Η Ελλάδα απελευθερώθηκε μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, οριστικά, το 1830. Ωστόσο όχι… ολάκερη η Αθήνα. Στην Ακρόπολη, πάνω στον Ιερό Βράχο, υπήρχε τούρκικο… φυλάκιο για καιρό ακόμη. Ως και, σαν σήμερα, 31 Ιανουαρίου 1833!

Η ως τότε φραγκοκρατούμενη Αθήνα καταλήφθηκε το 1456 από τους Οθωμανούς ενώ η κατάκτηση της ολοκληρώθηκε το 1458 με την άλωση της Ακρόπολης που αποτελούσε δύσβατο μέρος για κάθε εισβολέα.

Ύστερα από μια βραχύβια κατάληψη της πόλης από τους Βενετούς (1687) η οθωμανική κυριαρχία επανήλθε. Βέβαια η Αθήνα πλήρωσε πολύ ακριβά και το σύντομο «πέρασμα» των Βενετών από αυτή. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1687 κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ακρόπολης, μια οβίδα των Βενετών ανατίναξε τη στέγη και ένα μέρος της πλευράς του Παρθενώνα που είχε μετατραπεί από τους Τούρκους σε πυριτιδαποθήκη. Αποχωρώντας ο Φραντσέσκο, δόγης αρχιστράτηγος των Βενετών έκλεψε τους λέοντες της Ακρόπολης, του Θησείου και του Πειραιά που τους μετέφερε στη Βενετία. Φοβούμενοι τουρκικά αντίποινα 5.000 Αθηναίοι εγκατέλειψαν την πόλη και εγκαταστάθηκαν κατά πλειονότητα σε βενετικές κτήσεις.

Επανάσταση, πολιορκίες και παράδοση

Πριν από την Επανάσταση του 1821 η Φιλική Εταιρεία είχε διεισδύσει και στην Αττική. Στις 25 Απριλίου 1821 επαναστατημένοι Έλληνες με επικεφαλής τον Δήμο Αντωνίου κατέλαβαν την Αθήνα και οι Τούρκοι κλείστηκαν στο φρούριο της Ακρόπολης. Στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος κοντά στο Δημοπρατήριο έγινε κατανυκτική λειτουργία από τον Μητροπολίτη Αθηνών Διονύσιο και ευλογήθηκαν τα όπλα των επαναστατών. Από τότε άρχισε η συστηματική πολιορκία της Ακρόπολης με εκατέρωθεν απώλειες. Σε μία σύγκρουση στις 8 Ιουνίου 1821 σκοτώθηκε ο Αντωνίου. Ο Δημήτριος Υψηλάντης έστειλε ως αντικαταστάτη του τον Λιβέριο Λιβερόπουλο. Η κάθοδος όμως του Ομέρ Βρυώνη στην Αθήνα ανάγκασε τους Έλληνες να εγκαταλείψουν την πολιορκία και να καταφύγουν στα γειτονικά νησιά.

Τον Νοέμβριο του 1821 όμως η πολιορκία της Ακρόπολης επαναλήφθηκε υπό την ηγεσία του Παναγιώτη Κτενά και αργότερα του Ηλία Μαυρομιχάλη. Στις 10 Ιουνίου 1822 η Ακρόπολη παραδόθηκε στους επαναστάτες και στον Ιερό Βράχο υψώθηκε η ελληνική σημαία. Την αρχηγία των ελληνικών ενόπλων σωμάτων της Αττικής ανέλαβαν στη συνέχεια ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και ο Ιωάννης Γκούρας.

