Φανταστείτε ένα καφενείο. Έπειτα, φανταστείτε τις παρέες των ανθρώπων που απολαμβάνουν τον καφέ τους. Εκεί πίσω, απομονωμένος από όλους, βρίσκεται ο άνθρωπός μας, ακροβολισμένος, έτοιμος να επέμβει στις συζητήσεις των άλλων και να δώσει μια οπτική/πληροφορία/άποψη εντελώς αστήριχτη, στα όρια της γελοιότητας.

Για παράδειγμα, ότι «ο Λαλιώτης έχει τα Zara» είναι ένας λαϊκός μύθος στις αρχές των 00s που κυκλοφόρησε πολύ και με μεγάλα ποσοστά αποδοχής. Φυσικά και είναι ανεξήγητο το γεγονός πως δεν κίνησε την περιέργεια κανενός στατιστικολόγου αυτό το ευρέως αποδεκτό δεδομένο -αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.

Από την απομόνωση στο φως

Αυτή τους η απομόνωση πήρε τέλος κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 2010, όταν κάποιοι από αυτούς συνειδητοποίησαν τη δυναμική των social media. Ανακάλυψαν πως εκεί βρίσκονται πολλοί ομοϊδεάτες τους, συνάδελφοι στην παραγωγή και κατανάλωση ευφάνταστων θεωριών συνομωσίας και σεναρίων αντιεπιστημονικής φαντασίας…

Στην Ελλάδα, αυτή η εξωστρέφεια των «ψεκ», ξεκινάει από τους Αγανακτισμένους του 2011 και αυξάνεται κάθε χρόνο μέχρι το πλήρες ξέσπασμα της στην περίοδο του δημοψηφίσματος του 2015, ένα σημείο τομής όχι μόνο πολιτικό, αλλά και σοσιαλμιντιακό.

Είναι εκείνη η περίοδος που το Twitter παίρνει σταδιακά τη σημερινή του μορφή, που το Facebook παύει να είναι μέρος για να αναρτήσεις ένα τραγούδι, να γράψεις ένα βαθυστόχαστο στάτους περί έρωτα, να ανεβάσεις Μπουκόφσκι, Λειβαδίτη και Κοέλιο, και τα δύο ανταγωνιστικά social media απλώνονται σαν ένας πεντακάθαρος ωκεανός στα τρολ.

Τρολ που ήρθαν κοντά και ανακάλυψαν πως με την αλληλοϋποστήριξη μπορούν να γίνουν μια θορυβώδης μειοψηφία. Στην -όποια- λογική τους προσχώρησαν πολιτικές ομάδες με ακραίες απόψεις, ακόμη και μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες φρόντιζαν να προκαλούν κύματα μίσους και σύγχυση με fake news.

Τέτοιες ομάδες, οι πάσης φύσεως τραμπικές QAnon είναι που αγαπήθηκαν από τους αλγορίθμους και έπαιρναν δύναμη για να συνεχίσουν τη συνωμοσιολογία τους.

Αυτό που ξεκίνησε με τους… αεροψεκασμούς και την επίπεδη Γη, έμελλε να κορυφωθεί με τις θεωρίες περί της απαρχής του COVID-19, τη χρησιμότητα των εμβολίων, και αυτό δεν συνέβη μόνο γιατί οι τρελοί του χωριού έπιασαν τα πληκτρολόγια και τα κινητά.

Τι κάνει ο αλγόριθμος

Ο αλγόριθμος που χρησιμοποιούν τα social media βασίζεται στα likes, αλλά κυρίως στα σχόλια. Δεν έχει καμία σημασία αν τα σχόλια είναι αποθεωτικά ή μειωτικά, αρκεί να ξεκινά μια συζήτηση. Όσο μια ανάρτηση κεντρίζει το ενδιαφέρον και βάζει τους αναγνώστες στη διαδικασία να σχολιάσουν, τόσο περισσότερα μάτια τη διαβάζουν.

Όταν ένας χρήστης ανεβάζει κάτι όχι-και-πολύ εμπνευσμένο, η ανάρτηση δεν φτάνει σε όλους τους διαδικτυακούς «φίλους» ή «ακολούθους», αφού τα likes και τα σχόλια δεν είναι πολλά. Έτσι, περνάει απαρατηρήτη. Αντ’ αυτής, ο αλγόριθμος δίνει ώθηση σε μια άλλη ανάρτηση, που θα έχει περισσότερα σχόλια και θα κινήσει περισσότερο ενδιαφέρον από την ανέμπνευστη ανάρτηση.

