Το περίμενε ο Τόμας Γουόκαπ ότι η ανακοίνωση της ελληνοποίησής του θα προκαλούσε τόσα ποικίλα και αντιφατικά σχόλια; Ασφαλώς ο συμπατριώτης μας (πλέον και με την πιο επίσημη βούλα) πλέι μέικερ δεν περίμενε ότι θα περνούσε στα ψιλά της ειδησεογραφίας, ειδικά από τη στιγμή που διαβαίνει πρώτος μια συγκεκριμένη πόρτα: Γίνεται ο πρώτος ξένος μπασκετμπολίστας που παίρνει την ελληνική υπηκοότητα μέσω τιμητικής πολιτογράφησης. Δηλαδή με απόφαση και υπογραφή τόσο του υπουργού Εσωτερικών, όσο και του ανώτατου άρχοντα του κράτους, της Προέδρου της Δημοκρατίας.

Τις προηγούμενες ημέρες γράφτηκαν και ακούστηκαν πολλά για τα υπέρ και τα κατά της κίνησης αυτής. Δεν τονίστηκαν, όμως, όπως θα έπρεπε τα δύο πιο σημαντικά στοιχεία της. Το πρώτο είναι ο απόλυτος περιορισμός που συνιστά αυτή η μέθοδος πολιτογράφησης όσον αφορά την εθνική ομάδα. Και το δεύτερο ότι πρόκειται για μια απολύτως νόμιμη διαδικασία, που δεν έχει καμία σχέση με τους τσαρλατανισμούς και τις παρανομίες-παρατυπίες, στις οποίες είχαν καταφύγει πολλοί από το ελληνικό μπάσκετ στο παρελθόν, προκειμένου να μετατρέψουν απόλυτα αλλοδαπούς μπασκετμπολίστες σε Έλληνες.

Το προξενείο και οι ενορίες

Οι εποχές που αρκούσε ένα έγγραφο από την προξενική αρχή της Νέας Υόρκης ή ένα ιδιόγραφο σημείωμα του ιερέα μιας ενορίας που ανήκει στην Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αμερικής για να «βαφτιστεί» Έλληνας ένας υπήκοος των ΗΠΑ δεν είναι καθόλου μακριά. Αυτή την μέθοδο ακολούθησαν δεκάδες συμπατριώτες και «συμπατριώτες» μας από τις ΗΠΑ, προκειμένου να αγωνιστούν σε ελληνικές ομάδες ήδη από τη δεκαετία του 1970.

Μαζί με τα βέρα ελληνόπουλα της δεύτερης γενιάς μεταναστών, των οποίων η ελληνικότητα ουδέποτε αμφισβητήθηκε (Γκάλης, Γιατζόγλου, Καστρινάκης, Κέφαλος, Χριστοφόρου) υπήρξαν και μπασκετμπολίστες που δεν είχαν καμία σχέση με την Ελλάδα, κι όμως εκμεταλλεύθηκαν αυτή τη «μηχανή» για να αποκτήσουν το ελληνικό διαβατήριο και να παίξουν στην Ελλάδα.

Κάπως έτσι έγινε συμπατριώτης μας ο Ντέιβιντ Νέλσον, που απέκτησε το ελληνικότατο επώνυμο Στεργάκος κι αγωνίστηκε στον Παναθηναϊκό και την εθνική ομάδα, αλλά όπως και ο ίδιος παραδέχτηκε αργότερα είχε περισσότερη σχέση με την Ιρλανδία παρά με τη χώρα μας. Βεβαίως ο Στεργάκος δέθηκε με την Ελλάδα, παντρεύτηκε και Ελληνίδα και τίμησε τα ελληνικά χρώματα. Ο Πολ Μελίνι, μέλος της «ελληνοαμερικανικής» φουρνιάς του Ολυμπιακού μαζί με τους αφιαμφισβήτητα συμπατριώτες μας Γιατζόγλου, Καστρινάκη, Διάκουλα, περισσότερο Ιταλός ήταν παρά Έλληνας.

Όσο για τον Κερτ Ράμπις, ο οποίος πέρασε ένα χρόνο από την ΑΕΚ ως Κυριάκος Ραμπίδης πριν κάνει μεγάλη καριέρα στο ΝΒΑ και στους Λος Άνζτελες Λέικερς, μια τυπική έρευνα στο Τερ Οτ της Ιντιάνα, της γενέτειρας πόλης του, αποδεικνύει ότι η μακρινή καταγωγή της οικογένειάς του είχε σχέση με τη Βαλτική (με τη Λετονία περισσότερο) παρά με την Ελλάδα. Τελευταία κραυγαλέα υπόθεσης ελληνοποίησης ξένου μ’ αυτό τον τρόπο ήταν αυτή του Τζον Μπρούγος, ενός συμπαθούς ψηλού που έπαιξε σε Πανιώνιο και Ηρακλή και μετά το τέλος της καριέρας του αποδείχτηκε περισσότερο Τσέχος παρά Έλληνας.

Οι μπερμπάντηδες που αναγνώρισαν τα εξώγαμα

Όταν ατόνησε η μηχανή με τα παράτυπα (το λιγότερο…) «βαφτιστικά» χαρτιά των ενοριών (οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είχαν καν την υπογραφή του Αρχιεπισκόπου Αμερικής) ξεκίνησε μια άλλη διαδικασία, πολύ πιο τραγελαφική: Αυτή της αναγνώρισης εξώγαμων τέκνων!