Στις αρχές του 1826 ήρθε στην Αθήνα ο Γάλλος Συνταγματάρχης Φαβιέρος και συγκρότησε τον πρώτο τακτικό ελληνικό στρατό. Το καλοκαίρι του 1826 ο Κιουταχής εκστράτευσε στην Αττική μετά την πτώση του Μεσολογγίου. Στις 3 Αυγούστου κατέλαβε την Αθήνα και οι κάτοικοι κλείστηκαν στην Ακρόπολη. Ο Γιώργος Καραϊσκάκης και ο Γάλλος φιλέλληνας στρατηγός Κάρολος Φαβιέρος έσπευσαν να βοηθήσουν τους πολιορκημένους και συγκρούστηκαν με τους Τούρκους στο Χαϊδάρι (6-8 Αυγούστου 1826). Οι απώλειες ήταν μεγάλες και από τις δύο πλευρές όμως οι Έλληνες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στην Ελευσίνα.

Μετά τη μάχη οι Τούρκοι έσφιξαν περισσότερο τον πολιορκητικό κριό γύρω από την Ακρόπολη. Όμως οι Έλληνες με επικεφαλής τον Γκούρα αντιστέκονταν σθεναρά. Στις 30 Σεπτεμβρίου όμως σκοτώθηκε ο Γκούρας και την αρχηγία των Ελλήνων ως τα μέσα Οκτωβρίου 1826 ανέλαβε ο Νικόλαος Κριεζώτης. Μετά τον θάνατο (ή μήπως… δολοφονία;) του Καραϊσκάκη στις 22 Απριλίου 1827 και την καταστροφική για τους Έλληνες μάχη του Ανάλατου (24/4/1827) ο Γάλλος ναύαρχος Ερρίκος Δεριγνί, ένας από τους επικεφαλής των συμμαχικών στόλων στη ναυμαχία του Ναβαρίνου τον Οκτώβριο του 1827, μεσολάβησε και οι έγκλειστοι στην Ακρόπολη Έλληνες αναγκάστηκαν να παραδώσουν το φρούριο στις 24 Μαΐου και να αποσυρθούν στη Σαλαμίνα, την Αίγινα και άλλα νησιά.

Ακρόπολη

Εκεί έμειναν ως την υπογραφή του Πρωτόκολλου του Λονδίνου (22 Ιανουαρίου 1830, με το νέο ημερολόγιο 3/2/1830),όμως η Ακρόπολη παρέμενε στα χέρια των Τούρκων που επίσημα τουλάχιστον, δεν είχαν παραδώσει ούτε την Αθήνα…

Δεν έφευγαν οι Τούρκοι

Η 22α Ιανουαρίου 1831 είχε ορισθεί από τους αντιπρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων στο Ναύπλιο ως ημέρα παράδοσης στους Έλληνες της Ακρόπολης και ολόκληρης της Αθήνας. Οι αντιπρέσβεις ζήτησαν από τον Ιωάννη Καποδίστρια να μεταβεί μαζί τους στην Αθήνα όπου θα συζητούσαν με τον απεσταλμένο του σουλτάνου, Χατζή Ισμαήλ, το θέμα της εκκένωσης από τα τουρκικά στρατεύματα της Αθήνας, της Εύβοιας και της τότε Ακαρνανίας. Ο κυβερνήτης δέχθηκε την πρόσκληση και ανέβηκε μάλιστα στην Ακρόπολη, όμως η παράδοση της Αθήνας και της Ακρόπολης δεν έγινε καθώς δεν είχε διευθετηθεί από την ελληνική κυβέρνηση το ζήτημα των εθνικών κτημάτων. Μάλιστα ο Καποδίστριας ένιωσε μεγαλύτερη στενοχώρια γιατί, παρά την απαγόρευσή του, ο Βρετανός Ναύαρχος Μάλκολμ και η Δούκισσα της Πλακεντίας είχαν αγοράσει από τους Τούρκους κτήματα στην πόλη της Αθήνας και στα περίχωρά της όπως στην Πεντέλη…

