Το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαϊου και η γενική παραδοχή ότι η μέση δημοσκόπηση έπεσε και πάλι φανερά έξω (αν και όχι στην κατεύθυνση που αναμενόταν) ανοίγει μπροστά μας δύο δρόμους.

Ο πρώτος, ο εύκολος, είναι να στήσουμε (πάλι) στον τοίχο τους υπάρχοντες δημοσκόπους, να τους κατηγορήσουμε για εθνική προδοσία, συναλλαγή με το κατεστημένο, βρώμικα παιχνίδια που σκοπό έχουν να αποπροσανατολίσουν το λαό. Και να ζητήσουμε από τον Εισαγγελέα να παρέμβει, για να τους βάλει φυλακή.

Ο δεύτερος, ο δύσκολος, είναι να προσπαθήσουμε όλοι να αναρωτηθούμε τι πάει εξακολουθητικά λάθος. Διότι, ναι, οι δημοσκοπήσεις βρίσκουν τον πρώτο και τον δεύτερο, βρίσκουν την παράσταση νίκης, δείχνουν και κάποιες τάσεις. Αλλά το γενικό συμπέρασμα που βγαίνει όταν συγκρίνουμε τα νούμερά τους με το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι στην κοινωνία υπάρχουν πολλά και πολλές φορές ορμητικά ρεύματα, τα οποία περνούν απαρατήρητα από τα δημοσκοπικά ραντάρ.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Είναι πολλοί οι λόγοι. Για να ξεκινήσουμε, όμως, από κάπου, ας δεχτούμε τούτο: Οι δημοσκόποι είναι έντιμοι άνθρωποι, δεν παίζουν παιχνίδια και πρώτοι αυτοί προβληματίζονται όταν αυτά που παρουσιάζουν αποδεικνύεται ότι δεν είναι η εικόνα της κοινωνίας. Όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει διαχρονικά είναι μεγάλο πλήγμα για την αξιοπιστία τους και επηρεάζει και την δουλειά τους, την βιωσιμότητα των επιχειρήσεών τους.

Αν δεν το δεχτούμε, θα εξαντλήσουμε τη συζήτηση σε προδότες, μειοδότες ή και τσαρλατάνους. Και δεν θέλουμε να το κάνουμε, τουλάχιστον σ’ αυτό το κείμενο. Άλλωστε, τα ζητήματα είναι ήδη πολλά, ακόμα κι αν αφαιρέσουμε τη συνωμοσιολογία, που πάντα κάνει την εμφάνισή της τέτοιον καιρό, ειδικά μετά από τέτοιες αστοχίες.

Δημοσκόπηση: Κάλλιο μικρότερη διαφορά παρά μεγαλύτερη

«Δεν θα πιστέψεις τι δείγματα παίρνουμε τις τελευταίες μέρες. Αν δημοσιεύαμε τα ερωτηματολόγια χωρίς στάθμιση θα έδειχναν αποτέλεσμα 41-17». Αυτά μου έλεγε το απόγευμα της περασμένης Πέμπτης πρόσωπο που βρίσκεται στο ηγετικό επιτελείο μεγάλης δημοσκοπικής εταιρείας, απ’ αυτές που συμμετείχαν στο κοινό exit poll των τηλεοπτικών σταθμών το βράδυ της Κυριακής.

Στην ερώτησή μου γιατί δεν ανοίγουν τη διαφορά στην τελευταία δημοσκόπηση που θα παρουσίαζαν, η απάντηση περιείχε ερώτηση για το αν είμαι τρελός, ολίγον προβληματισμό για εργασιακό bullying από τους γνωστούς κύκλους αμφισβήτησης και κάποια εύγλωττα μισόλογα. Τα οποία με έκαναν να καταλάβω περίπου το εξής: Αν η διαφορά που θα εμφανιστεί στη δημοσκόπηση αποδειχτεί μεγαλύτερη του αναμενομένου, η ένταση της αμφισβήτησης δεν θα είναι τέτοια από το να αποδειχτεί μικρότερη.

