Κάποια ευλογημένη στιγμή, απλώς συμβαίνει. Δεν τίθεται θέμα παρθενογένεσης, δεν υπάρχει τέτοια στη μουσική – και πουθενά εδώ που τα λέμε. Ωριμάζουν οι συνθήκες, ενώνονται δημιουργικές ορμές που δεν τιθασεύονται και δεν (αυτό)περιορίζονται στο «έτσι τα μάθαμε», παίζει ρόλο και η τύχη, πάντα παίζει. Το ταλέντο ξεχειλίζει, η δημιουργικότητα σαρώνει και ξάφνου η ιστορία προχωρά, ένα ή μαζεμένα βήματα πιο πέρα. Η γέννηση της μοντέρνας τζαζ τη δεκαετία του 40’ αποτελεί μια συρραφή τέτοιων στιγμών. Και ο πιανίστας Τελόνιους Μονκ έναν από τους βασικούς, αν όχι το βασικότερο, φορέα αυτής της (μετ)εξέλιξης. Από κοινού με τον Τσάρλι Πάρκερ και τον Ντίζι Γκιλέσπι. Άλτο σαξοφωνίστας ο πρώτος, τρομπετίστας ο δεύτερος. Άπαντες υπέρλαμπροι αστέρες, ιδιοφυΐες στο είδος τους.

Μπορεί στις μέρες μας να έχουμε ταξινομήσει την περίοδο αυτή με τον όρο «μοντέρνα τζαζ», αλλά τότε την έλεγαν αλλιώς: Μπίποπ ή απλώς μποπ. Κανένα είδος μουσικής δεν έχει συνδεθεί τόσο πολύ με τον αυτοσχεδιασμό όσο η τζαζ. Σε πρώτο άκουσμα, μπορεί κανείς να μπερδευτεί και να το συνδέσει με μία κάποια χαλαρότητα. Τίποτα δεν είναι πιο μακριά από την αλήθεια. Για να φτάσεις να είσαι σε θέση, αν το επιθυμείς, να «σκίσεις» τις παρτιτούρες και να υπερκεράσεις τους κανόνες, πρέπει πρώτα να ‘χεις περάσει άπειρες ώρες μελέτης και πρακτικής. Μια διαδικασία που στην πράξη ποτέ δεν τελειώνει. Κι ύστερα, αυτό που ακούγεται σαν της στιγμής στο απαίδευτο, λιγότερο ή περισσότερο, αυτί, είναι στην πραγματικότητα αποτέλεσμα εξαντλητικής «προπόνησης».

Μονκ, αυτός ο «περίεργος», ο τόσο διαφορετικός

Ο Μονκ μαζί με τους εκλεκτούς συναδέλφους της εποχής – επιβάλλεται να προσθέσουμε σε αυτούς τον ντράμερ Κένι Κλαρκ, τον μπασίστα Όσκαρ Πέτιφορντ και τον κιθαρίστα Τσάρλι Κρίστιαν – περνούσαν τις μέρες τους παίζοντας, διαβάζοντας, συζητώντας και καινοτομώντας. Εξερευνώντας πιθανότητες, γεννώντας νέους δρόμους, αλλάζοντας μορφή στα καθιερωμένα.

Δεν είχαν όμως άπαντες την οργανωτική ικανότητα να χειριστούν αυτήν την κατάσταση προς όφελός τους, να επικοινωνήσουν τη δουλειά τους, όπως για παράδειγμα ο Γκιλέσπι που έχτισε μεθοδικά και έξυπνα την καριέρα του έχοντας το χάρισμα να μιλάει και στα πλήθη. Ο Μονκ δεν μπόρεσε ποτέ να συναντηθεί με τις συμβάσεις, να εξηγήσει και να προμοτάρει το έργο του, να παίξει το παιχνίδι του μάρκετινγκ και των δημοσίων σχέσεων.

