Οι περισσότεροι – εκτός Δανίας – μάθαμε τον Mads Mikkelsen ως «Le Chiffre», τον (πολύ κακό) αντίπαλο του James Bond στο «Casino Royal». Το ότι έτρεχε αίμα από τα μάτια του όταν δάκρυζε, ήταν από μόνο του μοναδικό – αλλά δεν ήταν αυτό για το οποίο «έγραφε» στον εγκέφαλό σου.

Αν ψάξεις να βρεις τι είναι αυτό που κάνει τόσο ξεχωριστό τον Mikkelsen, μάλλον θα καταλήξεις ότι είναι το βλέμμα του. Παγωμένο όπως η βάση παγόβουνου στα έγκατα του Αρκτικού Ωκεανού, καταφέρνει σχεδόν να το αδειάσει από συναισθήματα όταν ο ρόλος το απαιτεί και την επόμενη στιγμή, αυτά τα «άδεια», παγερά, ανοιχτόχρωμα μάτια, μπορούν ξαφνικά να πλημμυρίσουν από λόγια.

Δεν είναι τυχαίο που θεωρείται – και είναι – ένας πραγματικά σπουδαίος ηθοποιός, τόσο στη Δανία, όσο και στις ΗΠΑ. Κι ας τον μπερδεύουν πολλοί και διάφοροι με τον Vingo Mortensen – ο Mikkelsen το έχει αποδεχθεί και χαμογελάει κάθε φορά που κάποιος τον πλησιάζει και τον αποκαλεί «Vingo», ξεκινώντας κουβέντα με το «έχω δει όλες σου τις ταινίες».

Mikkelsen Mads as Le Chiffre

Τι κι αν άργησε να βρει το δρόμο του…

Στη Δανία ο Mikkelsen δεν ξεχώρισε ούτε για τα μάτια του, ούτε για την ομορφιά του – ο ίδιος δεν θεωρεί τον εαυτό του κάτι το ιδιαίτερο, αλλά όλοι οι υπόλοιποι βλέπουμε, ακόμα και τώρα, στα 57 του, έναν άντρα αφάνταστα γοητευτικό. Αυτό που στην Ελλάδα λέμε «τυπάς». Ο «τυπάς» αυτός, πρωτοσυστήθηκε στο δανέζικο κοινό το 1996: ήταν ο «Tony» στις πρώτες δυο ταινίες της τριλογίας του «Pusher» ως έμπορος ναρκωτικών. Και μετά έγινε ο «Alan Fischer» στο «Rejsenholdet», ο αδίστακτος αλλά τελικά ευαίσθητος αστυνομικός.

Ο Mikkelsen, ωστόσο, δεν γεννήθηκε για να γίνει ηθοποιός. Αν τον ρωτήσεις βέβαια «γεννήθηκες για να γίνεις τι ακριβώς;», θα δυσκολευτεί να απαντήσει. Ασχολήθηκε σοβαρά με τη γυμναστική μέχρι τα 17 του, οπότε θα σου έλεγε «ήθελα να είμαι γυμναστής». Μετά, για μια δεκαετία περίπου, ασχολήθηκε με το χορό, εκεί όπου χρειάστηκε να «παντρέψει» τη γυμναστική με την κίνηση, την ισορροπία με την πειθαρχία, την ατομικότητα με την ομάδα. «Μάλλον μετά ήθελα να γίνω επαγγελματίας χορευτής».

Μόνο που μέσα από το χορό, ανακάλυψε την υποκριτική – ο δικός του χορός, δεν ήταν απλά εκτέλεση ασκήσεων, αλλά ένας ολόκληρος κόσμος, που ξεπρόβαλε μέσα από έναν άλλον κόσμο.

Mikkelsen

«Άρα τελικά γεννήθηκες για να γίνεις ηθοποιός…».

