχο για κλιματική ουδετερότητα όσο και στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία. Το «κλείδωμα» για δεκαετίες στη λανθασμένη επιλογή του ορυκτού αερίου θα στερήσει από τη χώρα πόρους και ευκαιρίες για πραγματική στροφή προς ένα βιώσιμο μέλλον».

Αυτή η άμεση αλλαγή δεν μπορεί να επιτευχθεί γιατί και το κόστος είναι τεράστιο για την ΔΕΗ, το οποίο σημαίνει ότι σύντομα θα το επωμιστεί αυτό ο λαός και οι επιχειρήσεις, οι οποίες ούτως ή άλλως υστερούν στον διεθνή ανταγωνισμό λόγω της υψηλής φορολογίας.

Όλα δείχνουν πως βρισκόμαστε σε έναν λαβύρινθο, αφού από τη μία θα χρειαστεί χρόνος για την ενεργειακή μετάβαση ώστε να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα των λειτουργιών της κοινωνίας κι από την άλλη ο πλανήτης δεν μπορεί να περιμένει άλλο.