Ένας κάποιος τρόπος παρηγοριάς που έχουμε βρει για να διαχειριζόμαστε το θάνατο καλλιτεχνών σε πολύ νεαρή ηλικία είναι να προτάσσουμε ότι τουλάχιστον απέφυγαν την αναπόφευκτη φθορά του χρόνου. Χάθηκαν, συνηθίζουμε να λέμε, στα ντουζένια τους πριν αλλοιωθούν ως εικόνα από τα γηρατειά, πριν (ρισκάρουν να) πέσουν ποιοτικά επαγγελματικά. Και είναι κάτι που ακούγεται συχνά όταν η συζήτηση φτάνει στην Έιμι Γουάινχαουζ.

Σωστό ή λάθος, δεν έχει και τόσο σημασία. Είπαμε, κατά βάση είναι μια σύμβαση που έχουμε επινοήσει σε μία προσπάθεια (μάταιη;) να εξηγήσουμε τα ανεξήγητα, να κάνουμε λιγότερο τρομακτικό το σκοτάδι. Δεδομένα ο δρόμος που είχε πάρει η Έιμι Γουάινχαουζ οδηγούσε στην (αυτό)καταστροφή. Δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό της, να καταπολεμήσει τους εθισμούς της, το «διαβολάκι» μέσα της που την ωθούσε σε άσχημα μονοπάτια.

They tried to make me go to Rehab. But I said no, no, no”, τραγουδούσε σε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της προσπαθώντας ενδεχομένως, με μια άτυπη δημόσια παραδοχή αδυναμίας, να ξορκίσει το κακό που ερχόταν κατά πάνω της.

Οι στίχοι της είχαν έρθει στο δρόμο, ενώ περπατούσε με φίλους της. Σαν αστείο, έτσι το είχε αντιμετωπίσει. Μόνο που δεν ήταν τέτοιο. Στην ουσία, μας έλεγε πως αυτή και αυτό ήταν. Δεν μπορούσε κάτι διαφορετικό, κάπως αλλιώς. “I told you I was trouble, You know that I’m no good“, για να μιλήσουμε μέσα από τα λόγια ακόμα μιας από τις αξέχαστες επιτυχίες της.

Έπαψε να βρίσκεται ανάμεσά μας απότομα και βίαια μόλις στα 27 της. Την ίδια δηλαδή ηλικία που «έφυγαν» οι Τζίμι Χέντριξ, Τζιμ Μόρισον, Κερτ Κομπέιν, Τζάνις Τζόπλιν – βούτυρο στο ψωμί όσων αναζητούν κατάρες.

Περισσότερο κι από στεναχώρια, υπήρχε ένα γενικότερο κλίμα πως συνέβη κάτι το αναπόφευκτο, κάτι που ήταν απλά θέμα χρόνου. Back to black, καθώς τιτλοφορούταν το εμβληματικό 2ο CD της Αγγλίδας τραγουδίστριας, που είναι αυτό με τις περισσότερες πωλήσεις στη Μεγάλη Βρετανία τον 21ο αιώνα.

Μάθαμε πολλά για την Έιμι Γουάινχαουζ στο βραβευμένο με Όσκαρ ντοκιμαντέρ Amy που κυκλοφόρησε για τη ζωή της, το 2015. Άλλες γνωστές ιστοριες, άλλες όχι και τόσο. Τη δεύτερη κατηγορία φιλοδοξούμε και εμείς να καλύψουμε στις αράδες που ακολουθούν.

Με το χρόνο να έχει πλέον κυλήσει αρκετα, 12 έτη έχουν περάσει από το θάνατό της τον Ιούλιο του 2011, ο κόσμος είναι έτοιμος να δει την Έιμι Γουάινχαουζ πέρα από τα όρια της ανθρώπινης τραγωδίας. Να ακουστούν και άλλες πτυχές της σύντομης, αλλά τόσο γεμάτης, ζωής της.

Το σίγουρο ειναι πως αυτό το μοναδικό ηχόχρωμα, αυτή η μαγνητική βραχνάδα στη φωνή, δεν θα πεθάνει ποτέ. Άφησε πίσω, δώρο σε όλους εμάς, μερικά από τα ομορφότερα τραγούδια των τελευταίων ετών. Ρετρό και ταυτόχρονα τόσο φρέσκα. Αριστουργήματα, μην φοβόμαστε τις λέξεις, σε αυτήν την περίπτωση λένε απολύτως την αλήθεια.