Αν ρώταγες τον Mikkelsen κάτι τέτοιο, θα τραβούσε μερικές τζούρες από το τσιγάρο του για να το σκεφτεί με την ησυχία του. Είναι μανιώδης καπνιστής, είναι η μόνη του κακή συνήθεια που δεν μπορεί να αποχωριστεί και βγαίνει τόσο συχνά έξω για να καπνίσει, που οι παπαρατσικές φωτογραφίες του Mikkelsen να καπνίζει, θα μπορούσαν να είναι το θέμα μιας ολόκληρης έκθεσης φωτογραφίας. «Ναι, υποθέτω τελικά πως ναι», πιθανότατα θα σου απαντούσε μετά από ένα ή δυο τσιγάρα.

Διότι μετά το ρόλο του «Tristan» στο «Βασιλιά Αρθούρο» του 2004, ήρθε το «Casino Royal» το 2006 και ο Mikkelsen έπαψε να είναι Π.Ο.Π.: έγινε πλέον «περιουσιακό στοιχείο» του Χόλιγουντ και όλου του κόσμου και όχι ένας πολύ καλός Δανός ηθοποιός, που θα μπορούσε να διαπρέπει μόνο στις μυστήριες, σκοτεινές, ατμοσφαιρικές, κάπως αργές αλλά σχεδόν πάντα αριστουργημστικές δανέζικες παραγωγές.

Ο Mikkelsen ήταν τόσο καλός, που κέρδισε το Βραβείο Καλύτερου Ηθοποιού στο Φεστιβάλ των Καννών για την ερμηνεία του στην ταινία «Το Κυνήγι», το 2012. Κατάφερε να μπει στα παπούτσια του Hannibal Lecter στη σειρά «Hannibal», από το 2013 ως το 2015.

Έκανε το «τάμα» του στο ναό της Marvel, πολεμώντας τον Doctor Strange και μπήκε στο σύμπαν του «Star Wars» παίζοντας στην ταινία «Rogue One: A Star Wars Story». Έγινε για λίγο κάτι σαν action hero στο «Polar» το 2019 και συγκλόνισε με την ερμηνεία του έναν χρόνο αργότερα στο «Άσπρο Πάτο» του Thomas Vinterberg.

Bad, bad, Mads

Γενικά, στατιστικά μιλώντας, του πάνε πιο πολύ οι ρόλοι του κακού. Ίσως διότι δεν είναι ο «κλασσικός κακός», αλλά καταφέρνει να βάλει στον χαρακτήρα του τόσο μεγάλο εύρος συναισθημάτων, τόση ανθρωπιά μέσα στην απανθρωπιά του, που στο τέλος «σε αναγκάζει» με κάποιον τρόπο να τον συμπαθήσεις.

Ο Mikkelsen δεν είναι ο «κακός» που τον μισείς από το πρώτο λεπτό της ταινίας και παρακαλάς να τον βρει ένα μαρτυρικό τέλος, αλλά ένας «κακός» με τον οποίον βρίσκεις σημεία και στοιχεία να ταυτιστείς, κάπου τον συμπονάς, κάπου τον καταλαβαίνεις – ίσως διότι κάπου κάπου σου θυμίζει εσένα. Ένας τέτοιον «κακό» υποδύεται και στην τελευταία ταινία του «Indiana Jones», έναν Ναζί επιστήμονα ονόματι Jurgen Voller, βασισμένο στον Von Braun. «Κακός», αλλά ιδεολόγος. Ένας παθιασμένος επιστήμονας, που απλά στάθηκε στη λάθος πλευρά της ιστορίας, σε αντίθεση για παράδειγμα με τον Indiana Jones.

Madd Mikkelsen, Indiana Jones

Σε τι θα τον δούμε άραγε μελλοντικά; Σε ό,τι τον ιντριγκάρει περισσότερο – άλλωστε τα έχει δοκιμάσει όλα και τα έχει καταφέρει με αξιοζήλευτη επιτυχία με ό,τι κι αν καταπιάστηκε. Στα 58 του χρόνια πλέον και με το βιογραφικό που έχει φτιάξει, έχει αποκτήσει το προνόμιο να μπορεί να διαλέξει αυτό που θα τον κάνει να περάσει πιο καλά – κι ας είναι συνήθως ο ρόλος ενός πολυεπίπεδου αλλά «κακού» τύπου…