Πράγμα που, εν πολλοίς, συνέβη. Κανείς από τους εκπροσώπους της ΝΔ, οι οποίοι μίλησαν σε όλα τα τηλεοπτικά κανάλια, δεν ζήτησε εξηγήσεις για την λανθασμένη εικόνα των δημοσκοπήσεων όσον αφορά τη διαφορά. Ενώ είχε κάθε δικαίωμα. Δεν θα μπορούσε π.χ. κάποιος να ισχυριστεί ότι αν η διαφορά φαινόταν στις τελευταίες δημοσκοπήσεις σταθερά διψήφια και με ανοδική τάση, όπως φαινόταν στα αστάθμιστα δείγματα, η ΝΔ δεν θα πετύχαινε ακόμα καλύτερο ποσοστό και ο ΣΥΡΙΖΑ ενδεχομένως μικρότερο;

Οι δημοσκόποι αποφάσισαν, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία που τους δίνει το πλαίσιο λειτουργίας της δουλειάς τους, αλλά και την κοινή λογική, να αυτολογοκριθούν. Προκειμένου να μην βρεθούν σε απευθείας αντιπαράθεση, αποφάσισαν να «ξεχειλώσουν» τη διαφορά στη δημοσκόπηση μόνο ως το σημείο που να δείχνουν μια τάση. Βεβαίως με απολύτως νόμιμο, θεσμικό και επιστημονικό τρόπο.

Ο συνομιλητής μου επεσήμανε ότι όντως στις τελευταίες δημοσκοπήσεις «φάνηκε» το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, «φάνηκε» η συρρίκνωση του ΜέΡΑ 25, «φάνηκε» η αντοχή της Ελληνικής Λύσης, «φάνηκαν» στις μετρήσεις η Πλεύση Ελευθερίας και το κόμμα Νίκη. Αυτό που δεν φάνηκε καθόλου ήταν το συν του ΠΑΣΟΚ, το οποίο εμφανιζόταν σε σταθερό μονοψήφιο νούμερο (το οποίο με τις αναγωγές ξεπερνούσε οριακά το 10%) και το πολύ χαμηλό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ που καταγράφηκε τελικά.

Σε θέση άμυνας κι αυτός, εκτιμά ότι «εντάξει, από δείγμα 1.100 ανθρώπων δεν μπορείς ακριβώς να καταγράψεις πώς θα συμπεριφερθούν 6 εκατομμύρια». Αν είναι, όμως, έτσι πόσους αστερίσκους πρέπει να βάζουμε δίπλα σε κάθε δημοσκόπηση; Πρέπει να τη θεωρούμε αξιόπιστη; Και πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι μόνο όταν εμφανίζονται «τάσεις», οι οποίες καταγράφηκαν πολύ θολότερες από τις καθαρότατες που έδειξαν τα εκλογικά αποτελέσματα;

Έχασε η δημοσκόπηση ιστορική ευκαιρία;

Στο τηλεφώνημα που έγινε το πρωί της Δευτέρας επεσήμανα στον συνομιλητή μου ότι η εταιρεία του έχασε μια ιστορική ευκαιρία. Αν έδιναν, δηλαδή, στη δημοσιότητα τα αστάθμιστα, το 41-17 που μου είπε τότε, θα αποτύπωνε πολύ πιο καθαρά το αποτέλεσμα που ζήσαμε το βράδυ της Κυριακής από τα +6,5 μονάδες διαφορά, στο οποίο κατέληξε η δημοσκόπηση. Διότι ακόμα και το ξεχείλωμα αυτής της διαφοράς στα όρια του στατιστικού λάθους (+/- 2,5%) θα έδινε μια διαφορά 11 μονάδων κι όχι 20, όπως φάνηκε.

Η απάντηση ήταν πληρωμένη και… σταθμισμένη. Η εταιρεία δεν δίνει ποτέ αστάθμιστα στοιχεία. Της το απαγορεύει και ο νόμος και η ηθική. Αλλά κυρίως της το απαγορεύει η ίδια της η ύπαρξη. Αν δεν υπήρχε στάθμιση, η καταγραφή ερωτηματολογίων θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει και αυτόματα, από ένα ρομπότ. Όταν δεν μπαίνει στο παιχνίδι ο αλγόριθμος, τον οποίο υπολογίζουν, τροφοδοτούν με στοιχεία και σταθμίζουν ανθρώπινα μυαλά, ποιος ο λόγος ύπαρξης του δημοσκόπου;

Διότι, ο δημοσκόπος αυτό κάνει. Παίρνει την πρώτη ύλη, τα ερωτηματολόγια δηλαδή (είτε τηλεφωνικά, είτε εικονική κάλπη) και «σταθμίζει» τα αποτελέσματα. Το τι κάνει ακριβώς είναι τόσο πολύπλοκο (έχουμε συζητήσει πολύ γι’ αυτό), που δεν χρειάζεται να σας κουράσω με λεπτομέρειες.