Με αυτή τη μέθοδο έγιναν συμπατριώτες μας μια ολόκληρη φουρνιά αθλητών κυρίως από την πρώην Γιουγκοσλαβία, αλλά όχι μόνο: Σοκ-Γιαννόπουλος, Κούουσμα – Μαγουλάς, Τόμιτς – Γιαννακόπουλος, Τάρλατς – Κωνσταντινίδης, Γκούροβιτς – Μαλατράς, Τσουκ – Αργυριάδης, Βούκτσεβιτς – Τσαλίκης, Γιάριτς – Λάτσης, Πετσάρσκι – Μυλωνάς, Στογιάκοβιτς – Κίνης. Όλοι αυτοί, μαζί με τον Ράσκο Νεστέροβιτς – Μακρή, ο οποίος απέκτησε διαβατήριο αλλά δεν έπαιξε ποτέ στην Ελλάδα (!), αναγνώρισαν σιωπηρά ότι υπήρξαν καρποί παράνομου έρωτα του Έλληνα «πατέρα» τους και της μητέρας τους, προκειμένου να αποκτήσουν το διαβατήριο που τους άνοιγε καλύτερες μπασκετικές προοπτικές.

Κανείς απ’ αυτούς, βέβαια, δεν αγωνίστηκε στην εθνική Ελλάδας. Οι Σοκ και Κούουσμα έπαιξαν στην εθνική Εσθονίας, οι Στογιάκοβιτς, Τάρλατς, Γιάριτς, Γκούροβιτς και Πετσάρσκι στην εθνική Σερβίας και ο Νεστέροβιτς στην εθνική Σλοβενίας. Ως κάτοχοι ελληνικών διαβατηρίων, βεβαίως-βεβαίως.

Οι παλιννοστούντες σύντροφοι

Στη συνέχεια το ελληνικό μπάσκετ στράφηκε στην ανατολή και συγκεκριμένα στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ. Εκεί οι κατά τόπους πρεσβείες και προξενεία για λίγες χούφτες δολάρια μπορούσαν να βεβαιώσουν οτιδήποτε. Κι ανάμεσα στα άλλα επιβεβαίωσαν την ελληνική καταγωγή του Αλέξη Αμανατίδη (ο οποίος αργότερα αγωνίστηκε στην εθνική Ρωσίας ως Αλεξέι Ζεβροσένκο), του Ανατόλι Ζουρμπένκο και, κυρίως, του Ιάκωβου Τσακαλίδη από το Ρουστάβι της Γεωργίας, ο οποίος αποδείχτηκε αργότερα ότι λεγόταν Αλεξέι Λέντκοφ, είχε γεννηθεί στο Νοβοσιμπίρσκ της Σιβηρίας και ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος απ’ όσο έγραφαν τα «ελληνικά» χαρτιά του.

Με αυτό τον τρόπο, δηλαδή του παλιννοστούντος συμπατριώτη μας, καταγράφηκε και η πιο κραυγαλέα υπόθεση ελληνοποίησης, αυτή του Σεργκέι Μπατζάρεβιτς. Ο άλλοτε πλέι μέικερ της εθνικής Ρωσίας μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης έπαιξε μεν στην εθνική του, αλλά αγωνίστηκε ως γηγενής και στην Τουρκία και στη χώρα μας, όταν «ανακαλύφθηκε» σχέση της γιαγιάς του με την πόλη του Βόλου. Η αίτηση παλιννόστησης είχε υποβληθεί στο προξενείο του Νευροσίσκ το 1998 και τελικά ο Μπατζάρεβιτς έπαιξε για λογαριασμό του ΠΑΟΚ τη σεζόν 1999-2000. Μετά από ΕΔΕ που διατάχθηκε αποδείχτηκε ότι είχε στηθεί ολόκληρη μηχανή και η αμοιβή οριζόταν στα 2.000 δολάρια το «κεφάλι». Το ελληνικό διαβατήριο αφαιρέθηκε από τον Μπατζάρεβιτς το 2000, όταν πια αυτός είχε αποχωρήσει από την Ελλάδα.

Μετά από την ιστορική αναδρομή, ας πάμε και στο ζουμί της ιστορίας: Ποια σχέση έχει η απολύτως νόμιμη διαδικασία ελληνοποίησης του Γουόκαπ μ’ αυτές τις σκοτεινές, το δίχως άλλο, μεθόδους που μόλις αναφέρθηκαν; Η διαδικασία της τιμητικής πολιτογράφησης, όσο άδικη κι αν φαίνεται σε σχέση με τους ανθρώπους που προσπαθούν χρόνια για την απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας, αν τη φέρει κανείς στα μέτρα του αθλητισμού είναι μακράν η καθαρότερη από τις δεκάδες που έχουν γίνει στο πρόσφατο και απώτερο παρελθόν.

Και κάτι άλλο: Όλοι όσοι προαναφέρθηκαν είχαν δικαίωμα συμμετοχής στην εθνική σαν γνήσιοι συμπατριώτες μας και όχι νατουραλιζέ. Δεν περιοριζόταν, δηλαδή, ο αριθμός τους στον έναν ανά διοργάνωση, που έχει ορίσει η ΦΙΜΠΑ. Προκάλεσαν, λοιπόν, σαφώς μεγαλύτερο πρόβλημα στην ανάπτυξη του εγχώριου ταλέντου του ελληνικού μπάσκετ. Το οποίο, φυσικά, σε περιόδους παχιών αγελάδων παρήγαγε σωρηδόν παίκτες υψηλότατου επιπέδου. Ο Γουόκαπ με τη συγκεκριμένη μέθοδο ελληνοποίησής του δεν μπορεί να αποποιηθεί το καθεστώς του νατουραλιζέ. Αυτό διασφαλίζει ότι, αν παίξει, θα είναι ο μοναδικός τέτοιου είδους παίκτης που θα συμπεριληφθεί στην αποστολή της εθνικής ομάδας.