Η μπάλα δεν είναι σαν τις εκλογές, όπου «όλοι είναι νικητές». Επίσης δεν έχει – ή δεν πρέπει να έχει – συμμαχίες και «συνασπισμούς». Η μπάλα οφείλει να κυλάει στο χορτάρι και όχι σε μυστικά ραντεβού, δικαστικές αίθουσες και σκοτεινά υπόγεια, να παίζεται στον αγωνιστικό χώρο και όχι σε διαδρόμους και να ανταμείβει αυτούς που τη σεβάστηκαν και την κλώτσησαν με αγάπη.

Η ΑΕΚ θριάμβευσε, διότι επένδυσε

Δεν υπάρχει κανένας τομέας στον οποίον δεν επένδυσε η ΑΕΚ. Ρόστερ; Πλούσιο. Η διοίκηση «προίκισε» τον Αλμέιδα με παίκτες διάφορους και διαφορετικούς, ώστε να έχει ευχέρεια επιλογών. Κι εκείνος, αφού ψάχτηκε για λίγο, βρήκε τα πιο συμβατά σχήματα και συστήματα, άλλαξε θέσεις σε παίκτες και τους έβγαλε τα καλύτερα στοιχεία του ποδοσφαιρικού τους χαρακτήρα, δεν άφησε την απογοήτευση να «πλακώσει» τα αποδυτήρια όταν η ομάδα του έμεινε αρκετούς βαθμούς πίσω στη βαθμολογία και δικαιώθηκε.

Γήπεδο; Ξανά στα πάτρια εδάφη. Από τη στιγμή που η «Αγιά – Σοφιά» άνοιξε τις πόρτες της, ένα κύμα χαράς, νοσταλγίας και δύναμης πλημμύρισε τη Φιλαδέλφεια. Κι από εκείνη τη μέρα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η ομάδα δεν ξανακοίταξε πίσω: σε ένα κατάμεστο γήπεδο η μια νίκη διαδεχόταν την άλλη.

«Εξωσχολικές δραστηριότητες»; Κι εδώ «επένδυσε η ΑΕΚ, έχοντας παλέψει για μια ΕΠΟ και μια ΚΕΔ «φιλική» προς αυτήν. Η ΑΕΚ δεν αδικήθηκε σε κανένα σημείο της χρονιάς, οι αντίπαλοί της, της χρεώνουν ότι ευνοήθηκε όπως και όποτε έπρεπε, η ιστορία με τα δοκάρια στο Περιστέρι ξεσήκωσε σάλο αλλά δεν της γύρισε μπούμερανγκ, ούτε οι «μεθυσμένοι Πολωνοί διαιτητές», ούτε κάτι άλλες αλλαγές διαιτητών και VAR… Πολλά και διάφορα συνέβησαν, όπως οι «παιδικές ιώσεις» στο ματς με τον Παναθηναϊκό και τα κρούσματα Covid που «φορτώθηκαν» οι «πράσινοι» λίγο πριν το ματς με τον Ολυμπιακό (όπως και η μετάθεση του ματς μόλις μια μέρα μετά) και η επικοινωνιακή της πολιτική συσπείρωσε τους ΑΕΚτζήδες και σύγχυσε τους ανταγωνιστές της, ειδικά με ανακοινώσεις για «κόκκινους σβέρκους» και την απαγόρευση εισόδου στο γήπεδό της σε δημοσιογράφους συγκεκριμένου μέσου.

Αλλά στο τέλος της ημέρας η ΑΕΚ πήρε το πρωτάθλημα, έχοντας παίξει το πιο ελκυστικό ποδόσφαιρο. Καμιά φορά βέβαια αυτό δεν αρκεί, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση έφτανε και περίσσευε, για μια ομάδα που «έβγαλε» ένα σωρό «Ήρωες» (Τσούμπερ, Πινέδα, Λιβάι, Αραούχο, Γκατσίνοβιτς και άλλους), που έδειξε αξιοθαύμαστη σταθερότητα και συνέπεια μέσα στη χρονιά, που δεν «μάσησε» όταν έμεινε πίσω στη βαθμολογία και ροκάνισε τη διαφορά εκμεταλλευόμενη κάθε στραβοπάτημα του Παναθηναϊκού.