Εκτός από την Αθήνα και την Αττική, πρόβλημα με την αποχώρηση των Τούρκων υπήρχε και στην υπόλοιπη Στερεά Ελλάδα που περιλαμβανόταν στα όρια του νέου ελληνικού κράτους, στην Εύβοια και στην Ακαρνανία. Οι αγάδες της Στερεάς Ελλάδας και της Εύβοιας ισχυρίζονταν ότι για να αποχωρήσουν τα τουρκικά στρατεύματα έπρεπε πρώτα να καταβληθούν οι καθυστερούμενοι μισθοί τους. Τα απαιτούμενα χρήματα θα εξασφαλίζονταν από την πώληση των τουρκικών κτημάτων στην ελληνική κυβέρνηση αντί 200 ως 300 χιλιάδων ταλίρων. Παρά τις προσπάθειες του Καποδίστρια που είχε να αντιμετωπίσει και αντιδράσεις στο εσωτερικό, το ποσό αυτό ήταν αδύνατο να βρεθεί.

Η έλευση του Όθωνα και η πρώτη πρωτεύουσα

Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και την αναταραχή που επικράτησε, στις 29 Απριλίου 1832 υπογράφηκε Συνθήκη από τους πληρεξούσιους των Μεγάλων Δυνάμεων και της Βαυαρίας με την οποία οριστικοποιήθηκε η αναγόρευση του Όθωνα ως «βασιλέως της Ελλάδος» και το νέο ελληνικό κράτος ονομάστηκε «Βασίλειον της Ελλάδος».

Με τον «Διακανονισμό της Κωνσταντινούπολης» (Συνθήκη του Καλεντέρ Κιόσκ) της 9ης 1832 και το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 18ης Αυγούστου επιδικάστηκε η περιοχή της Λαμίας στην Ελλάδα και αποφασίστηκε ότι η γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού θα είναι η οριογραμμή της Ελλάδας στον βορρά. Στις 20 Ιανουαρίου αγκυροβόλησαν στο Ναύπλιο τα συμμαχικά πλοία που έφεραν στην Ελλάδα τον βασιλιά Όθωνα, τα μέλη της αντιβασιλείας και τα βαυαρικά στρατεύματα.

Ακρόπολη

Μετά την ανακήρυξη του νέου ελληνικού κράτους, το 1830 είχαν αρχίσει συζητήσεις για το ποια πρέπει να είναι η πρωτεύουσά του. Η Κόρινθος, το Ναύπλιο, η Τρίπολη, το Άργος, η Σύρος και τα Μέγαρα είχαν προταθεί επίσης, όμως επικράτησε τελικά η Αθήνα κυρίως λόγω της αρχαίας αίγλης της και τα οφέλη που θα καρπωνόταν το νέο ελληνικό κράτος αν αναγεννιόταν η περίφημη πόλη ως πρωτεύουσά του. Το πρόβλημα με την Αθήνα όμως ήταν ότι η Ακρόπολη παρέμενε ακόμα στα χέρια των Τούρκων. Στις 16 Φεβρουαρίου 1833 η Αντιβασιλεία τύπωσε διάταγμα στην επίσημη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με το οποίο διέτασσε «την κατάληψιν πασών των εντός των ορίων του Βασιλείου θέσεων».

Οι Βαυαροί έστειλαν στην Αθήνα τον πολιτικό, διπλωμάτη και συγγραφέα Ιάκωβο Ρίζο – Νερουλό που είχε γράψει την κωμωδία «Καρακιστικά» το 1812 (με την οποία χλεύαζε όσους ακολουθούσαν τις γλωσσικές απόψεις του Αδαμάντιου Κοραή). Σημειωτέον ότι ο Ρίζος Νερουλός έγραψε στη Γενεύη το βιβλίο «Histoire Moderne de la Grece depuis la chute de l’ Empire d’ Orient» («Νεότερη Ιστορία της Ελλάδος από την πτώση της Ανατολικής Αυτοκρατορίας»), το οποίο θεωρείται η πρώτη απόπειρα συγγραφής της ιστορίας της νεότερης Ελλάδας από Έλληνα ιστορικό και έχει ως κύρια ιδέα τη διατήρηση της ύπαρξης και της εθνικής ενότητας των Ελλήνων κατά την τουρκοκρατία.

