Σνακ. Μια λέξη που στο μυαλό όλων έχει διαφορετική εικόνα. Άλλος θα σκεφτεί το τοστάκι, άλλος πιο μερακλής θα σκεφτεί το σάντουιτς, ένας τρίτος θα σκεφτεί την τούρτα που έχει στο ψυγείο για τις δύσκολες στιγμές. Σνακ όμως είναι, κατά κανόνα, αυτό το μικρό ή συσκευασμένο πράγμα που είναι για το ενδιάμεσο των γευμάτων και δεν έχει και ιδιαίτερα υγιεινό χαρακτήρα. Δεν είναι σνακ η ρυζογκοφρέτα δηλαδή, μην μαλλιοτραβηχτούμε.

Υπάρχει ένας κοινός τόπος για όλους μας όταν ακούμε για σνακ. Σνακ είναι αυτά που βρίσκεις στο περίπτερο. Τα πατατάκια και τα ντορίτος είναι σνακ αλλά με επιείκεια. Για να καταλάβετε τι εννοούμε, αρκεί να διαβάσετε τα σνακ των παιδικών μας χρόνων. 10 συντάκτες του Intronews θυμούνται αυτά που έτρωγαν και με τα οποία αντικαθιστούσαν τα κανονικά τους γεύματα. 10 σνακ, άλλα πιο γνωστά, άλλα όχι τόσο. Όλα τους υποδηλώνουν όμως την ηλικία μας. Ας είναι.

Μετά λοιπόν από τα σουβλάκια, τα μπέργκερ, τις πίτσες και τα κοψίδια, ήρθε η στιγμή του ρετρό, του flashback με τα σνακ.

Από Raider σε Twix ο Στέφανος Νικήτας

Όταν η Raider κάποια στιγμή στις αρχές του 90 έγινε Twix έφαγα μεγάλη στεναχώρια. Για να απολαύσεις μια Raider υπάρχει ολόκληρη τελετουργία.

Εκείνη την εποχή ήμουν vocals στους «Φαλ εντ Φαλακρίς» μαζί με 4 φίλους και το σουξέ μας ήταν το τραγούδι : «Το μπουγαδοκόφινο». Εκτός από τραγούδια γράφαμε και συνταγές. Αυτές αν υπάρχουν σήμερα θα τις βρεις στο συρτάρι του γραφείου του Δημήτρη.

Μια από αυτές τις συνταγές ήταν ο τρόπος που πρέπει ένα μέλος των «Φαλ εντ Φαλακρίς» να τρώει μια Raider.

Για να νιώσεις την απόλυτη ηδονή από αυτά τα δύο υπέροχα τραγανά μπισκότα καλυμμένα με τη ψυχεδελική καραμέλα και τη λαχταριστή σοκολάτα γάλακτος πρέπει να τη χωρίσεις στη μέση με χειρουργικές κινήσεις.

Με τη βοήθεια ενός μαχαιριού χωρίζεις το μπισκότο από τη καραμέλα και τη σοκολάτα. Πρώτα τρως το μπισκότο αφού αυτό παπαριάσει μέσα σε γάλα. Στη συνέχεια κάνεις μπαλάκι τη καραμέλα με τη σοκολάτα και την πιπιλάς μέσα στο στόμα μέχρι να λιώσει.

Τα Smarties για τον Αργύρη Παγαρτάνη

Στο Φάλμουθ, ένα μικρό εμπορικό λιμάνι της Κορνουάλης, ξεκίνησε η αγάπη μου για τα Smarties, στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Αν απορείτε πώς βρέθηκα εκεί σε τόσο μικρή ηλικία, υπάρχει εξήγηση: Ο πατέρας μου, πρώτος μηχανικός στο εμπορικό ναυτικό, είχε δικαίωμα να φιλοξενεί σύζυγο και ένα παιδί στην καμπίνα του κατά τη διάρκεια των ταξιδιών.

Έτσι, σχεδόν κάθε δεύτερο καλοκαίρι, μετακόμιζα σε εμπορικό πλοίο για αρκετό διάστημα (κάποιες φορές ξεπερνούσε και τον 1,5 μήνα) και γνώρισα μέρη που ποτέ άλλοτε δεν θα μπορούσα να επισκεφθώ. Στο σούπερ μάρκετ της περιοχής (λεγόταν Mammoth και ήταν πραγματικά… μαμούθ στα παιδικά μου μάτια) τα σακουλάκια με τα πολύχρωμα σοκολατένια κουφετάκια βρίσκονταν παντού, σε κάθε διάδρομο. Δεν μπορούσα να τα προσπεράσω. Ήταν ένα από τα λίγα πράγματα που ζήτησα από τη μαμά.