Ο Παναθηναϊκός επέστρεψε

Αν κάποιος έλεγε στους φίλους της ομάδας, στο ξεκίνημα της χρονιάς, ότι θα κάνουν πρωταθλητισμό μέχρι το τέλος της χρονιάς με το τεταρτο-πέμπτο μπάτζετ της κατηγορίας, ότι θα αφήσουν πίσω Ολυμπιακό και ΠΑΟΚ, ότι θα βγουν στα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ και θα τους παραδέχονται όλοι ως μια ομάδα σοβαρή, πειθαρχημένη και άκρως αποτελεσματική, θα το «αγόραζαν» χωρίς δεύτερη σκέψη. Μια ομάδα – δημιούργημα ενός προπονητή δουλευταρά, αξιοκρατικού και χαμηλών τόνων, «έξυσε το ταβάνι της», το έφτασε στα όριά του και έχασε το πρωτάθλημα στις λεπτομέρειες: λύγισε στο τέλος, μια που δεν κατάφερε να κερδίσει ούτε την ΑΕΚ και τον ΠΑΟΚ εντός, ούτε τον Ολυμπιακό εκτός, έχοντας «κλωτσήσει» και δυο βαθμούς εντός με το Βόλο, με χαμένο πέναλτι στις καθυστερήσεις που αποδείχθηκε πολύ «ακριβό».

Όπως και να έχει όμως, ο Παναθηναϊκός κατάφερε να κάνει τον κόσμο του χαρούμενο και περήφανο. Πάλεψε μόνο μέσα στους αγωνιστικούς χώρους, δεν πήρε μισό σφύριγμα που δεν άξιζε, δεν μπλέχτηκε με παρασκήνιο και φαγωμάρες, δεν απάντησε στις απρέπειες και τις σαχλαμάρες, δεν έψαξε να βρει δικαιολογίες μετά από τις αποτυχίες. Έχοντας στον πάγκο του έναν προπονητή – κόσμημα, ασχολήθηκε μόνο με τη δική του εικόνα και τα περιθώρια βελτίωσής του και εντέλει τερμάτισε δεύτερος διότι έμεινε από ενέργεια, «βενζίνη» και δυνάμεις, χτυπημένος – μεταξύ άλλων – και από διψήφιο αριθμό κρουσμάτων covid λίγο πριν πάει στο «Καραϊσκάκης» για το παιχνίδι της χρονιάς. Έχει ωστόσο μια καλή μαγιά παικτών, σε καλές ηλικίες και με εξαιρετική χημεία και μένει να δούμε αν θα γίνουν οι κινήσεις αυτές που θα μπορέσουν να τον κάνουν ακόμα καλύτερο την επόμενη χρονιά.

Ο μπερδεμένος Ολυμπιακός που άργησε να βρει το δρόμο του

Μαρτίνς, Κορμπεράν, Μίτσελ, Ανιγκό. Σύνολο, τέσσερις προπονητές. Όσο για τους παίκτες; Εδώ σχεδόν χάνεται το μέτρημα, σχετικά με το πόσοι ήρθαν και πόσοι έφυγαν στις δυο τελευταίες μεταγραφικές περιόδους. Ο Χάμες, ο Μαρσέλο και ο Βρσάλικο ήρθαν σαν «μέγκα – σταρς» αλλά δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, ο (εκάστοτε) προπονητής μπλέχτηκε σε ένα «αχανές» ρόστερ που ήταν λαμπερό αλλά κακοφτιαγμένο, ο Μίτσελ νοικοκύρεψε την ομάδα αλλά προσπάθησε να «κάνει πολιτική» προσπαθώντας να χωρέσει τρία δεκάρια στην 11άδα και μέσα σε όλους τους παίκτες που ήρθαν τόσο το καλοκαίρι, όσο και το Γενάρη, δεν ήρθε ένα σέντερ – μπακ που θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά.

Αποτέλεσμα; Πολλοί χαμένοι βαθμοί, γκρίνια και εσωστρέφεια, από μια ομάδα και έναν κόσμο που είχε συνηθίσει όχι απλά να κάνει πρωταθλητισμό αλλά να παίρνει το πρωτάθλημα από το Φεβρουάριο, οπότε οι αντιδράσεις συχνά ήταν ακραίες και σπασμωδικές. Έπρεπε να φτάσουμε προς το τέλος της σεζόν για να βρεθεί ισορροπία, να αξιοποιηθούν παίκτες που δεν είχαν φανεί πολύ μέσα στη χρονιά και τελικά να τερματίσει ο Ολυμπιακός τρίτος, περιμένοντας να δει ποιος θα πάρει κύπελλο, ώστε να δει αν ο ευρωπαϊκός του δρόμος θα τον φέρει στα προκριματικά του Europa ή του Conference.

