Ο Ζιλ Ντασέν, ήταν πολλά παραπάνω από «σύζυγος της Μελίνας». Ήταν ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Ήταν ένας άνθρωπος παθιασμένος και πρωτοπόρος. Ήταν ένας πολίτης του κόσμου, που μοίρασε τη ζωή του ανάμεσα στις ΗΠΑ, τη Γαλλία και την Ελλάδα. Ήταν πάνω απ’ όλα αυτός, που ακολούθησε την καρδιά του σε ολόκληρη τη ζωή του και όχι το μυαλό του, την τσέπη του ή τις φιλοδοξίες του, που αγάπησε και αγαπήθηκε βαθιά, που παθιάστηκε με τη δουλειά του, με τη Μελίνα του και με την Ελλάδα του, που έκανε τους αγώνες ΜΑΣ, αγώνες ΤΟΥ. Και που έφυγε από τη ζωή, σαν σήμερα, 31 Μαρτίου του 2008.

Ο γιος του κουρέα που έγινε πατέρας του κινηματογράφου

Δεν γεννήθηκε για να «γίνει Έλληνας» ο Ντασέν, όπως δεν γεννήθηκε για να υπηρετήσει τον κινηματογράφο. Ήρθε στον κόσμο στις 18 Δεκεμβρίου 1911 στο Μιντλτάουν του Κονέκτικατ, ως ένα από τα οκτώ παιδιά ενός Ουκρανο-Εβραίου κουρέα. Η φτώχεια η καταραμένη έφεραν την οικογένεια Ντασέν, λίγα χρόνια μετά, να μετακομίσει σε μια «δύσκολη» γειτονιά, στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης και τον ίδιο να πάει σχολείο στο εξίσου «δύσκολο» Μπρονξ. Ήταν τότε δύσκολο να είσαι μαύρος στις ΗΠΑ αλλά ήταν εξίσου δύσκολο να είσαι Ουκρανο-Εβραίος και να ζεις σε γειτονιές μαύρων…

Δεν κατάφερε να τελειώσει το σχολείο – τα λεφτά δεν περίσσευαν για τέτοιου είδους πολυτέλειες. Οι ΗΠΑ, τη δεκαετία του ’30, μαστίζονταν από άγρια οικονομική ύφεση. Όμως, από αγκάθι, βγαίνει ρόδο – μέσα σε όλη αυτή τη ζοφερή κατάσταση, η κυβέρνηση είχε προνοήσει να χρηματοδοτήσει το «Theatre Works Project». Και κάπου εκεί, ο γιος του Ουκρανο-Εβραίου κουρέα, που δεν είχε λεφτά στην τσέπη αλλά είχε όνειρα, φιλοδοξίες και κλίση καλλιτεχνική, μπόρεσε να βρει μια «δεύτερη οικογένεια». Εκεί, όπου στα πρώτα βήματα, έχει τη μεγάλη τύχη να μαθητεύσει κοντά στον Άλφρεντ Χίτσκοκ.

Στα 30 του χρόνια, του δίνεται η ευκαιρία να πραγματοποιήσει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το «Πράκτορας των Ναζί» με πρωταγωνιστή τον δημοφιλή σταρ της εποχής, Κόνραντ Φάιτ. Κάνει επτά ταινίες με την MGM, αλλά συγκρούεται με τα αφεντικά του στούντιο, σκίζει το συμβόλαιό του και απορρίπτει πεισματικά και επανειλημμένα κάθε σενάριο που του στέλνουν, αρνούμενος να γυρίσει άλλη ταινία μαζί τους.