Έιμι Γουάινχαουζ

Έιμι Γουάινχαουζ: 5 άγνωστες ιστορίες από τη ζωή της

Η λίστα «δόξας» που έφτιαξε όταν ήταν μικρούλα

Όταν η Έιμι Γουάινχαουζ ήταν στην εφηβεία, είχε φτιάξει ένα συγκρότημα με τη φίλη της, Τζούλιετ Άσμπι εμπνευσμένο από τη γυναικεία μπάντα Salt-N-Pepa. Είχε, επίσης, κάτσει και γράψει σε bullets αυτό που η ίδια αποκαλούσε «λίστα δόξας». Με 14 στόχους που φιλοδοξούσε να εκπληρώσει στη ζωή της.

Ορισμένους εξ αυτών τους πέτυχε ή σχεδόν. Ονειρευόταν να τη φωτογραφίσει ο Ντέιβιντ ΛαΣαπέλ, όντως αυτός αργότερα σκηνοθέτησε αργότερα ένα βίντεο κλιπ της (Tears Dry on Their Own).

Άλλοι (στόχοι) έβγαζαν στην επιφάνεια, σε έναν προσεκτικό παρατηρητή ή σε κάποιον που είχε διάθεση να το δει πιο βαθιά, τον εύθραυστο ψυχισμό, στα όρια της ασθένειας, που βασάνιζε την Έιμι Γουάινχαουζ. Αυτό το «θέλω να κάνω μια ταινία που να δείχνω άσχημη» δεν είναι και το πιο νορμάλ που θα μπορούσε να ευχηθεί για το μέλλον του ένας έφηβος…

Πάντως και προφανώς, το μεγαλύτερο και κύριο στόχο της, αυτόν δηλαδή που υποδήλωνε ρητώς και εξ αρχής η λίστα της, τον πέτυχε. Έγινε διάσημη. Αλλά αυτό δεν ήρθε δίχως κόστος. Δεν ήταν έτοιμη, ψυχολογικά, να αντιμετωπίσει το ότι ξαφνικά είχε γίνει αστέρι παγκοσμίου επιπέδου, όπως δυστυχώς αποδείχτηκε.

Το πρόβλημα με τη νευρική ανορεξία

Ο θάνατός της προήλθε από δηλητηρίαση που της προκάλεσε η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Είναι βέβαια βάσιμη η «ένσταση» πως αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και η έκφραση ξάφνου αποκτάει και μακάβριο χαρακτήρα.

Ο οργανισμός της ήταν πολύ εξασθενημένος. Από τη χρόνια κατάχρηση ουσιών (ναρκωτικών και οινοπνεύματος), που γιγαντώθηκε μετά τον εν πολλοίς τοξικό της 2ετή  γάμο με τον Μπλέικ Φίλντερ-Σίβιλ – αυτός την έριξε στα «βαριά».

Αλλά κατά τον αδελφό της, Άλεξ, η αιτία που η Έιμι δεν ήταν σε θέση να αντέξει ήταν διαφορετική. Πήγαζε από ένα πρόβλημα που κουβαλούσε από πολύ μικρή ηλικία: Την νευρική ανορεξία.

Η μετατροπή σε fashion icon

Στο πρώτο της δίσκο, το Frank, βλέπουμε ένα μάλλον μαζεμένο κορίτσι, που ναι μεν εμφανώς έχει «καντάρια» ταλέντου, αλλά δεν φαίνεται και ακριβώς για star material. Δεν έδειχνε καθόλου σίγουρη για τον εαυτό της. Μία φίλη της άλλωστε είχε πάει το demo στην εταιρεία, η ίδια ντρεπόταν.

«Είμαι άσχημη», επαναλάμβανε συχνά πυκνά σε συνεντεύξεις της. Ήταν συντηρητική στο ντύσιμό της, στην εμφάνισή της. Όλα άλλαξαν, εμφατικά και με κρότο, στο 2ο και τελευταίο της άλμπουμ, το Back to Black.

Η Έιμι Γουάινχαουζ μετατράπηκε σε fashion icon. Υιοθετώντας στα μαλλιά της το «Κλεοπάτρα λουκ» της Ρόνι Σπέκτορ των Ronettes (το λάτρευε αυτό το συγκροτημα όπως και πολλά ακόμη γυναίκεια των 60s). Κάνοντας πιο «ροκ» και προκλητικό το ντύσιμο της. «Δεύτερο» και ταυτόχρονα κλασάτο – δεν ξέρουμε πώς, αλλά το κατάφερνε. Μια ξεχωριστή, ολότελα δική της, αισθητική.