Με το πρώτο που δοκίμασα τρελάθηκα. Άρχισα να καταβροχθίζω, στην κυριολεξία, εγώ που όταν έτρωγα δεύτερη συνεχόμενη κουταλιά συνεχόμενη γινόταν πάρτι. Αμέσως σήμανε… οικογενειακός συναγερμός. Επιτέλους, βρήκαμε κάτι που αρέσει στο παιδί να τρώει. Όπερ σημαίνει… ένα φορτίο ολόκληρο από σακουλάκια Smarties μετακόμισαν από το σούπερ μάρκετ στο “Ίρις” του Παλαιοκρασσά. Κι επειδή τότε δεν είχαν φτάσει ακόμα στην Ελλάδα, πριν φύγουμε κάναμε και προμήθειες, ως γνήσιοι ναυτικοί.

Η κυρα-Μελανία είναι αλήθεια ότι έκανε μεγάλη προσπάθεια να βρει Smarties και στην Ελλάδα, αλλά προφανώς δεν μπορούσε να τα… εισάγει μόνη της. Έτρωγα επί μήνες με φειδώ, κι όταν τελείωσε το τελευταίο σακουλάκι με πήραν τα κλάματα. Τέτοια τραγωδία.

Φαντάζεστε τη χαρά μου λίγα χρόνια αργότερα όταν στο περίπτερο του κυρ-Μήτσου, απέναντι από το σχολείο, το τσακίρικο μάτι μου “ανακάλυψε” ένα σακουλάκι Smarties στο βουνό με τα καλούδια. Ο παιδικός έρωτας φούντωσε και πάλι, μέχρι ηλικίας… παρεξήγησης. Ήταν μια ένοχη απόλαυση, πώς να το κάνουμε.

Η σχέση μου με τα Smarties διακόπηκε βιαίως λόγω… Μπέσσυ Αργυράκη. Τα Smarties είχαν τη φαεινή ιδέα να διαφημιστούν και στην τηλεόραση και ανέθεσαν στην συμπαθέστατη αοιδό να ερμηνεύσει το τραγούδι του σποτ. Δεν ξέρω αν ανέβηκαν οι πωλήσεις τους, όμως στο εφηβικό μου μυαλό έφεραν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Το σποτ πράγματι απευθυνόταν σε πολύ μικρά παιδιά και το τραγούδι ήταν παιδικό, τόσο παιδικό, που το εφηβικό μου μυαλό επαναστάτησε. Μετά από ώριμη σκέψη αποφάσισα όταν δεν μου ταίριαζαν πια. Ντρεπόμουν και να τα ζητήσω από τον περιπτερά.

Τώρα βρίσκονται παντού τα Smarties, προφανώς έχω δοκιμάσει, αλλά η γλύκα της πρώτης φοράς δεν συγκρίνεται..

Ποιος θυμάται τις καραμέλες Pez; Μόνο ο Σπύρος Δαρσινός

Χρειάστηκα τη βοήθεια του κοινού για να μπορέσω ν’ ανασύρω από τη μνήμη μου τα αγαπημένα σνακ εκείνης της (μακρινής) εποχής. Χρειάστηκε επίσης να γίνει συμβούλιο με τον αδελφό Δαρσινό, διότι στα χαρακώματα της Γούβας (προ βορείων προαστίων εποχή) υπήρχε τεράστια διαμάχη για τα δικά μου και τα δικά του και όπως γίνεται αντιληπτό δεν ήθελα να προκαλέσω διπλωματικό επεισόδιο.

Συσκεφτήκαμε και αποφανθήκαμε πως μεταξύ ξυλακίου Caotonic, Pizza Mexicana, «μέντες» Mentos και Tic Tac (πορτοκάλι), Δρακουλινίων, σοκολάτας Nesquick και Kinder, όπως επίσης και σοκολάτας «μαργαρίτας» επιλεγμένων ζαχαροπλαστείων των Εξαρχείων, στην κορυφή μπαίνουν οι καραμέλες Pez. Βεβαίως με το απαραίτητο dispenser με το περίεργο κεφάλι, που το πατούσες προς τα πίσω στα όρια αποκεφαλισμού.