Μουσελίμης (ήτοι, διοικητής) της Αθήνας ως το 1831 ήταν ο άπληστος και αδίστακτος Γιουσούφ μπέης που προκάλεσε την οργή των κατοίκων της πόλης καθώς ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου τον επικεφαλής της συντεχνίας των μπακάληδων της Αθήνας, Αναγνώστη Σχοινά και αναγκάστηκε να καταφύγει στον Ομέρ πασά της Καρύστου. Τον διαδέχθηκε ο ντελήμπασης (αρχηγός των ντελήδων, των ανδρών της ελαφριάς καβαλαρίας) Εγιούπ αγάς, «Κούρδος από τα βάθη της Ανατολής, άνθρωπος αγαθός», κατά τον συγγραφέα Δημήτρη Φωτιάδη.

Ο Εγιούπ αγάς ήταν ήπιος προς τους Χριστιανούς και δεν εμπλεκόταν πολύ στη διοίκηση της Αθήνας την οποία ασκούσαν οι δημογέροντες. Ο Ρίζος Νερουλός έφτασε στην Αθήνα την 1η Μαρτίου 1833. Ο Εγιούπ αγάς μαζί με τους 100 οπλισμένους Τουρκαρβανίτες που είχαν μείνει στην πόλη την εγκατέλειψαν ήρεμα κι έφυγαν για τη Χαλκίδα.

Οι Τούρκοι εγκαταλείπουν την Ακρόπολη

Ο επικεφαλής των Τούρκων στην Ακρόπολη, ο φρούραρχος του Ιερού Βράχου Οσμάν αγάς κλείστηκε με 250 άνδρες εκεί και δεν παρέδιδε ξεκαθαρίζοντας στον Ρίζο Νερουλό ότι δεν θα φύγει αν δε λάβει εντολή από την κυβέρνησή του. Έτσι στις 28 Φεβρουαρίου 1833 ένα τάγμα Βαυαρών με επικεφαλής τον Αντισυνταγματάρχη Χερμπστ ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Αθήνα. Πολύτιμες πληροφορίες για την αποστολή αυτή μας δίνει ο Βαυαρός Υπολοχαγός τότε, Χριστόφορος Νέζερ (1805-83) που έγραψε απομνημονεύματα με τίτλο «Τα πρώτα έτη της ιδρύσεως του Ελληνικού Βασιλείου». Ο Νέζερ παντρεύτηκε δύο Ελληνίδες, την Αγαθή Τρικκαλιώτη με την οποία απέκτησαν δέκα παιδιά και όταν αυτή πέθανε, τη Μαρία Γιαννακού με την οποία απέκτησαν δεκαέξι παιδιά (!).

Εγγόνια του ήταν οι σπουδαίοι ηθοποιοί Μαρίκα Νέζερ (1906-1989), ο αδελφός της Χριστόφορος Νέζερ (1902-1995) και ο ξάδελφός τους Χριστόφορος Νέζερ (1887-1970). Ο ηθοποιός Γιώργος Πυρπασόπουλος είναι εγγονός της εξ αγχιστείας αδελφής της Μαρίκας Νέζερ.