Πόσο αποτέλεσμα και πόσο μαντεψιά;

Το κομβικό ερώτημα, όμως, είναι τούτο: Σε ΠΟΙΟ ΠΟΣΟΣΤΟ αυτό που βλέπουμε στις δημοσκοπήσεις είναι πρώτη ύλη και σε ποιο «στάθμιση»;

Η  γενική παραδοχή των εταιρειών είναι ότι όσο περνούν τα χρόνια, τόσο περισσότερο παρεμβαίνει ο αλγόριθμος της «στάθμισης» στο αποτέλεσμα της δημοσκόπησης που μας παρουσιάζουν. Κι επιμένουν ότι τις περισσότερες φορές, τις συντριπτικά περισσότερες, είναι «για καλό». Δείχνουν, δηλαδή, τα πράγματα «όπως είναι» και όχι όπως τα παρουσιάζουν τα χύδην αστάθμιστα ερωτηματολόγια της πρώτης ύλης.

Όπως είναι; Ή όπως «πρέπει» να είναι; Μήπως οι εταιρείες, στην προσπάθειά τους να εξορθολογίσουν τα αποτελέσματα και να κρατήσουν όσα πεδία μπορούν ανοιχτά, παρεμβαίνουν περισσότερο απ’ όσο πρέπει; Με τον κίνδυνο να ακροβατούν ανάμεσα στην αυτολογοκρισία και στην αυτοεκπληρούμενη προφητεία;

Αν πετύχει, πάντως, κάποιος τους δημοσκόπους σε διάθεση «μη αμυντική», διάθεση επεξηγηματική, να εξηγήσουν τις δυσκολίες της δουλειάς τους, θα του πουν (ανάμεσα σε πολλά) τα παρακάτω:

  • Το σταθερό τηλέφωνο έχει γίνει πλέον παρωχημένο μέσο συλλογής ερωτηματολογίων. Αφ’ ενός διότι δεν έχουν όλα τα σπίτια σταθερό τηλέφωνο (εννοώ όλα τα σπίτια σε όλες τις περιοχές και αντιπροσωπεύοντας όλες τις κοινωνικές ομάδες, όλα τα βαλάντια) κι αφ’ ετέρου ακόμα κι αυτά που τα έχουν, δεν απαντούν όλοι.
  • Αν έχετε στο σπίτι σας κάποιον έφηβο που ψηφίζει, γνωρίζετε πως όταν χτυπάει το σταθερό τηλέφωνο του σπιτιού σπάνια το σηκώνει, ακόμα κι αν είναι μόνος του στο σπίτι. Δεν τον αφορά. Τα ερωτηματολόγια των ηλικιών 17-24 είναι πολύτιμα για να συμπληρωθεί το δείγμα της δημοσκόπησης, ειδικά όταν αφορούν νέους που έχουν ψηφίσει κάτι στο παρελθόν. Είναι τα πρώτα που «σταθμίζονται» και συνήθως υπερεκπροσωπούνται.
  • Οι αρνήσεις είναι πια πολύ περισσότερες σε σχέση με το παρελθόν, όπου το γενικό δείγμα ήταν πιο «αγνό». Υπάρχει, βέβαια, άρνηση και άρνηση. Άλλο «είμαι σε τηλεεργασία και δεν έχω χρόνο», άλλο «δεν θέλω να συμμετέχω, ευχαριστώ» κι άλλο «εμένα τόλμησες να πάρεις μωρή μ@$%$*»; Υπάρχουν όλα, σε διαφορετική ένταση το καθένα, ανάλογα με τους καιρούς και τις συνθήκες. Έχουν μπει στον αλγόριθμο πια, σε βαθμό που δεν επηρεάζουν το δείγμα αν είναι εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου.
  • Το ενδεχόμενο κάποια από τα δείγματα να είναι σκόπιμα λανθασμένα (να απαντούν, δηλαδή, διαφορετικά απ’ αυτό που πιστεύουν), είτε γιατί ο ερωτώμενος θέλει εσκεμμένα να οδηγήσει τη δημοσκόπηση σε λάθος εύρημα, είτε γιατί φοβάται ότι τον παρακολουθούν (όσο κι αν γελάσαμε με αυτό που διατύπωσε ο Αλέξης Τσίπρας, είναι υπαρκτό) είναι κάτι μετρήσιμο και «σταθμισμένο», σύμφωνα με τη δημοσκοπική διάλεκτο. Υπάρχει ειδικό τετράγωνο που τικάρει ο λήπτης της συνέντευξης αν πιστεύει ότι το ύφος του ερωτώμενου στη δημοσκόπηση είναι υπέρ του δέοντος ειρωνικό ή χιουμοριστικό.