Μεταξύ μας, ο τρόπος που γέμιζε το dispenser ήταν η όλη φάση. Άλλωστε ήμασταν παιδιά και του Μπρους Γουίλις (βλ. Die Hard) και του Σιλβέστερ Σταλόνε (βλ. Ράμπο), επομένως το γέμισμά του παρέπεμπε σε γέμισμα όπλου. Χώρια που ο μηχανισμός γινόταν πρώτης τάξεως παιχνίδι.

σνακ παιδικών χρόνων

Εθισμένη στην γαλακτοφέτα η Νατάσσα Βουδούρη

Ο εθισμός που είχα μικρή με την γαλακτοφέτα δεν περιγράφεται! Φυσικά και αναφέρομαι στην μια και μοναδική Kinder γαλακτοφέτα με την απαλή και ελαφριά κρέμα από γάλα με μια σταγόνα μέλι ανάμεσα σε δύο λεπτά στρώματα αφράτου κέικ. Έτσι την περιέγραφε η διαφήμιση, που απ’ ότι φαίνεται το Τμήμα marketing έκανε καλή δουλειά για να το θυμάμαι ακόμα!

Μία ίσον καμία, γιαυτό και το πακέτο είχε πέντε μαζί. Μαχαιριά στην καρδιά μου ήταν η κυκλοφορία της νέας γαλακτοφέτας pingui και στην συνέχεια delice… Δεν θα ξεχάσω την απογοήτευση που ένιωσα όταν έφτασα στο ψυγείο ενός super market και έψαχνα να βρω την «κλασσική» γαλακτοφέτα.

Η Δήμητρα Πραντάλου έτρωγε ό,τι είναι

Πολύ ζόρικο δίλημμα αυτό. Κι αυτό γιατί όταν ήμουν μικρή δεν θυμάμαι να κάνω άλλη δουλειά, από το να τρώω οτιδήποτε ήταν «βόμβα θερμίδων». Ήμουν φαγανό παιδί, αλλά στα μάτια της γιαγιάς μου πάντα αδύνατο. Μπορώ να σκεφτώ διάφορα σνακ που είχαν μια θέση στην καρδιά μου και, δυστυχώς, και στον αδερφό μου, με τον οποίο δίναμε μάχη πάντα για το τελευταίο. Βάζαμε στοιχήματα, όχι αστεία.

Αν αφήσω λοιπόν στην άκρη το ξυλάκι caotonic και την ατομική μερέντα σε σχήμα καρδούλας με εκείνο το μικρό κουταλάκι, θα βάλω ως αγαπημένο σνακ την γκοφρέτα Κουκουρούκου. Δεν ήταν σε γεύση το καλύτερο από τα προηγούμενα δύο, αλλά είχε γίνει εθισμός. Κυρίως για τα αυτοκόλλητα που έδινε δώρο, με τα οποία γέμιζα τα αγαπημένα μου άλμπουμ τότε. Ήταν δύο σε ένα, επομένως και πρώτο στη λίστα αγοράς από το χαρτζιλίκι μου.

σνακ παιδικών χρόνων

Με τη Μιράντα αγκαλιά ο Χρήστος Αμπντίν

Κάνοντας ένα τυπικό πέρασμα εντυπωσιασμού από λιχουδιές τύπου «Lila Pause» και «Kinder Bueno», συμπεριλαμβανομένου κάθε παρασκευάσματος της ιδίας εταιρείας, χωρίς ποτέ να μπορούσα να φανταστώ ότι στην ενήλικη ζωή μου θα αποτελούν τις διασημότερες γεύσεις παγωτού, το χαρακτηριστικότερο σνακ που συνόδευσε τα παιδικά χρόνια μου, ήταν τα μπισκότα Μιράντα.

Η σχέση μου μαζί τους, ξεκινά στις πλαζ της Αττικής, όταν ανήμποροι οι κηδεμόνες πάσης φύσεως να με πείσουν πως ουδείς οργανισμός δύναται να ζει ολημερίς κάτω από τον ήλιο χωρίς τροφή, δοκίμαζαν να ξεγελάσουν τις υπόνοιες πείνας τ΄ απομεσήμερου. Είναι δύσκολο, ξέρετε, για τους ανθρώπους που έχουν ανατραφεί υπό την σκέπη γιαγιάδων και παππούδων να τοποθετήσουν προσωπικά όρια στην αυξημένη παροχή γευμάτων.