Οι Βαυαροί το πρώτο βράδυ διανυκτέρευσαν στη Νεμέα. Την επόμενη έφτασαν στην Κόρινθο όπου βρήκαν ένα σωρό χαλάσματα. Οι αξιωματικοί έμειναν σ’ ένα χάνι «με μικρά σκοτεινά δωμάτια και ακάθαρτους μελανωτούς τοίχους… οι δε στρατηγοί εις το ύπαιθρον μεταξύ των ερειπίων», γράφει ο Νέζερ. Τα χαράματα συνέχισαν τη διαδρομή τους περνώντας από τον Ισθμό της Κορίνθου (δεν υπήρχε τότε διώρυγα) και διανυκτέρευσαν κοντά στην Κακιά Σκάλα. Στις 4 Μαρτίου έφτασαν στα ερειπωμένα από τις συγκρούσεις Μέγαρα. Ωστόσο το ίδιο βράδυ έφτασε καβαλάρης ταχυδρόμος από το Ναύπλιο φέρνοντάς τους διαταγή να παραμείνουν εκεί αναμένοντας νέες διαταγές.

Τα μέλη της Αντιβασιλείας φοβήθηκαν σύγκρουση μεταξύ Βαυαρών και Τούρκων. «Αυτό δεν μας ήρεσε καθόλου διότι ήτο φανερόν ότι εις τα Μέγαρα δεν είχομεν να κερδίσωμεν τίποτε. Έτσι η πόλις αυτή μας εχρησίμευσεν ως σχολείον υπομονής επί δεκατέσσερας ημέρας» γράφει ο Νέζερ. Όταν η Αντιβασιλεία έλαβε καθησυχαστικές ειδήσεις από τον Ρίζο Νερουλό έδωσε εντολή στο βαυαρικό τάγμα να συνεχίσει την πορεία του προς την Αθήνα. Οι Βαυαροί ξεκίνησαν στις 18 Μαρτίου και το βράδυ έφτασαν στην Ελευσίνα, στην οποία επίσης διανυκτέρευσαν στη Μονή Δαφνίου απ’ όπου: «… εφάνησαν αι Αθήναι και η Ακρόπολις με τα μαρμάρινα ερείπια. Ο ήλιος εχρύσωσε την κορυφήν του Παρθενώνος και του Ερεχθείου. Αι στήλαι ήσαν ακόμη βαθέως εσκιασμέναι, τούτο δε εξήρε την ωραιότητα του επάνω μέρους» κατά τον Νέζερ.

Επιτέλους… λεύτερη

Στις 20 Μαρτίου οι Βαυαροί ξεκίνησαν για την Αθήνα και το μεσημέρι της ίδιας μέρας έφτασαν στην πόλη. Γεμάτοι ενθουσιασμό, τους περίμεναν οι λιγοστοί κάτοικοι της πόλης με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Άνθιμο Ζ’ (ο τίτλος του αρχιεπισκόπου άρχισε να δίνεται από το 1923 και τον έλαβε πρώτος ο Χρυσόστομος Α’) με κλαδιά ελιάς και τους έραιναν με άνθη και κλαδιά δάφνης: «Τα ερυθρά φέσια, αι μακραί και κυαναί φούσται, τα λαμπρά ενδύματα των γυναικών και των ανδρών και κυρίως αι ζωηραί κινήσεις παρουσίαζον προ των οφθαλμών έξοχον εικόνα. Όλοι εκράτουν κλάδους ελαιών και διάφορα άνθη που έσειον και τα ύψωναν εις τον αέρα φωνάζοντας: «Ζήτω ο Βασιλεύς! Ζήτω οι Βαυαροί!» αναφέρει ο Νέζερ.

Ακρόπολη

Ο Οσμάν αγάς ωστόσο δεν παρέδιδε την Ακρόπολη καθώς δεν είχε λάβει σχετική διαταγή. «Έτσι», γράφει ο Νέζερ, «από καιρού εις καιρόν εβλέπομεν μόνον σαρικοφόρον τινά και πωγωνοφόρον (γενειοφόρο) επάνω εις τα τείχη της Ακροπόλεως, πράγμα που ηρέθιζεν ακόμη περισσότερον την φαντασίαν και την περιέργειάν μας».

