Η διήμερη παρουσία του Αντώνη Κανάκη και της παρέας των Αρβύλα στον αέρα του ΑΝΤ1, που δημιούργησε ένα τεράστιο buzz στα social media, φάνηκε ότι ενόχλησε ανυπόφορα κάποιους δημοσιογραφικούς και πολιτικούς κύκλους.

Άλλος τον είπε τηλεαρτίστα, άλλος τηλεδιασκεδαστή και, ούτε λίγο ούτε πολύ, του χρέωσαν ότι κατήγγειλε το σύνολο των Ελλήνων δημοσιογράφων και τους στοχοποίησε στα μάτια του κοινού.

Το σίγουρο είναι ότι ο Κανάκης δε μίλησε με θυμό. Μίλησε με οργή. Ο θυμός είναι μια πολύ πιο σύνθετη λέξη. Η ετυμολογία της λέξης (σύμφωνα με το λεξικό Lidell and Scott) από την αρχαία ελληνική εμπεριέχει τις έννοιες ψυχής, πνοής, ανάσας, νόησης, διάθεσης, θάρρους, τόλμης και άλλα. Και στο τέλος, και την οργή.

Η οργή, ίσως να μην είναι ο ενδεικνυόμενος τρόπος όταν είσαι on air και όχι στην παρέα σου, όχι σε μια διαδήλωση, όχι στο σχολείο ή τη σχολή. Πρέπει να ελέγχεται, να κοσκινίζεται με κάποιον τρόπο. Η οργή είναι εμφανής όχι μόνο στα λόγια άλλωστε, αλλά κι από τους μορφασμούς και την κίνηση του σώματος. Ίσως όμως πάλι, αυτό που συνέβη, να ξεπερνάει τα συνηθισμένα δράματα. Όπως και το Μάτι.

Είναι σαφές πως αυτές τις μέρες, όλη η Ελλάδα αισθάνεται και οργή και θυμό.

Και χωρίς τον Κανάκη, μέσα από τα social media και ιστοσελίδες, είχε εκφραστεί για τους ίδιους ανθρώπους, με τα ίδια βίντεο, το ίδιο νόημα. Πλημμύρισε και το Facebooks, και το Twitter, και το Instagram από τα αποσπάσματα των εκπομπών. Όλοι μας τα είχαμε ήδη δει. Και προς τιμήν του δήλωσε παραίτηση, αν κατάλαβα καλά, και την «έπεσε» και στους παρουσιαστές του δικού του καναλιού και όχι μόνο στων αλλονών.

Ο Κανάκης τα γέμισε με λόγο και τους έδωσε μια πιο συγκροτημένη παρουσία. Και τεράστια ένταση. Δεν ήταν κάτι για το οποίο έκανε ρεπορτάζ ή κάτι που εφηύρε. Το να κρύψεις τα βίντεο που στην ουσία ήταν λεγόμενα ανθρώπων το ίδιο ή και περισσότερο έμπειρων από τον Κανάκη, δεν είναι μόνο ανόητο, αλλά και ύποπτο.

Ό,τι ειπώθηκε ειπώθηκε και δεν ξελέγεται. Και στην περίπτωση του Πρετεντέρη, και στην περίπτωση του Χιώτη, και του Τσίμα και κυρίως στην περίπτωση του Πορτοσάλτε. Δεν είμαστε στην αρχαιότητα όπου τα γραπτά έμεναν και τα λόγια τα έπαιρνε ο άνεμος. Εδώ αρκεί ένα κλικ στο Youtube και οι εφιάλτες-βιντεάκια θα σε κυνηγούν για μια ζωή.

Επίσης ο Κανάκης είπε και κάτι άλλο. Ότι πολλά μίντια υπερπροβάλλουν τις ευθύνες του σταθμάρχη, αφαιρώντας ή υποβαθμίζοντας στο μεγάλο κάδρο τις κρατικές και πολιτικές ευθύνες. Μήπως κι αυτό δεν έγινε; Και έγινε ενώ ο Μητσοτάκης είπε στη δήλωση του πριν μερικά 24ωρα τα εξής:

«Αν το έργο της Τηλεδιοίκησης είχε ολοκληρωθεί, αυτό το δυστύχημα θα ήταν πρακτικά αδύνατο να είχε συμβεί. Το γεγονός ότι το Ψηφιακό Σύστημα Ελέγχου θα λειτουργεί πλήρως μέσα στους επόμενους μήνες δεν είναι δικαιολογία».

