Στα ταϊλανδέζικα, μια από τις πιο παράξενες γλώσσες του κόσμου, μάλιστα με δικό της αλφάβητο, τον δυνατό άνεμο τον ονομάζουν «λομ ρενγκ». Είναι συχνό φαινόμενο, ειδικά στις βόρειες επαρχίες, να σαρώνουν τέτοιοι «λομ ρενγκ» την ύπαιθρο και να ευθύνονται για πλημμύρες, καταστροφές και άλλα τέτοια δεινά. Από την Κυριακή, όμως, ένας άλλος «λομ ρενγκ», εκλογικός αυτή τη φορά, σάρωσε την μεγαλύτερη χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας απ’ άκρη σ’ άκρη.

Δεν είναι εύκολο να διεξάγονται εκλογές ενώ η χώρα βρίσκεται σε καθεστώς στρατιωτικής χούντας. Ακόμα περισσότερο δύσκολο είναι να αποδοκιμάζουν οι πολίτες ανοιχτά το καθεστώς και να δηλώνουν με πάθος στην κάλπη τη διάθεσή τους για αλλαγές. Αυτό έγινε στην Ταϊλάνδη την Κυριακή. Μια σαρωτική νίκη-έκπληξη κομμάτων της αντιπολίτευσης, με πρώτο και καλύτερο το κόμμα «Πάμε Μπροστά» του 42χρονου Πίτα Λιμτζαρόενρατ.

Διπλάσιες έδρες, δεύτερη η Σιναουάτρα

Το κόμμα εξασφάλισε το 36,2% των ψήφων και σχεδόν διπλασίασε τις έδρες του στη Βουλή των Αντιπροσώπων: Πλέον έχει 152 έδρες από 81 που είχε στο προηγούμενο κοινοβούλιο. Το επίσης αντιπολιτευόμενο – και εν πολλοίς λαϊκίστικο –  κόμμα Φέου Τάι (που σημαίνει «Για τους Ταϊλανδούς»), το οποίο ελέγχεται από την πανίσχυρη πολιτική οικογένεια Σιναουάτρα, ήλθε δεύτερο με 27,7% και 141 έδρες.

Παρένθεση: Αν σας λέει κάτι το όνομα Σιναουάτρα, παρ’ όλο που δεν παρακολουθείτε τα πολιτικά της Ταϊλάνδης, δεν κάνετε λάθος. Ο Θακσίν Σιναουάτρα υπήρξε μεν πρωθυπουργός της χώρας το διάστημα 2001-06, αλλά έγινε γνωστός στην Ευρώπη όταν αγόρασε τη Μάντσεστερ Σίτι το 2007 έναντι 82 εκατομμυρίων στερλινών. Παρ’ ότι δήλωνε τρελός με το ποδόσφαιρο και έτοιμος να επενδύσει πακτωλό χρημάτων, τελικά τον επόμενο χρόνο πούλησε την ομάδα στους Άραβες έναντι 200 εκατομμυρίων στερλινών. Πολύ καλά πήγε αυτό. Κλείνει η παρένθεση.

Σφαλιάρα στα κυβερνητικά κόμματα

Ακόμα περισσότερο εντυπωσιακό από την απήχηση των αντιπολιτευτικών κομμάτων είναι η σφαλιάρα που δέχτηκαν αυτά που στηρίζονται από τη χούντα. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τον πρώην κυβερνητικό συνασπισμό των τριών κομμάτων το πιο δυνατό κόμμα που βγήκε από τις κάλπες είναι το μικρό Μπουμτζαϊτάι, το οποίο επικέντρωσε την προεκλογική του εκστρατεία σε ένα και μόνο θέμα: Την αποποινικοποίηση της χρήσης κάνναβης! Αυτό και μόνο του έφτανε για να πάρει 70 έδρες στο κοινοβούλιο, το οποίο έχει συνολικά 500 έδρες.

Το κόμμα που κυβερνούσε μέχρι πρότινος, το Παλάνγκ Πρατσαράτ, ελέγχει πλέον μόνο 40 έδρες. Ο δε απερχόμενος πρωθυπουργός Πραγιούτ Τσαν-ο-σα, ο οποίος αποχώρησε από το κόμμα για να φτιάξει δικό του, ελέγχει πια μόνο 36 έδρες. Η αλλαγή είναι κάτι παραπάνω από εμφανής.

Πάνω από το 75% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, περίπου 40 εκατομμύρια άνθρωποι, πήγαν στις κάλπες για να ψηφίσουν. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια συγκεκριμένη μερίδα του πληθυσμού που ζητάει αλλαγή, αλλά για ένα παλλαϊκό αίτημα. Το οποίο, βέβαια, θα έχει δυσκολίες να πραγματοποιηθεί ήδη από τις πρώτες ώρες.

Αλλαγές μέχρι και στον βασιλιά

Οι πολιτικοί αναλυτές είναι βέβαιοι πως και ο ίδιος ο Πίτα (έτσι τον αποκαλούν ακόμα και επισήμως, στα δελτία ειδήσεων, πού να μπλέκουν μ’ αυτά τα επώνυμα-σιδηρόδρομους…) αιφνιδιάστηκε με την απήχηση που είχε. Φαινόταν ότι θα πάει καλά, αλλά κανείς δεν περίμενε να ξεπεράσει μέχρι και το κόμμα των Σιναουάτρα, το οποίο από πέρυσι έχει επικεφαλής την δεύτερη κόρη του μεγιστάνα Θανκσίν. Η 37χρονη Πεθονγκτάρν Σιναουάτρα, απόφοιτος του βρετανικού πανεπιστημίου του Σάρει μεταξύ άλλων, εκπροσωπεί κι αυτή την αλλαγή. Αλλά όχι με τον τρόπο που το κάνει ο Πίτα.