Όταν καταφέρνει να απεμπλακεί από την MGM, συνεργάζεται με τον γνωστό παραγωγό Μαρκ Χέλινγκερ και μαζί του γυρίζει τις δυο πρώτες του σημαντικές ταινίες: τον «Δήµιο των Κολασµένων» με τον Μπαρτ Λάνκαστερ το 1947 και την «Γυµνή Πόλη» το 1948, η οποία σημειώνει μεγάλη επιτυχία. Ακολουθεί το «Thieves Highway» και μετά πλακώνει η καταχνιά – η περίοδος του Μακαρθισμού σκεπάζει τα πάντα στις ΗΠΑ: ο ένας αρχίζει να καταδίδει τον άλλον, κολλώντας του το ταμπελάκι του «κομμουνιστή». Ηθοποιοί, σκηνοθέτες και παραγωγοί μπαίνουν στη «μαύρη λίστα», άνθρωποι περνάνε από επιτροπές για να αποδείξουν ότι δεν είναι ελέφαντες, αλλά ο «ελέφαντας» είναι μέσα στο δωμάτιο και όλοι κάνουν πως δεν το βλέπουν. Μιλάμε για την περίοδο, όπου για κάποιους, το να βαφτίσουν κάποιον συνάδελφο «κομμουνιστή», ήταν είναι ένας τρόπος τον «εξαφανίσουν» και να εξαλείψουν τον ανταγωνισμό.

Για να γλιτώσει από τον διωγμό και την επαγγελματική εξαφάνιση, ο – ούτως ή άλλως αριστερών πεποιθήσεων – Ντασέν πείθεται από τον φίλο του Ντάρυλ Ζάνουκ της 20th Century Fox, να πάει στο Λονδίνο και να γυρίσει το αριστούργημα «Η Νύχτα και η Πόλη», το 1950. Οι ΗΠΑ όμως τον κυνηγούν ακόμα και στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού και σαμποτάρουν τη δουλειά του.
Εκείνος αναγκάζεται να πάρει τη γυναίκα του Μπέατρις Λόνερ και τα τρία τους παιδιά και να εγκατασταθούν στο Παρίσι. Είναι πέντε δύσκολα χρόνια, όπου ο Ντασέν αναγκάζεται να «μεταμφιέσει» τα σενάριά του, πουλώντας τα με ψευδώνυμα, προσπαθεί να σκηνοθετήσει ταινίες στην Ιταλία αλλά «τρώει πόρτα» και αναζητεί ένα restart. Τελικά, του προτείνουν να κάνει ένα γαλλικό φιλμ–νουάρ, το «Ριφιφί», το 1954.

Το μεγάλο «ριφιφί» τελικά, ήταν άλλο…

Έναν χρόνο αργότερα, το 1955, ο Ντασέν είναι στις Κάννες για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου με το «Ριφιφί». Εκεί δίπλα, είναι και η Μελίνα Μερκούρη με τη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη.

Η ίδια η Μελίνα γράφει στην αυτοβιογραφία της, «Γεννήθηκα Ελληνίδα»: «Όταν η ταινία τελείωσε, ακούστηκαν θερμά χειροκροτήματα. Κόσμος ερχόταν να μας συγχαρεί. Αλλά ένας άνθρωπος ήρθε πηδώντας πάνω απ’ τα καθίσματα, σαν κατσίκι του βουνού. Ο Μιχάλης είπε: “Να σας συστήσω”. Τα μάτια του ήταν πολύ γαλανά. “Από εδώ η Μελίνα Μερκούρη, από εδώ ο Ζιλ Ντασέν”. Θυμόμουν ότι είχα διαβάσει για τον Ζιλ Ντασέν το 1948. Σε μια κριτική μιας ταινίας που είχε σκηνοθετήσει, με τίτλο Γυμνή Πόλη αναφερόταν ως “ο πατέρας του νεορεαλισμού στον αμερικανικό κινηματογράφο».

Είτε πιστεύετε στον κεραυνοβόλο έρωτα, είτε όχι, ο δικός τους έρωτας ήταν ξαφνικός, καρμικός και απόλυτος. Στο πρώτο τους ραντεβού δεν σταμάτησαν να μιλούν. Ο τρόπος που θαύμαζαν ο ένας τον άλλον ήταν ανεπανάληπτος. Εκείνη χάνεται στα μάτια του, εκείνος μαγεύεται από το γάργαρο γέλιο της.