Στις 31 Μαρτίου έφτασε το σουλτανικό διάταγμα στον Οσμάν αγά με το οποίο διατασσόταν να παραδώσει την Ακρόπολη στους Βαυαρούς επικεφαλής των οποίων ήταν ο Ταγματάρχης Πάλιγκεν (ή Πάλιγκαν). Ένα άγημα έφτασε στην Ακρόπολη και οι Βαυαροί είδαν τους άνδρες της φρουράς της: «… τα ενδύματά των ήταν άθλια και τετριμμένα, οι ίδιοι έφεραν μακρά ισπανικά τυφέκια και πλατείας μάχαιρας» γράφει ο Πάλιγκεν.

Ο Νέζερ διορίστηκε φρούραρχος της Ακρόπολης και διέταξε το απόσπασμα να παρουσιάσει όπλα, τιμώντας τη φρουρά που παραδίδει τον Ιερό Βράχο. Οι Τούρκοι έμειναν αδιάφοροι και δεν απάντησαν στον χαιρετισμό. Ο Πάλιγκεν πήγε στο Ερέχθειο όπου βρισκόταν ο Οσμάν αγάς και του έδωσε το έγγραφο που είχε για να παραλάβει το κάστρο.

Το βράδυ οι Βαυαροί κατασκήνωσαν στην Ακρόπολη. Γράφει σχετικά ο Χριστόφορος Νέζερ ο οποίος κοιμήθηκε στον Παρθενώνα έχοντας για προσκεφάλι ένα κομμάτι από σπασμένη κολόνα και στρώμα μια ψάθα, ότι ονειρευόταν με ανοιχτά μάτια κι έβλεπε «έκπληκτος επάνω εις την Ακρόπολιν των Αθηνών τον άρχοντα Περικλήν τον Σωκράτην με τους μαθητάς του, τον Ευριπίδην, τον Δημοσθένην και τόσους άλλους μεγάλους άνδρας της ενδόξου Ελλάδος, περιφερομένους κάτω από τας στήλας και εισερχομένους εις τον αθάνατον ναόν της Παλλάδας».

Η ελληνική σημαία ξανά στην Ακρόπολη

Στις 31 Μαρτίου 1833 αποχώρησαν και οι τελευταίοι Τούρκοι από την Αθήνα. Για τελευταία φορά, η επέτειος της μέρας αυτής εορτάστηκε το 1933… Στην Ακρόπολη ήταν υψωμένη ως τότε η πράσινη σημαία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που κατέβηκε. Την επόμενη μέρα, ένας Χιώτης ναυτικός που συνοδευόταν από τον γιο του έφτασε στην Ακρόπολη με μια «ελληνική παντιέρα» από το πλοίο του που ναυλοχούσε στον Πειραιά και ζήτησε από τους Βαυαρούς να υψωθεί εκεί η σημαία αυτή. Ο Νέζερ, ως επικεφαλής, δέχτηκε το αίτημα του «καπετάν – Δημήτρη», όπως τον αναφέρει. Φτιάχτηκε ένας πρόχειρος ιστός και η ελληνική σημαία υψώθηκε σε αυτόν. Ο γιος του καπετάν – Δημήτρη φώναξε: «Ζήτω η Ελλάς».

Η Αθήνα σύμφωνα με απογραφή που διενήργησε το 1824 ο επικεφαλής της Αστυνομίας Μόσχος Αθανασιάδης, είχε 1.605 σπίτια και 9.040 κατοίκους, ενώ το 1835 οι κάτοικοί της έφτασαν τους 12.000. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, δεν επιτρεπόταν να υπάρχουν καμπάνες σε ναούς. Μετά την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Οθωμανούς, η πρώτη καμπάνα που ήχησε, χαρμόσυνα βέβαια, ήταν αυτή του Αγίου Νικολάου Ραγκαβά, που βρίσκεται στη «σκιά» της Ακρόπολης», στην οδό Πρυτανείου. Η καμπάνα, ιταλικής κατασκευής βρισκόταν σε κρύπτη για πολλούς αιώνες!