Παράδειγμα ανυποταγής ο γράφων ωστόσο, έφτασε στο κατώφλι της εφηβείας με μοναδικό σχεδόν γεύμα, το γάλα. Γάλα που συνοδευόταν από τα μπισκότα Μιράντα ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ. Και ύστερα τα Μιράντα έγιναν η βάση των σπιτικών γλυκών και του πατροπαράδοτου, μεσογειακής εμπνεύσεως… Φρουί Ζελε, η καθιερωμένη λιχουδιά στα διαλείμματα της μπάλας στην πλατεία και στη γειτονιά, ο τρόπος που ακόμα και στη μελέτη των ύστερων σχολικών ετών, κερνούσε παρηγοριά.

Η δύναμη της έξης ήταν τόσο ισχυρή δε, που οι πρώτοι φραπέδες του Λυκείου, απορροφώνταν μοιραιά στο πρωινό πακέτο…

«Τη δαγκώνεις και στη δίνει, είναι kiss και δε σ’ αφήνει», τραγουδάει η Κατερίνα Ιορδανίδη

Όταν ήμουν μικρή η μαμά μου με είχε καλομάθει. Κάθε -μα κάθε- μερα που γυρνούσε από τη δουλειά μου έφερνε ένα δωράκι, με το που την έβλεπα στην πόρτα της φώναζα: «τι μου πήρες; τι μου πήρες;» Κούκλες, παιχνίδια, ρούχα και… σοκολάτες ήταν τα δωράκια που περίμενα.

Το top για μένα όμως ήταν οι σοκολατίτσες, και συγκεκριμένα η KISS, φράουλα-σοκολάτα, -άντε γεια- που αν δεν την έτρωγα εκείνη τη στιγμή, την έκρυβα γρήγορα σε ένα ντουλάπι για να μη τη βρει ο αδερφός μου. «Τη δαγκώνεις και στη δίνει, είναι kiss και δε σ’ αφήνει», μέχρι και το κομμάτι της διαφήμισης τα’ σπαγε.

Για τα 57 κιλά που είμαι σήμερα, έχω να πω μπράβο μου που έχω φάει τόσες σοκολατίτσες και συνεχίζω την σπουδαία καριέρα μου ως γευσιγνώστρια σοκολάτας.

«Στο δικό σου κάνει μπλουμ στο δικό μου Chocobloom» για τον Γιώργο Καραχάλιο

Μην ακούτε οι μικρότεροι πως στα 80s και στα 90s ήταν καλύτερα, είχαμε ΠΑΣΟΚ και όλα ήταν υπέροχα. Καθίστε να σας πει ο θείος Γιώργης την πλήρη αλήθεια. Είχαμε σοβαρές ελλείψεις, οι μέρες της αφθονίας μας ήταν μετρημένες. Μα, αλήθεια, ήταν σνακ αυτά που τρώγαμε; ΟΚ, νοσταλγία και τα συναφή, μέσα και μ’ αρέσει, να ‘μαστε όμως και λίγο ειλικρινείς.

Μασούσαμε τσίχλες σε σχήμα τσιγάρου – καλά αυτό ήταν ως και ψήγμα αν σκεφτούμε πως οι μεγάλοι το «φούντωναν» σαν φουγάρα στα αμάξια και η μόνη τους έγνοια ήταν να κλείσουν τα παράθυρα για «να μην κρυώσει το παιδί». Τρελαινόμασταν για παγωτά-πατούσες ή για «σπρώξε-γλείψε».

Βουτάγαμε το δάχτυλο σε κάτι που (μάλλον) ήταν μισή μερέντα–μισό βανίλια. Τρώγαμε καραμέλες που «έσκαγαν» στο στόμα. Περιμέναμε να φωνάξει κάποιος τον Μαξ για να ανοίξει το ψυγείο της Algida. Αυτά είναι, όλα, για ψυχολογικά. Αλλά υπήρχε κάτι που δεν ήταν όπως τα άλλα. Κάτι που ακόμα κάνει την καρδιά να χτυπά δυνατά.

Το λέγαν’ Chocobloom. Ναι, ναι. Ένα μπισκότο με σοκολάτα, ήταν, αυτό ήταν, δεν ήταν; Και συμφωνώ, το παιδικό μυαλό μεγαλοποιεί πράγματα. Αλλά, το πατάω και δεν το ξεκολλάω, ήταν μεγαλειώδες. Σε ένα υποτιθέμενο πρωτάθλημα με μπισκότα, θα έπαιζε για την κούπα. Ακόμη και σήμερα.