Με αυτή τη δήλωση σαφώς και παίρνει πάνω του την πολιτική ευθύνη. Αυτή που τουλάχιστον του αναλογεί, όπως είπε και ο σταθμάρχης για τον εαυτό του.

Οι βασιλικότεροι του βασιλέως χάθηκαν ακόμα και στη μετάφραση. Γιατί η μετάφραση των λεγομένων του Πρωθυπουργού, λέει, με απλά λόγια, ότι το βασικό πρόβλημα δεν ήταν η ανευθυνότητα, η ακαταλληλότητα ή η βλακεία της στιγμής ενός ανθρώπου, αλλά η έλλειψη υποδομών και στοιχειώδους τεχνολογίας (έστω και περασμένου αιώνα) που έπρεπε να υπάρχει εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια.

Απ’ ό,τι καταλάβαμε εμείς, ο Κανάκης δεν πήρε σβάρνα όλους τους δημοσιογράφους και ρεπόρτερ. Δεν έκανε τσουβάλιασμα, όπως του προσάπτουν η ΕΣΗΕΑ και κάποιοι δημοσιογράφοι.

Και πολλοί απ’ αυτούς στο παρελθόν είχαν επισημάνει με γραπτά την τραγωδία των ελληνικών σιδηροδρόμων, και πολλοί αυτές τις μέρες έφαγαν την ψυχή τους για να καλύψουν τα γεγονότα.

Την πρώτη μέρα, κλώτσησε ο Άδωνις. Την άλλη μέρα, κλώτσησαν και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Άδωνις, με τον γνωστό του λόγο-μπουλντόζα, για να ακυρώσει τα λεγόμενα του Κανάκη, του θύμισε τον Παναγιωτόπουλο και πώς δεν τον είχε ψυλλιαστεί τόσο καιρό.

Εκεί υπάρχουν πολλές ερωτήσεις που θα μπορούσαν να γίνουν κατ’ αντιστοιχία στον Άδωνι, όπως π.χ. αυτός σαν Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και καίριο και μεγαλοστέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, δεν ήξερε δηλαδή για τον βίο και την πολιτεία του Ανδρέα Πάτση; Τέτοια γάτα που είναι, όταν έσκασε το έμαθε;

Κι ας πάμε σε κάτι άλλο. Είχε δικαίωμα ο «τηλεαρτίστας» και «τηλεδιασκεδαστής» να μιλήσει γι’ αυτά, ή έπρεπε να είναι μέλος πολιτικού πάνελ, όπως ο Πορτοσάλτε ή ο Χιώτης; Έπρεπε να λέει ειδήσεις για να έχει λόγο; Ή, επειδή του έσκασε ο Στάθης, δεν πρέπει να κριτικάρει ποτέ ξανά οτιδήποτε και για οποιονδήποτε στη ζωή του;

Ποιοι είναι δηλαδή στην τηλεόραση οι «σοβαροί» και ποιοι είναι οι «τηλεαρτίστες»; Πόσοι τηλεαρτίστες εμφανίζονται κάθε μέρα στις «παραμύθι» ενημερωτικές εκπομπές; Πόσοι έχουν μετατρέψει την οθόνη σε τσίρκο; Και πόσοι «σοβαροί» έχουν πάει καλεσμένοι σε εκπομπές που κάνουν οι τηλεαρτίστες;

Μήπως οι πολιτικοί κυνηγούν μετά μανίας να εμφανίζονται σε «ελαφρούτσικες» (εγκεφαλικά) εκπομπές; Ειδικά τώρα που είναι στο κυνήγι της lifestyle ψήφου; Και πόσοι πολιτικοί είναι απύθμενες ψωνάρες, χειρότεροι κι από «τηλεαρτίστες». Εδώ έχουμε αρχηγό κόμματος στη Βουλή που πουλάει κεραλοιφές για στύση και φαλάκρα, διά πάσα νόσον και πάσα μαλακία.

