Είδα με μεγάλη μου έκπληξη το πρωί της Δευτέρας στην εκπομπή της Μπάρκα να μιλάει ο Αλέξης Γεωργούλης για την υπόθεση της καταγγελίας εις βάρος του για σεξουαλική κακοποίηση της κ. Φωτοπούλου που πριν από περίπου έναν χρόνο συζητήθηκε παντού και έφερε στο προσκήνιο την άρση ασυλίας του ευρωβουλευτή. Έναν χρόνο μετά, χωρίς να έχει υπάρξει κάποια εξέλιξη στην υπόθεση, ο Γεωργούλης μίλησε στη Δανάη Μπάρκα για την υπόθεση και έτυχε μιας αντιμετώπισης που δεν έχει συμβεί με καμία άλλη περίπτωση κατηγορούμενου για κάτι τέτοιο.

Όταν μια εκπομπή όπως αυτή της Μπάρκα, που έχει υπάρξει καταγγελτική απέναντι σε κάθε κατηγορούμενο για κακοποίηση, χωρίς να αναμένει καμία δικαστική ετυμηγορία, το να έχει καλεσμένο τον Γεωργούλη και να του δίνει χώρο να πει όλα αυτά που είπε, ερμηνεύεται μόνο με έναν τρόπο. Υπάρχει, εικάζω, κάποια πληροφόρηση πως η υπόθεση δεν θα οδηγήσει σε κάποια καταδίκη, αλλά θα μπει στο συρτάρι ή θα αθωωθεί ο Αλέξης Γεωργούλης, οπότε μιλάει ως «καθαρός» στη Μπάρκα.

Ο Αλέξης Γεωργούλης και το ερώτημα της «προνομιακής» μεταχείρισης

Δεν θα ρίσκαρε με τίποτα η παρουσιάστρια να ταυτιστεί μαζί του ή να κατηγορηθεί πως ξεπλένει έναν κατηγορούμενο για σεξουαλική κακοποίηση, αν δε γνώριζε κάποια πράγματα παραπάνω από εμάς. Κι αυτό, βέβαια, μια εικασία είναι, διότι δεν γνωρίζω πληροφορίες για το τι θα συμβεί, ούτε θα μπω στη διαδικασία να πάρω θέση υπέρ ή ενός εφόσον μιλάμε για αντιδικία. Όταν όμως βγαίνει από τη δική σου εκπομπή η φράση «Όταν κυκλοφορώ έξω, κάθε φορά θα έρθει κάποιος να μου πει, “σε πιστεύω, δε το φάγαμε”…»

Αυτή η φράση είναι εμμέσως θέση στήριξης κι ας μη βγαίνει από το στόμα σου. Όπως στήριξη γενικά υπήρξε και από τη Μπάρκα και από αλλού από την πρώτη στιγμή. Γιατί όταν σε τόσες περιπτώσεις μιλάς υπέρ του ατόμου που καταγγέλει, αλλά σε αυτή επιλέγεις τη σιωπή και την αποχή, στήριξη είναι. Υποθέτω πως μεταξύ τους έχουν κάνει και αρκετές κουβέντες στις οποίες ο Γεωργούλης κλήθηκε να πείσει την Μπάρκα για την αθωότητά του.

Τι διαφορετικό έχει ο Γεωργούλης;

Αναρωτιέμαι λοιπόν τι είναι αυτό που έχει κάνει ο Αλέξης Γεωργούλης για να τυγχάνει αυτής της «προνομιακής» μεταχείρισης; Όχι αντικειμενικά προνομιακής, αλλά με βάση το τι συνέβη στις άλλες περιπτώσεις. Κι είναι δε ενδεικτικό πως γυναίκες έχουν βγει μπροστά πρώτες να τον στηρίξουν.

Είναι ζήτημα γενικότερου βίου, του λεγόμενου πρότερου έντιμου; Είναι ζήτημα μιας βαθύτερης γνώσης όσων των στηρίζουν; Είναι μια όντως πολύ διαφορετική υπόθεση; Είναι ζήτημα ότι πιστεύουν όσα λέει και δε θέλουν να μην πιστέψουν τον επί τόσα χρόνια φίλο τους;

Αν ισχύει το τελευταίο, τότε γιατί οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι τα έβαζαν με τους φίλους άλλων κατηγορούμενων; Όχι απαραίτητα η Μπάρκα, ενδεχομένως όμως και αυτή. Γιατί στις άλλες περιπτώσεις αν έβγαινε κάποιος και δεν ήταν καταγγελτικός εις βάρος του κατηγορούμενου, ήταν δεν ήταν ένοχος, τον στήναμε στον στοίχο; Γιατί ένα κοινό στα social media που έχει κατακρεουργήσει προσωπικότητες ανθρώπων επειδή δεν πήραν ξεκάθαρη θέση εις βάρος κατηγορούμενων, δεν έχει περάσει γενεές δεκατέσσερις τη Δανάη Μπάρκα αυτή τη στιγμή;

Τι είναι αυτό που φέρνει τα δύο μέτρα και δύο σταθμά, ώστε ο Γεωργούλης να είναι σχεδόν άβρεχτος από όλη αυτή την υπόθεση; Και το ξαναλέω. Δεν υποστηρίζω αν ο Γεωργούλης το έκανε ή δεν το έκανε, δεν είμαι Δικαιοσύνη εγώ να δικάζω. Εγώ αναφέρομαι μόνο στην αντιμετώπιση, στη διαφορά συμπεριφοράς σε παρόμοιες οι ίδιες περιπτώσεις.