Όλα αυτά τα ζητήματα πώς θα λυθούν; Με το να μπουν στο παιχνίδι τα κινητά τηλέφωνα, το διαδίκτυο; Εκεί χάνεται η «εντοπιότητα» και το δείγμα γίνεται ακόμα πιο δύσκολο να σταθμιστεί. Η δε προσπάθεια κάποιων εταιρειών να ενεργοποιήσουν τις προσωπικές συνεντεύξεις (με συνεργάτες τους να πηγαίνουν σπίτι-σπίτι) είναι πολύ πιο χρονοβόρα, ταλαίπωρη και κοστοβόρα, σε σημείο που να κάνει τις δημοσκοπήσεις ασύμφορες οικονομικά γι’ αυτούς που τις παραγγέλνουν.

Κάποιοι, λοιπόν, προτιμούν να έχουν κάτι πιο φτηνό και εν γνώσει τους πιο ασαφές, παρά ένα πιο καθαρό δείγμα, το οποίο όμως το χρεώνει η εταιρεία πολλά λεφτά. Και δικαίως, γιατί είναι διαφορετικό να έχεις έναν συνεργάτη στο τηλέφωνο κι άλλο στο δρόμο να γράφει εργατοώρες.

Μια άλλη λύση θα ήταν να ανέβει το δείγμα, το οποίο για την ώρα βρίσκεται στις 1.000-1.100 συνεντεύξεις. Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις οι ίδιες οι εταιρείες το ανέβασαν στις 1.400, ακριβώς επειδή αυτά που έβρισκαν τους έκαναν κι έτριβαν τα μάτια τους. Αλλά και πάλι, όπως είδαμε, δεν κατάφεραν να πλησιάσουν ούτε στο ελάχιστο την τελική διαφορά που διαμορφώθηκε.

Το ερώτημα, όμως, είναι σαφές: τι ακριβώς δημοσκοπήσεις θέλουμε; Θέλουμε έρευνες-φωτογραφίες της στιγμής, να μας δίνουν στοιχεία τα οποία να σταθμίζουμε περισσότερο μόνοι μας, γνωρίζοντας ότι είναι δειγματοληπτικές; Ή να περιμένουμε το έτοιμο φαγητό από τις εταιρείες, το οποίο βέβαια προϋποθέτει και το ανάλογο «μαγείρεμα»;

Τι θέλουμε από τους δημοσκόπους; Να μας παρουσιάσουν τα αποτελέσματα των ερευνών τους με μια σχετική επεξεργασία, ώστε να μην είναι «ωμά» στοιχεία; Ή να χρησιμοποιούν αλγόριθμους επί αλγόριθμων και να «ψήνουν» το αποτέλεσμα, με τον κίνδυνο του να χρησιμοποιούνται λανθασμένα δεδομένα στον σ’ αυτούς τους περίφημους αλγόριθμους;

Προσωπικά, έχω αποφασίσει. Το ζήτημα είναι τι θέλουν οι πολλοί. Όσο θεωρούμε τις δημοσκοπήσεις εργαλεία που βοηθούν και δεν τις δαιμονοποιούμε ως προσπάθεια να επηρεαστεί η κοινή γνώμη, το πράγμα θα βελτιώνεται. Αλλά το αντίθετο είναι πιο πιθανό να συμβεί: Περισσότερη σκόνη, περισσότερο bullying, περισσότερες απειλές για εισαγγελείς, άρα και περισσότερο ποσοστό «μαντεψιάς». Με όλα τα καλά και τα κακά που φέρνουν αυτά.