Ήταν οι πλατφόρμες των κοινωνικών μέσων που κανονικοποίησαν αυτές τις παλαβομάρες, απλά και μόνο για να ισχυροποιούνται. Πώς; Είναι πολύ απλό: Να περνούν περισσότερο χρόνο οι χρήστες στις πλατφόρμες, μέσω αυτού που ονομάζεται «engagement» (μτφ. «εμπλοκή»).

Σύμφωνα με το CNN, το 2019, το Twitter αποφάσισε να περνάει στη ροή αναρτήσεις ακόμη και από λογαριασμούς που οι χρήστες δεν ακολουθούσαν. Οι επικεφαλής της πλατφόρμας δήλωναν τότε πως ήθελαν να παρουσιάζουν στους χρήστες νέους λογαριασμούς και περιεχόμενο για το οποίο μπορεί να ενδιαφέρονταν.

Για παράδειγμα, αν κάποιος παρακολουθούσε το ντέρμπι ανάμεσα στον ΠΑΟΚ και τον Άρη, στο τέλος του αγώνα θα μπορούσε να δει ένα tweet του Κωνσταντέλια, ακόμη και αν δεν τον «ακολουθούσε». Όπως είναι εύκολο να καταλάβει κανείς, tweets που προκαλούσαν το γενικό ενδιαφέρον άρχισαν να περνάνε από τις οθόνες όλο και περισσότερων χρηστών.

Κάτι ανάλογο συνέβη και στο Youtube, με τα «προτεινόμενα βίντεο». Παρατηρήθηκε πως σε πολλές περιπτώσεις, αφήνοντας τη δημοφιλή πλατφόρμα να επιλέγει μόνο του το επόμενο βίντεο, σύντομα ο χρήστης «έπεφτε» σε διαστρεβλωμένα γεγονότα ή ακραίες απόψεις διαφόρων ειδών.

Ουσιαστικά, αυτό που περιμένει να δει στα social media του ένας μέσος χρήστης είναι μια ουδέτερη κανονικότητα, τα θέματα που συζητούν οι φίλοι του, οι συνάδελφοί του και οι υπόλοιποι με τους οποίους «συνδέεται» ψηφιακά. Αντ’ αυτού, όμως, ο εξειδικευμένος αλγόριθμος που χρησιμοποιούν τα social είναι σχεδιασμένος για να “αναγνωρίζει” τον συνδυασμό των αναρτήσεων που θα κάνει τον χρήστη να εμπλακεί.

«Έχουν σκοπό να πυροδοτήσουν ορισμένες παρορμήσεις και ένστικτα που θα σας κάνουν να νιώσετε πραγματικά υποχρεωμένοι να επιστρέψετε στην πλατφόρμα για να αφιερώσετε πολύ χρόνο σε αυτήν» σημειώνει ο Max Fisher, συγγραφέας και δημοσιογράφος που εστιάζει στον αντίκτυπο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στις παγκόσμιες συγκρούσεις και στην καθημερινή μας ζωή για τους New York Times.

Σε αυτή τη μακρά πορεία, μόλις μιας ντουζίνας χρόνων, κατάφεραν να περάσουν στη mainstream ατζέντα η ρητορική της ακροδεξιάς, τοξικές απόψεις άλλων δεκαετιών ή και χιλιετιών για την ισότητα των φύλων, αστείες θεωρίες, δολοφονίες χαρακτήρων, από ανθρώπους αμφιβόλου ηθικής και νοημοσύνης, «πιόνια» και υποχείρια.

Έτσι, εντελώς αναπάντεχα, τα social media, αυτά που έμοιαζαν ως ένα μέσο επικοινωνίας, ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, έφτασαν να «νομιμοποιήσουν» τους «γελωτοποιούς», τους εξυπνάκηδες, τους παραμυθάδες. Οι απόψεις τους έγιναν γνωστές και συζητιούνται σε μεγαλύτερο αριθμό παρεών. Κάπως έτσι, οι κάποτε απομονωμένοι «φωστήρες» βρήκαν για πρώτη φορά θέση στο τραπέζι του καφενείου και με περισπούδαστο ύφος αναλύουν μπουρδολογώντας.