Μονκ
(Photo credits: Michael Ochs Archives/Getty Images)

Ήταν ο περίεργος, ο παρείσακτος, ο μονόχνοτος και ο «ακοινώνητος». Σηκωνόταν να χορέψει τα σόλο που έπαιζαν οι υπόλοιποι της μπάντας του επειδή απλώς έτσι το ένιωθε και οι κριτικοί τον κατηγορούσαν πως έκανε… τελετουργίες βουντού. Πατούσε τα πλήκτρα σχεδόν χωρίς να λυγίζει τα δάχτυλα. Ο κόσμος και οι δισκογραφικές του ζητούσαν να γράψει κομμάτια με συγκεκριμένο τρόπο, αυτός εξερευνούσε τη μουσική όπως αυτός (μόνο) καταλάβαινε.

Γιατί να είναι τόσο πεισματάρης; Γιατί να επιμένει να παίζει «αργά» ενώ μπορούσε κάλλιστα να τρέξει όσο γρήγορα επέτασσαν οι ρυθμοί της εποχής; Αυτός δεν απαντούσε, τους ζητούσε να ακούσουν, να καταλάβουν, να προσπαθήσουν έστω. Ακόμα και ο Μάιλς Ντέιβις κάποια στιγμή τον ρώτησε γιατί επέμενε με αλλαγές συγχορδίας που ακουγόντουσαν φάλτσες. Αλλά για τον Μονκ δεν ήταν λάθος. Ήταν η λογική κατάληξη ατελείωτων ωρών αναζήτησης. Ένα από τα πιο ωραία που έχουν πει γι’ αυτόν: «Η μουσική του ήταν σαν φύλλα δέντρων. Δεν μεγάλωνε παρά μόνο μέσα από αυτόν». Ή ακόμα, ότι τα κομμάτια του είναι δυο λογιών: Τα δύσκολα στην εκτέλεση και τα αδύνατα. Όλοι οι μουσικοί είναι υποσυνείδητα μαθηματικοί…

Όλα εκεί που πρέπει, τίποτα το τυχαίο ή το συνηθισμένο

Στο βιβλίο του «Τζαζ ρεύματα και στιλ», κορυφαίο στην καταγραφή της ιστορίας της τζαζ, ο συγγραφέας Μαρκ Γκρίντλεϊ εξηγεί με τρόπο εξιδεικευμένο μεν, αλλά αρκετά προσιτό και σε κάποιον απλό αναγνώστη: «Ο Μονκ έγραψε ανορθόδοξες μελωδίες και οι πρόοδοι συγχορδιών του ήταν τόσο δύσκολες που αποτελούσαν πραγματική πρόκληση για τους αυτοσχεδιαστές. Αρκετοί έχουν αφιερώσει ολόκληρα άλμπουμ στη μουσική του και κάποιες μπάντες έκτισαν τα ρεπερτόριά τους κυρίως πάνω σε δικές του συνθέσεις.

Τα τραγούδια του έχουν μια τελείως δική τους λογική και συμμετρία. Είναι τόσο τελειά δομημένα και περιεκτικά που δεν μπορούν να αλλοιωθούν. Ο Μονκ ήταν ειδικός στο να τοποθετεί τονισμούς με ακανόνιστη σειρά, να τελειώνει φράσεις στις λιγότερο αναμενόμενες νότες, κάνοντας όμως το κομμάτι να ακούγεται σαν τα τελειώματα αυτά να ήταν αναμενόμενα εξ αρχής.

Μονκ
(Photo credits: Michael Ochs Archives/Getty Images)

Οι γραμμές του συχνά εμφανίζουν ακανόνιστα περιγράμματα και μερικούς από τους αυτοσχεδιασμούς χαρακτηρίζονται από  ιδιαίτερα παιχνιδιάρικη διάθεση. Η μουσική του αποτελεί μια κατηγορία από μόνη της, μεταδίδει μια σκεπτόμενη ανησυχία. Χρησιμοποιεί τις νότες τόσο φειδωλά που η σιωπή είναι σχεδόν εξίσου σημαντική με τον ήχο.