Εξαρχής ο ηγέτης του πρώτου κόμματος μίλησε για αλλαγές σε όλα: Από τη ρύθμιση των αγροτικών δανείων (ένας διαχρονικός βραχνάς για τη χώρα) μέχρι τις βαθιές τομές στην τουριστική βιομηχανία, για να πάψει η Ταϊλάνδη να θεωρείται ο Νο1 προορισμός σεξοτουρισμού στον κόσμο.

Ακόμα περισσότερο, όμως, μίλησε για θέματα-ταμπού, όπως οι μεταρρυθμίσεις στο ζήτημα της βασιλικής οικογένειας. Στη βαθιά συντηρητική (ως τώρα, τουλάχιστον) κοινωνία της Ταϊλάνδης ο βασιλιάς είναι πρόσωπο ιερό, όποια συμπεριφορά κι αν έχει, και προστατεύεται από δρακόντειους νόμους: Όποιος γράψει ή μιλήσει εναντίον του έχει τουλάχιστον 15 χρόνια φυλακή στο τσεπάκι για «προσβολή της βασιλείας».

O νυν μονάρχης, ο 70χρονος Μάχα Βατζιραλονγκόρν, που ανέβηκε στο θρόνο το 2016, έχει κατηγορηθεί για πλήρη αδιαφορία προς το λαό του. Ζει μόνιμα στη Βαυαρία, ξοδεύει καραβιές χρημάτων και δεν κάνει τίποτα. Όσο για τις ερωτοδουλειές του, αρκεί να σημειώσουμε ότι το 2020 ενεργοποίησε έναν αρχαίο βασιλικό νόμο για να νομιμοποιήσει, εκτός από τη σύζυγό του, και την ερωμένη του Νιραμόν Ουνπρόμ, στην οποία έδωσε τον τίτλο «βασιλική παλλακίδα»! Μάλιστα…

Περιζήτητος εργένης που έδερνε τη γυναίκα του

Οι αντίπαλοι του Πίτα λένε με κακεντρέχεια ότι τις περισσότερες ψήφους δεν τις πήρε γι’ αυτά που λέει, αλλά για την εικόνα του. Ο 42χρονος θεωρείται αυτή τη στιγμή ο πιο γοητευτικός εργένης στην Ταϊλάνδη, με lifestyle περιοδικά να τον τοποθετούν στην πρώτη θέση της λίστας, μετά το διαζύγιό του με την διάσημη ηθοποιό Τσουτίμα το 2019. Αν και η Τσουτίμα τότε τον κατηγόρησε ότι την έδερνε συστηματικά και κατέθεσε μάλιστα μήνυση εναντίον του (διεκδικώντας και την επιμέλεια του παιδιού τους), τους τελευταίους μήνες τα απέσυρε όλα και δήλωσε, μάλιστα, ευτυχισμένη για την εκλογική του νίκη.

Δεν γνωρίζει κανείς πόσες ταϊλανδέζικες ψήφοι στον Πίτα ήλθαν πράγματι από κοριτσάκια που τον φαντασιώνονται. Το ζήτημα είναι ότι με το καλημέρα έχει ν’ αντιμετωπίσει ένα τεράστιο εμπόδιο. Η στρατιωτική χούντα, που κυβερνάει ουσιαστικά την Ταϊλάνδη από το 2014, είχε προφανώς προβλέψει το ενδεχόμενο αποδοκιμασίας της από τον κόσμο, οπότε άλλαξε το Σύνταγμα και όρισε ότι για πρωθυπουργό ψηφίζουν όχι μόνο τα 500 μέλη της Βουλής, αλλά και τα 250 της Γερουσίας. Λεπτομέρεια: ΟΛΑ τα μέλη της Γερουσίας είναι διορισμένα από τη χούντα και όχι εκλεγμένα.

Για να γίνει πρωθυπουργός, λοιπόν, ο Πίτα χρειάζεται 375 ψήφους. Αν αθροίσουμε τις έδρες τις δικές του και της Σιναουάτρα, φτάνουν στις 293. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να στηριχθεί σε μικρότερα κόμματα από τα 18 (!) που εξασφάλισαν έστω μία έδρα στη Βουλή.

Δύσκολη εξίσωση, δεδομένου ότι οι 250 της Γερουσίας θα τον καταψηφίσουν μονοκούκι. Το γεγονός, όμως, δεν μειώνει σε τίποτα το αντίκτυπο της νίκης. Το μήνυμα είναι τόσο ηχηρό και σαφές, που δεν μπορεί να το παρακάμψει ούτε η χούντα. Όσο για τον βασιλιά, μάλλον θα πρέπει να ασχοληθεί περισσότερο για το πώς θα βελτιώσει το φιλολαϊκό προφίλ του, αν θέλει να συνεχίσει να απολαμβάνει τα αρχαία του προνόμια.