Ο Κανάκης, χάλασε και τους ΣΥΡΙΖΑΙΟΥΣ, γιατί απλά είπε το αυτονόητο. Μεγάλες, ίσως τις μεγαλύτερες ευθύνες φέρει η τωρινή κυβέρνηση, γιατί είναι η τελευταία που πήρε τη σκυτάλη, αλλά έχουν χοντρά ράμματα στη γούνα τους, ράμματα από τριχιά, και οι προηγούμενες. Ανέφερε τον Κώστα Καραμανλή και την περιβόητη θεατρική έκρηξή του στη Βουλή για τα θέματα ασφαλείας στους σιδηρόδρομους. Και δεν ξέχασε τον Σπίρτζη. Και σωστά έπραξε.

Κι όπως όλοι μας, είπε και πάλι το αυτονόητο. Ότι φταίνε όλοι.

Δεν έχω ούτε μεγάλη εκτίμηση (δηλαδή καμία) στο τι λέγεται στα social media, γιατί πολλές φορές και χαρακτήρες δολοφονούνται, και τερατολογίες λέγονται, και στημένες ιστορίες ανεβαίνουν. Απ΄ό,τι είδα πάντως, η τεράστια πλειοψηφία ήταν με τον Κανάκη. Δεν τον καταδίκαζε. Παρότι κι αυτός προσφέρεται για θυσία ως επώνυμος, ως παρουσιαστής κι ως «τηλεαρτίστας». Και παρότι του την «έπεσαν» και τα δύο μεγάλα κόμματα.

Το πρόβλημα είναι μέσα απ’ τον θυμό και το πένθος (που θα αργήσει πολύ αυτή τη φορά να περάσει, πιο πολύ απ΄οτιδήποτε στο παρελθόν) για τον χαμό των 57 ανθρώπων, να μην καταλήξουμε και πάλι σε μία από τα ίδια. Να μην αλλάξει τίποτα, να ζούμε ακόμα στον 20ο αιώνα, να κινδυνεύουμε να περπατήσουμε και να ταξιδέψουμε.

Δε μπορούμε, μέσα στην Ευρώπη, να είμαστε εμείς οι πολίτες ενός κατώτερου Θεού και μια ζωή να ισχύει αυτό που είχε πει ο Σημίτης, «αυτή είναι η Ελλάδα».

Κάποιοι υπεύθυνοι των σιδηρογραμμών, κι όχι μόνο ένας σταθμάρχης, πρέπει να πληρώσουν, κάποια σκάνδαλα με τα τρένα να βγουν και να μάθουμε ποιοι αδιαφόρησαν και ποιοι έκαναν ρουσφέτια. Και ποιοι, ενδεχομένως εταιρείες και κοινωνικές ομάδες, εμπόδισαν τον εκσυγχρονισμό. Και να την πληρώσουν.

Ο θυμός, όπως τον προσδιορίσαμε στην αρχή, δεν θα πάψει. Αν πάρει όμως τη μορφή μιας συνεχιζόμενης και ανεξέλεγκτης οργής, που λογικά εμφανίστηκε τώρα, δεν είναι κι ο καλύτερος οδηγός για όσα θα συμβούν

Είδαμε που οδήγησε η οργή το 2011-2012. Είδαμε ποιους ευνοεί και είδαμε πόσες ακραίες και φασιστοειδείς καταστάσεις ξεπετάχτηκαν μέσα από κει. Δεν είμαστε ούτε για κρεμάλες, ούτε για προδότες, ούτε για ικριώματα της Βαστίλλης. Ούτε για μια χώρα μοιρασμένη στα δύο. Μην την ξαναπατήσουμε. Η ανεξέλεγκτη οργή εναντίον των πάντων, ευνοεί μόνο έναν: τον ακραίο λαϊκισμό. Απ΄όπου κι αν προέρχεται. Και φέρνει Καπιτώλια.

Οι μεγάλες και ειρηνικές διαδηλώσεις που έγιναν σήμερα σε όλη την Ελλάδα (μικρής έκτασης ήταν τα επεισόδια και από τους μόνιμα τσαμπουκαλεμένους ανεγκέφαλους) έδειξαν τον δρόμο.