Αποφασίζουν ότι θα είναι για πάντα μαζί – μια «υπόσχεση» που τήρησαν μέχρι τέλους. Παντρεύονται το 1966 και μαζί γυρνούν εννέα ταινίες, μεταξύ των οποίων το «Τοπκαπί», τη «Φαίδρα» και το «Ποτέ την Κυριακή», που τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Κανών το 1960. Η ίδια ταινία ήταν υποψήφια για Όσκαρ σκηνοθεσίας και σεναρίου. Εκείνη τη χρονιά, στις Κάννες, η United Artists σνομπάρει την ταινία, επειδή ήταν μια «φτηνή» παραγωγή – για λόγους οικονομίας, ο ίδιος ο Ντασέν είχε πρωταγωνιστικό αντρικό ρόλο.


Ο Ντασέν, που πιστεύει τόσο στη δυναμική της ταινίες όσο και στη «φλόγα» της Μελίνας, θυμωμένος, στήνει ένα κανονικό ελληνικό γλέντι, για να τους δείξει ότι δεν μέτρησαν σωστά τα πράγματα. Χορός, τραγούδια, πιάτα και ποτήρια που σπάνε με δύναμη και κάπως έτσι ο «Έλληνας» Ντασέν μετατρέπει το χώρο του καζίνο σε ελληνικό κέντρο διασκέδασης, με παρόντες το Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιώργο Ζαμπέτα, την Άννα Χρυσάφη, ορχήστρα και χορευτές. Όλο αυτό, μαζί με την υπέροχη ταινία, δημιουργούν ένα τεράστιο hype – τόσο μεγάλο, που στην προβολή της ταινίας το κοινό, ξεσπά σε χειροκροτήματα και η ταινία θριαμβεύει.

Το Ποτέ την Κυριακή κερδίζει Όσκαρ Μουσικής, αλλά ο Χατζηδάκης δεν είναι εκεί για να το παραλάβει.

Η εξορία και η επιστροφή στην «πατρίδα»

Στη διάρκεια της Χούντας ο Ντασέν όχι απλά ακολουθεί τη Μελίνα στο εξωτερικό, αλλά φροντίζει – ως άνθρωπος της Τέχνης και αριστερών καταβολών και πεποιθήσεων – να ενημερώσει όλο τον κόσμο για τα δεινά του ελληνικού λαού και το τερατόμορφο πρόσωπο της Δικτατορίας. Σε μία συνέντευξή του είχε πει: «Ζούσα μια διαφορετική εξορία από το 1967 έως το 1974. Σκηνοθέτησα μία μόνο ταινία, γιατί η καρδιά μου είχε μόνο απογοήτευση για τη δικτατορία στην Ελλάδα. Αφοσιώθηκα στη Μελίνα, μένοντας πλάι της όσο το δυνατόν περισσότερο. Οι ταινίες δεν βρίσκονταν καν στο μυαλό μας, γυρίσαμε μία, την “Υπόσχεση την αυγή”, απλώς και μόνο επειδή είχαμε υπογράψει τα συμβόλαια».
Σκηνοθετεί πολλές εμφανίσεις της Μελίνας, σε αντιδικτατορικές διαδηλώσεις σε όλο τον κόσμο, στο Παρίσι ανεβάζουν πολλές θεατρικές παραστάσεις και το 1974 γυρίζουν το ντοκιμαντέρ «Δοκιμή» σε συνεργασία με το Μίκη Θεοδωράκη, το Γιάννη Μαρκόπουλο, την Ολυμπία Δουκάκη και τον Λόρενς Ολίβιε, το οποίο αναφέρεται στην Εξέγερση του Πολυτεχνείου αλλά και στα βασανιστήρια της Χούντας, στους πολιτικούς κρατούμενους.


Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, το 1974, επιστρέφουν στην Ελλάδα. Η Μελίνα είναι πλέον σύμβολο, είναι πολιτικός, είναι Υπουργός, είναι η φωνή που δεν σταματά να μιλά για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα σε όλο τον κόσμο. Και ο Ντασέν, είναι στο πλευρό της στα πάντα, απόλυτα, ολοκληρωτικά, χωρίς «εκπτώσεις», χωρίς εγωισμούς, χωρίς να αισθάνεται «άβολα» ή «παράξενα» που η αγαπημένη του, η ηθοποιός, η «Μελίνα του», έγινε πλέον η Μελίνα όλου του κόσμου, η λαοφιλής πολιτικός, η «μητέρα των Μαρμάρων» που πασχίζει να γυρίσουν τα «παιδιά της» στο σπίτι τους.


Από το 1974 ως το 1980, γυρίζει δυο ταινίες – που είναι και οι τελευταίες του: την «Κραυγή Γυναικών» (με τη Μελίνα και την Έλεν Μπέρστιν) και το «Στα 16 γνώρισα τον Έρωτα», με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον. Σκηνοθετεί και τρία θεατρικά έργα, την «Όπερα της Πεντάρας», τον «Γλάρο», και τον «Θάνατο του εμποράκου». «Ξεκίνησα από το θέατρο και λόγω του θεάτρου είχα αρχίσει από νωρίς να σέβομαι και να αγαπώ την Ελλάδα», είχε πει.

Ο «Έλληνας Τζούλι»


Όταν η αγαπημένη του Μελίνα έφυγε από τη ζωή, ο Ντασέν, ο «Τζούλι» όπως τον φώναζε χαϊδευτικά εκείνη, δημιούργησε στη μνήμη της το Ίδρυμα «Μελίνα Μερκούρη», με στόχο την προώθηση της δημιουργίας του νέου Μουσείου της Ακρόπολης και την προβολή του ελληνικού πολιτισμού.
Κατέχοντας τη θέση του προέδρου, παραχώρησε στο ίδρυμα τα έσοδα από τις ταινίες του, προκειμένου να ενισχυθεί ο αγώνας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο. Έφυγε από τη ζωή στις 31 Μαρτίου 2008, σε ηλικία 97 ετών.
Αν έπρεπε να διαλέξουμε μια από τις στιγμές της τεράστιας καριέρας τους, θα σταθούμε στα γυρίσματα της ταινίας «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», βασισμένη στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη. Η ταινία είναι γυρισμένη στα Κριτσά της Κρήτης, με τη Μελίνα στο ρόλο της Μαγδαληνής και τον Πιερ Βανέκ σ’ εκείνον του Χριστού.


Ο Ζιλ Ντασέν αναφέρει ο ίδιος σχετικά με τα γυρίσματα: «Μια από τις ευτυχέστερες εμπειρίες της ζωή μου ήταν η συνεργασία με τους κατοίκους της Κριτσάς και των γύρω χωριών που συμμετείχαν στην ταινία. Οι πιο πολλοί δεν ήξεραν γράμματα κι έτσι τα βράδια, όταν γύριζαν από τα χωράφια, μαζευόμασταν στην αυλή του σχολείου και με διερμηνέα τη Μελίνα, τους μιλούσαμε για το βιβλίο και τις σκηνές που θα γυρνούσαμε. Υπέροχη εμπειρία… Στο βιβλίο, ξέρετε, υπάρχουν οι φτωχοί και οι πλούσιοι, οι προύχοντες του χωριού. Ε, λοιπόν, κανείς δεν ήθελε να παίξει έναν από τους προύχοντες! Εκεί όμως που δεν πείθονταν με τίποτα ήταν στο να παίξουν τους Τούρκους. Ξέρετε τελικά ποιοι έπαιξαν τους Τούρκους; Καουμπόηδες από τη διπλανή Αμερικανική Βάση…».
Μετά απ’ όλα όσα διαβάσατε, υπάρχει έστω και ένας που θα μπορούσε να πει, ότι ο Ζιλ Ντασέν δεν ήταν πιο Έλληνας σχεδόν από κάθε Έλληνα;