Τι έχει η επόμενη μέρα για τους «ερυθρόλευκους»; Καινούργιο προπονητή και «γενναίες αποφάσεις»: ο Ολυμπιακός χρειάζεται ένα πολύ ξεκάθαρο πλάνο σχετικά όχι μόνο με το ποιοι πρέπει να έρθουν αλλά και ποιοι πρέπει να φύγουν, πράγματα που θα πρέπει να εισηγηθεί σαφώς ο προπονητής που θα τον αναλάβει.

Ο ΠΑΟΚ και οι «μικροί» που «μεγαλώνουν»

Όλοι το ήξεραν ότι θα είναι μια δύσκολη, μεταβατική χρονιά για τον ΠΑΟΚ – και ειδικά ο Λουτσέσκου: αρκετοί ταλαντούχοι παίκτες, βρέθηκαν στην πρώτη ομάδα, αλλά όχι σαν «γεμίσματα» φέτος, μα σαν πρωταγωνιστές. Παράλληλα, υπήρχε η προσδοκία από τον οργανισμό της ομάδας ότι οι «παλιοί» θα μπορούσαν να βοηθήσουν σε αυτή τη μετάβαση, με την εμπειρία και την ποιότητά τους.

Στο πρώτο σκέλος, ο Λουτσέσκου δικαιώθηκε: οι «μικροί» όντως «μεγάλωσαν απότομα», «ψήλωσαν», πρόσφεραν πράγματα με τα νιάτα και τον ενθουσιασμό τους, ωρίμασαν ποδοσφαιρικά. Αλλά στο δεύτερο σκέλος, ο ΠΑΟΚ πήρε ελάχιστα πράγματα από τους μεγαλύτερους παίκτες: Ελ Καντουρί, Κούρτιτς, Βιεϊρίνια, Μπίσεσβαρ, ακόμα και ο Τάισον που ήρθε το Γενάρη, έδωσαν λιγότερα του αναμενομένου. Και μαζί με τα «γυάλινα πόδια» του Ολιβάρες, που για μια ακόμα χρονιά δεν κατάφερε να αποφύγει τα προβλήματα τραυματισμών, προκάλεσαν τριγμούς στην ομάδα και δεν της επέτρεψαν να βρει ρυθμό και να μπορέσει να καλύψει το χαμένο έδαφος.

Υπάρχει όμως ο τελικός κυπέλλου, που μοιάζει με μια μεγάλη ευκαιρία: αν ο ΠΑΟΚ το κατακτήσει, βγαίνει στα προκριματικά του Europa. Και με έναν προσεκτικό μεταγραφικό σχεδιασμό το καλοκαίρι, με στοχευμένες κινήσεις, μπορεί να παρουσιαστεί πολύ καλύτερος του χρόνου, εφόσον συνεχίσει να πορεύεται με έναν προπονητή που ξέρει τα αποδυτήρια της Τούμπας τόσο καλά, όσο ελάχιστοι.

Ο Άρης, ο Βόλος και οι λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις

Ακόμα μια χρονιά – σκωτσέζικο ντους για τον Άρη, με μεγάλες προσδοκίες, ακριβές μεταγραφές, μπόλικες αλλαγές στον πάγκο, με τον Τόλη Τερζή να καλείται να βγάλει για μια ακόμα φορά τα κάστανα από τη φωτιά, αφού ακόμα και ο Άλαν Πάρντιου κρίθηκε ανεπαρκής. Πώς θα είναι η επόμενη χρονιά; Άγνωσται αι βουλαί του Καρυπίδη, που κάθε χρόνο βάζει ψηλά τον πήχη και κάθε χρόνο η ομάδα του περνάει από κάτω. Τουλάχιστον εξασφάλισε το ευρωπαϊκό εισιτήριο, καθώς ο Βόλος το πάλεψε φιλότιμα, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει μια ακόμα υπέρβαση (μετά την είσοδό του στα play-off) και κάποια στιγμή αποδέχθηκε τη μοίρα του. Αστέρας, Γιάννενα και Ατρόμητος, είναι τρεις ομάδες που ονειρεύτηκαν play-off αλλά μπήκαν χωρίς κανένα κέφι και κίνητρο στην «ταλαιπωρία» των play-out, μια διαδικασία που πήρε πιο σοβαρά απ’ όλους ο ΟΦΗ. Παναιτωλικός και Λαμία είχαν τα πάνω τους και τα κάτω τους, με Λεβαδειακό και Ιωνικό να αποχαιρετούν την κατηγορία και να σκέφτονται ότι πρέπει οπωσδήποτε να ανέβουν την επόμενη χρονιά, για να μην τους πάρει από κάτω.