Μια από τις πλέον εμβληματικές και επιδραστικές προσωπικότητες στην ιστορία της Ελλάδας. Ένας άνθρωπος που νιώθεις την Ιστορία να σου μιλάει στο άκουσμα και μόνο του ονόματός του. Ο Μίκης Θεοδωράκης πέθανε, αλλά δεν θα πεθάνει ποτέ. Αυτά που άφησε πίσω του, ως έργο, ως παρακαταθήκη είναι πιο δυνατά από το θάνατο.

Έχουν ειπωθεί και γραφεί λίγο πολύ όλα για τον σπουδαίο μουσικοσυνθέτη. Παρακάτω θα επιχειρήσουμε να αναφερθούμε σε 5 άγνωστες ή έστω όχι ευρέως γνωστές ιστορίες από την πολυτάραχη ζωή του. Αν δεν είχε «φύγει» στις 2 Σεπτεμβρίου του 2021, σήμερα (29/7) θα γινόταν 98 ετών. Χρόνια πολλά Μίκη – άλλωστε δεν «έφυγες» ποτέ.

Μίκης Θεοδωράκης

Ο Μίκης Θεοδωράκης μέσα από 5 ιστορίες

Ένα όνομα μπροστά από την εποχή του

Μην κοιτάμε το «σήμερα» με τα περίεργα, διαφορετικά μικρά ονόματα. Εν έτει 2025, όταν δηλαδή γεννήθηκε ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν πολύ περίεργο να σπάνε τα καθιερωμένα.

Για το εντελώς ξεχωριστό «Μίκης» ο τρόπον τινά «νονός» ήταν ένας θείος του που μόλις είχε επιστρέψει από την Αίγυπτο. Το «Μιχάλης» δεν του αρκούσε, του φαινόταν πολύ συνηθισμένο. Λέγε, λέγε, το όνομα κόλλησε στον μικρό.

Όταν η οικογένεια μετακόμισε στην Κεφαλονιά οι ντόπιοι τον φωνάζανε «Μικιό». Ο μικρός Θεοδωράκης ύψωσε ανάστημα: «Καλύτερα Μίκης παρά Μικιός». Κι αυτό ήταν. Για πάντα.

Η συνάντηση με τον πεθερό

«Μουσικός; Άδειο πιάτο!». Το να πούμε πως ο πατέρας της Μυρτώς Αλτίνογλου χάρηκε όταν έμαθε τι δουλειά έκανε ο αγαπητικός που είχε φέρει σπίτι για να του παρουσιάσει η κόρη του, θα ήταν μάλλον αφελές! Το έκανε σαφές με την άνωθεν ατάκα.

Ο καιρός όμως έδειξε πως όλα ήταν σοφά καμωμένα. Και κυρίως η σχέση μεταξύ των δύο. Μίκης και Μυρτώ έμειναν μαζί μια ολόκληρη ζωή. Η πιο γλυκιά μελωδία…

Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε σαν σήμερα

Ο «Ζορμπάς» γονάτισε τον βασανιστή

Κατά τη διάρκεια της Χούντας, οδηγήθηκε μια μέρα στο κολαστήριο της οδού Μπουμπουλίνας. Βρέθηκε μπροστά σε ένα διαβόητο βασανιστή της εποχής, που τον απείλησε ευθέως πως θα τον σκοτώσει.

Αντί απάντησης, ο Μίκης άρχισε να μουρμουράει τη μουσική του «Ζορμπά». «Αν πεθάνω, κάθε φορά που θα ακούγεται θα σε κυνηγάει ο “Ζορμπάς”. Κι εσένα και τα αφεντικά σου», του είπε.

Η μουσική τον είχε μόλις σώσει. Η μουσική του. Όπως και το αδάμαστο πνεύμα του. Το ίδιο που τον είχε κρατήσει όρθιο ψυχικά στη Μακρόνησο.

Λέει πολλά, τα πάντα ίσως, η παρακάτω ανατριχιαστική ιστορία: Κάποτε τον «έχτισαν» σε ένα λάκκο, δεν μπορούσε να κινήσει χέρια και πόδια και πήγαινε μάλιστα ένας δεσμοφύλακας και αφόδευε από πάνω του.

Κι ύστερα, το βράδυ, ερχόταν ένας ποντικός και του δάγκωνε το κεφάλι. Κι αυτός δάγκωνε τον ποντικό για να τον απομακρύνει. Αυτή την ιστορία την διηγούταν μάλιστα τα κατοπινά χρόνια σαν… αστεία. Για τέτοια δύναμη ψυχής μιλάμε.

Μίκης Θεοδωράκης

Η φιλία όλα τα νικά

Με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση ήταν πολύ καλοί φίλοι. Με τον «Επιτάφιο» και το «Άξιον Εστί» να σφραγίζουν ανεξίτηλα ποιοτικά και μουσικά και τη μεταξύ τους επαγγελματική σχέση.

Μέχρι που ήρθε η δικτατορία. Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν μπόρεσε να χωνέψει την ανεκτική στάση που έδειξε ο μετέπειτα «σερ» του ελληνικού τραγουδιού στο νέο καθεστώς, το ότι δεν είχε ούτε την όρεξη ούτε τη δύναμη να αντισταθεί.

Τα βρήκαν τελικά αρκετά χρόνια αργότερα μετά από παρέμβαση φίλων. Είπαν ό,τι είχαν να πουν για τότε, ξεθύμαναν και κατέληξαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου με δάκρυα στα μάτια.

Που έχεις για καμάρι σου…

«Στη ζωή μου είχα δύο κακά: Ημουν αριστερός και ποδοσφαιρόφιλος», είχε πει κάποια στιγμή ο Μίκης Θεοδωράκης.

Είχε μεγάλη αγάπη για τον Ολυμπιακό ο Μίκης Θεοδωράκης. Δέθηκε άρρηκτα μαζί του όταν, παιδί ων στο Αργοστόλι, διάβασε για πρώτη φορά στην εφημερίδα για την περίφημη ομάδα των 5 αδελφών Ανδριανόπουλων. Αυτό ήταν. Ομάδα δεν αλλάζεις ποτέ.

Αγαπούσε βέβαια και την Εθνική Ελλάδας. Μάλιστα, ο Μίκης Θεοδωράκης υποδέχτηκε στο σπίτι του, όταν ήταν 88 ετών, τους περισσότερους διεθνείς από την ομάδαρα του 2004.

Το δίπατο σπίτι του, στο κέντρο της Αθήνας, από το οποίο είχε πιάτο θέα την Ακρόπολη. Δε χόρταινε να την ατενίζει. Και έλεγε πάντα πως αυτό θα ήταν ένα από τα πράγματα που θα του έλειπαν περισσότερα όταν θα έφευγε απ’ αυτόν τον κόσμο. Πως δεν θα μπορεί δηλαδή πια να την κοιτάζει.