Λάτρευε ό,τι είχε να κάνει με τη μόδα, τη χαλάρωνε και την αποφόρτιζε. Είχε τρέλα με τα Fred Perry  και όταν κάποια στιγμή συνεργάστηκε μαζί με την εταιρεία για ένα διαφημιστικό, έκανε σαν παιδάκι που πάει στο αγαπημένο του ζαχαροπλαστείο.

Όταν την πρόλαβαν στο τσακ

Είναι ακόμα έντονη στη μνήμη η εικόνα εκείνης της συναυλίας στο Βελιγράδι, που έμελλε να ήταν και η τελευταία της. Ήταν τόσο μεθυσμένη ώστε με το ζόρι κρατιόταν όρθια στη σκηνή – δεν συζητάμε καν για το πώς τραγουδούσε.

Έιμι Γουάινχαουζ

Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 2007, την είχε γλιτώσει στο τσακ. Την πρόλαβαν τελευταία στιγμή οι γιατροί και την επανέφεραν, μια νύχτα αφότου είχε πάρει τα… πάντα (ηρωίνη, έκσταση, κοκαΐνη, κεταμίνη, αλκοόλ).

Ξεροκέφαλη, πεισματάρα και με μια έμφυτη ροπή προς το απαγορευμένο, δεν ταράχτηκε όσο θα έπρεπε από αυτό που της συνέβη. Προσπαθούσε πάντως, ενίοτε. Το 2008 μετά από μια βράβευση στα Γκράμι είχε βγει έξω με φίλους για να διασκεδάσει. Ήταν «καθαρή» και απολύτως νηφάλια. «Είναι τόσο βαρετά χωρίς ναρκωτικά», ακούγεται ωστόσο, δυστυχώς, να λέει on camera.

Για την ιστορία, να πούμε πως το αγαπημένο της ποτό λεγόταν Rickstasy. Μια μίξη βότκας, Southern Comfort, λικέρ μπανάνας και Baileys.

Οι επιρροές, η αγαπημένη της γιαγιά και τα τατουάζ

Μεγάλωσε στο βόρειο Λονδίνο. Είχε δύσκολη σχέση με τη μητέρα της. Άσπρο έλεγε η μία, μαύρο η άλλη – ξέρουμε όλοι ποια ήταν αυτή. Αγαπούσε την τζαζ στην πιο κλασική μορφή της μέσα από τη μουσική του Φρανκ Σινάτρα, του Τελόνιους Μονκ, έβρισκε όμως και ταύτιση με σύγχρονους ήχους όπως αυτό του Νεοϋορκέζου ράπερ Nas – έγιναν μάλιστα και φίλοι, μετέπειτα.

Έιμι Γουαϊνχάουζ αφιέρωμα σαν σήμερα

Μπλουζ, τζαζ, πανκ όλα σε ένα. Μια μίξη που δημιούργησε ένα φαινόμενο. Η γιαγιά της Έιμι Γουάινχαουζ, Σίνθια και ο πατέρας της, ταξιτζής στο επάγγελμα, ήταν που τη μύησαν στην τζαζ και γενικώς σε πιο «παλιακούς» ήχους.

Η γιαγιά είχε η ίδια υπάρξει τραγουδίστρια και έπαιρνε από το χέρι την εγγονή της για να την πάει στη σχολή, όπου η μικρή έκανε μαθήματα φωνητικής. Μόνο τυχαίο δεν είναι πως ένα από τα αρκετά τατουάζ που είχε η Έιμι Γουάινχαουζ ήταν το όνομα της αγαπημένης της προγόνου, με την οποία παρεμπιπτόντως βρίσκονται δίπλα δίπλα στην τελευταία τους κατοικία…

Το πρώτο της τατουάζ ήταν η ηρωίδα καρτουν, Betty Boop, το «χτύπησε» στα 15 της. Είχε επίσης ένα ινδιάνικο φτερό, ένα πέταλο αλόγου, μια γυνή γυναίκα, μια αστραπή και μια λεπίδα με το όνομα του συζύγου της, Μπλέικ πάνω (αυτό άλλωστε σημαίνει και το Blake).

Το αγαπημένο τραγούδι της ήταν το So Far Away της Κάρολ Κινγκ. Και αυτό ακούστηκε στο τέλος της κηδείας της, από τις φωνές των φίλων και της οικογένειας της. So Far Away. Τόσο μακριά, δηλαδή. Και τόσο κοντά όμως, συνάμα. Για πάντα. Και αυτό δεν είναι ακόμα μία σύμβαση που βρήκαμε για να λέμε μεταξύ μας. Η μουσική της Έιμι Γουάινχαουζ δεν θα πεθάνει ποτέ.