Η αγωνιώδης επιμέλεια με την οποία επιλέγει κάθε μεμονωμένη νότα και ρυθμό αποκλείει τους μεγάλης διάρκειας αυτοσχεδιασμούς τύπου πνευστών που δημιουργούν οι περισσότεροι άλλοι πιανίστες. Οι αυτοσχεδιασμοί του στο πιάνο σου δίνουν την εντύπωση πως αγωνίζεται να αποφασίσει για την κάθε νότα και τελικά αποφασίσει τελευταία στιγμή. Ωστόσο, τίποτα δεν συμβαίνει κατά τρόπο τυχαίο η συνηθισμένο».

Οι προσωπικοί του δαίμονες, το ανεξίτηλο αποτύπωμα

Κι όμως αυτός ο τόσο σπουδαίος πιανίστας, όλη του τη ζωή πάλευε να συντηρήσει τον εαυτό του και την οικογένεια του, την πολυαγαπημένη του γυναίκα Νέλι Σμιθ και τα δύο τους παιδιά. Έχασε μάλιστατην άδεια εργασίας του όταν συνελήφθη για κατοχή ηρωίνης που άνηκε στον χαρισματικό όσο και αυτοκαταστροφικό επίσης πιανίστα, Μπαντ Πάουελ. Δεν ήθελε να προδώσει το φίλο του, αυτή η ιστορία συνοψίζει αρκετά τον ντόμπρο χαρακτήρα του. Λίγα χρόνια αργότερα κι ενώ για πρώτη φορά είχε αρχίσει να δουλεύει καλά και πολύ, συνελήφθη ξανά με ναρκωτικά οδηγώντας το αυτοκίνητο της προστάτιδας του, της βαρόνης Πανόνικα «Νίκα» Κόνιγκσβαρτερ. Χάνει και πάλι την άδεια εργασίας του…

Ήταν, μαθεύτηκε αργότερα, διπολικός. Κάτι που εξηγεί και την ασυνήθιστη συμπεριφορά του. Αλλά δεν έγινε ποτέ σωστή διάγνωση και έμπλεξε με λάθος φαρμακευτικές αγωγές. Οι «αφραγκιές», η έλλειψη αναγνώρισης, η μη αναγνώριση της προσφοράς, ο θάνατος πολλών φίλων, η πνευματική και σωματική κούραση τον έκαναν το 1975 να αποφασίσει να μην παίξει ποτέ ξανά πιάνο. Κι όντως το έκανε, ναι, τόσο μεγάλο ήταν το βάρος που κουβαλούσε ώστε να απαρνηθεί στην ουσία τον εαυτό του. Επτά χρόνια αργότερα υπέστη εγκεφαλικό. Πέθανε στην αγκαλιά της Νέλι του, 12 μέρες αργότερα, σε ηλικία μόλις 64 ετών.

Είναι πάντα γοητευτική η στιγμή που έρχεται στο φως ένας τέτοιος αδικημένος, είναι γλυκιά η δύναμη της εξιλέωσης. Έστω καθυστερημένα αναγνωρίστηκε ως θρύλος της τζαζ. Του άρεσε η σιωπή, μόνο έτσι δημιουργούσε. Σαν ένας μοναχός (όπως δηλαδή σημαίνει το «Monk» στα αγγλικά) που με την προσευχή προσεγγίζει το θείο.

Αλλά κανείς μόνο ασεβής στη μνήμη του δεν θα ήταν, αν έλεγε πως ο Τελόνιους Μονκ έκανε το μεγαλύτερο δυνατό θόρυβο, άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα και ακούγεται πάντα και μόνο δυνατά. Μαζί, ότι έζησε όπως αυτός όρισε. «Πίστευα πάντα ότι πρέπει να είμαι ο εαυτός μου. Παρότι πρέπει να προσέχεις τι κάνουν και οι άλλοι, δεν υπάρχει ποτέ κανένας λόγος για να τους αντιγράψεις», είχε πει και σίγουρα δεν παρέκκλινε εκατοστό από αυτό.