Αν με ρωτάτε, θεωρώ ότι όταν μιλάμε για μια δικαστική υπόθεση, πρέπει να δίνεται πάντοτε ο χώρος και στις δύο περιπτώσεις. Αυτό είναι το τίμιο, αυτό έχουμε συμφωνήσει πως πρέπει να κάνουν τα μίντια, να παρουσιάζουν όλες τις πλευρές. Δε μπορεί να φιμώνουμε αυτές που δε συμφέρουν το αφήγημά μας, ακόμα κι αν εμείς έχουμε δίκιο κι αυτοί άδικο, ακόμα κι αν είναι όντως ένοχοι. Δε μπορούμε να προδικάζουμε την στάση του κόσμου με τον τρόπο που αποτυπώνουμε μια υπόθεση. Άρα, ορθώς είχε βήμα ο Γεωργούλης. Και θα είχε και η κ. Χρονοπούλου αν το είχε επιθυμήσει.

Ποια είναι η σωστή με βάση τη Δικαιοσύνη αντιμετώπιση τελικά;

Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι όταν μιλάμε για καταγγελίες σοβαρών πράξεων, όχι μια απλή κλοπή, αλλά για βιασμό, κακοποίηση, δολοφονία, δεν είναι ο ρόλος μας να αποφασίσουμε τον ένοχο ή τον αθώο. Ο ρόλος μας είναι να διασφαλίζουμε ώστε η Δικαιοσύνη να παραμένει υπόλογη και να κάνει σωστά τη δουλειά της, όπως στην υπόθεση Μίχου, όπου δεν μιλάμε για ερμηνεία, αλλά για ξεκάθαρα facts ενός παιδοβιαστή.

Που κι εκεί όμως, σε αυτές τις περιπτώσεις, τα μίντια πάλι δεν γίνεται να παίρνουν τον ρόλο του κριτή. Θα πρέπει κάποια πράγματα να μένουν στο σκέτο ρεπορτάζ και να μην ευτελίζονται με πληροφορίες που υποδύονται το ρεπορτάζ, όπως δηλώσεις από τον περιπτερά του ξαδέρφου της μάνας, όπως έχουμε δει κατά κόρον.

Ο Αλέξης Γεωργούλης και το ερώτημα της «προνομιακής» μεταχείρισης

Ο Γεωργούλης έτυχε της αντιμετώπισης που έπρεπε. Η κ. Χρονοπούλου που έκανε την καταγγελία, όχι. Ίσα ίσα που εξέθεσαν το όνομά της χωρίς η ίδια να το επιθυμεί και έδωσαν αφηγηματικές διαστάσεις σε μια προσωπική της υπόθεση, επειδή ο κατηγορούμενος είναι ο Γεωργούλης. Δηλαδή ακόμα κι εδώ, ως προς τη μία πλευρά χάθηκε πάλι το μέτρο στο όνομα της πρώτης δημοσίευσης και της αποκλειστικότητας.

Επανέρχομαι γιατί πλάτιασα. Αν λες ότι είσαι πάντα με το άτομο που καταγγέλει και το παίρνεις ως σίγουρο πως είναι θύμα, αυτό πρέπει να το τηρείς πάντα και παντού, ακόμα κι αν βρεθεί φίλος σου στη θέση του πιθανού θύτη. Κι ανάποδα. Αν δεν πιστεύεις ποτέ το άτομο που καταγγέλει, θα πρέπει να κάνεις το ίδιο ακόμα κι αν ο πιθανός θύτης σε ενοχλεί, είναι αντίθετος με σένα πολιτικά κτλ.

Ενδεχομένως ο Γεωργούλης να βρέθηκε σε θέση κατηγορούμενου σε επίπεδο κοινωνικό σε μια εποχή που είχε περάσει η έντονη αντιπαράθεση, η σύγκρουση των δύο άκρων, και να είμαστε σε μια θέση κοινωνικά που μαθαίνουμε να λειτουργούμε με βάση και το τι επιβάλει η δικαιοσύνη.

Το ερώτημα όμως παραμένει: γιατί λοιπόν ο Γεωργούλης έτσι και οι άλλοι γιουβέτσι;