σνακ

Ο Κωνσταντίνος Ταγαράς είπε το σνακ που περιμέναμε όλοι

Το ξέρω ότι έχω γράψει παλαιότερα πως αν έπρεπε να τρώω το ίδιο πράγμα κάθε μέρα για την υπόλοιπη ζωή μου, αυτό θα ήταν το πιτόγυρο. Δεν θέλω να είμαι αναληθής στα γραφόμενά μου, αλλά σήμερα ζητήθηκε να γράψουμε το αγαπημένο μας σνακ οπότε μπορώ να κάνω μια εξαίρεση.

Μιας και λέω για σνακ, αν κάποιος περιμένει να διαβάσει για ρυζογκοφρέτες (εξαιρετικές για μόνωση τοίχων) ή μπάρες βρώμης (ιδιαίτερα ευεργετικές στον οργανισμό μας, αλλά μεγάλωσα σε ένα χωριό που με αυτό τάιζαν οι δικοί μου τα οικόσιτα ζώα τους), καλύτερα να αποχωρήσει μόνος του.

Εδώ θα μιλήσουμε για γεύσεις που ψάχνεις τόσο στον ύπνο σου όσο και στον ξύπνιο σου. Για γεύσεις που συνδέουν με μία νοητή γραμμή γεύσης το χθες και στο σήμερα. Αυτό λοιπόν για εμένα είναι το Kinder Bueno.

Η κρυφή μου απόλαυση όταν στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο οι γονείς μου ζητούσαν να κάνω δίαιτα. Το τελευταίο πράγμα που θα φάω πριν κοιμηθώ και ο λόγος για τον οποίο νευριάζει ο κουμπάρος μου («σε δύο μήνες παντρεύεσαι και δεν θα μπαίνεις στο κοστούμι», μου λέει συνεχώς).

Το Kinder Bueno το αγάπησα παιδί και τα παιδιά δεν ξεχνάνε. Το μόνο που θέλω να αποσαφηνίσω είναι μια παρεξήγηση που έχει γίνει. Στη συσκευασία υπάρχουν δύο μπάρες για διπλή απόλαυση. ΟΧΙ ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΣ ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΣ. Εντάξει;

Επίσης, επειδή είμαι και της κλασικής σχολής, μην ξαναδώ πειράματα όπως αυτό με ένα Kinder Bueno μέσα στη συσκευασία. Εδώ καλά καλά δεν τρώω αυτό με τη λευκή σοκολάτα, για να μην στερηθώ την πραγματική απόλαυση. Θα μου την κόψετε και στη μέση; ΟΧΙ!

σνακ

Το υπέρτατο κρουασάν ήταν το σνακ του Στέργιου Πουλερέ

Σκαλίζοντας τις αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων, έχω να βρω διάφορα περίεργα που για κάποιο λόγο μου άρεσαν. Ως επί το πλείστον ήταν πράγματα που έβλεπα να τρώνε ο παππούς και η γιαγιά. Χτυπημένος κρόκος αυγού με ζάχαρη, κομπόστα, φέτα τηγανητή (έλα μου φραγμένη αρτηρία), όλα αυτά τα σούπερ μπλιάξ τα έχω βάλει στο στομάχι μου και παραδόξως έφτασα στα 32 μου χωρίς να έχω προβλήματα υγείας. Ακόμα τουλάχιστον.

Όταν τα έτρωγα αυτά, σίγουρα θα με έπιανε το στομάχι μου και ο μόνος τρόπος για να ηρεμήσω, ήταν να φάω ένα Kinder Delice. Αλλά επειδή έχουν μπει ήδη δύο Kinder, για να μη φανεί ότι τα παίρνουμε – KINDER ΔΕ ΘΕΛΟΥΜΕ ΛΕΦΤΑ, ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΜΑΣ ΣΤΕΛΝΕΙΣ ΔΩΡΕΑΝ ΣΝΑΚ – θα επιλέξω το Chipicao.

Αυτό το μαγικό κρουασάν που δεν είχε στην ουσία τίποτα το τρομερά διαφορετικό από ένα Molto ή ένα 7Days, απλώς το είχαν πετύχει με το μάρκετινγκ, είχαν φτιάξει αυτόν τον τύπο τον Τσιπικάο που θύμιζε κάτι από Pokemon και απλά σε έπειθε ότι είναι το καλύτερο κρουασάν που έχεις φάει. Δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα ή αν είναι τόσο το hype στις μικρές ηλικίες, αλλά παιδιά, σαν το Τσιπικάο δεν έχει. Είναι η Χαλκιδική των κρουασάν.