Τα σημάδια έχουν έλθει εδώ και μήνες. Άσχετα αν οι οικονομικοί αναλυτές δεν τους έδωσαν σημασία. Ηθελημένα ή αθέλητα, δεν έχει τόση σημασία. Η οικονομία της Κίνας δεν πάει καλά. Και δεν πρόκειται για κάτι εφήμερο, κάτι που αναμένεται να φτιάξει σε λίγο καιρό. Τα σημάδια είναι δυσοίωνα.

Ο δείκτης Hang Seng (HSI) του Χονγκ Κονγκ, ο σημαντικότερος οικονομικός δείκτης της κινεζικής οικονομίας, έχει υποχωρήσει περισσότερο από 20% από την πρόσφατη κορύφωσή του τον περασμένο Ιανουάριο. Μολις την περασμένη εβδομάδα, το κινεζικό νόμισμα (γιουάν) υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 16 ετών. Αυτές οι εξελίξεις ώθησαν την κεντρική τράπεζα της χώρας να προβεί σε κινήσεις υπεράσπισης της ισοτιμίας σε σχέση με το δολάριο, τις μεγαλύτερες που έχουν καταγραφεί ποτέ.

Μετά από μια έκρηξη δραστηριότητας στην αρχή του χρόνου, μόλις ανακοινώθηκε η άρση των περιορισμών για τον Covid, οι δείκτες πέφτουν ραγδαία. Οι τιμές καταναλωτή πέφτουν, η κρίση στα ακίνητα βαθαίνει και οι εξαγωγές βρίσκονται σε ύφεση. Η ανεργία μεταξύ των νέων έχει επιδεινωθεί τόσο πολύ που η κυβέρνηση σταμάτησε να δημοσιεύει τα στοιχεία. Κλασική κινεζική αντιμετώπιση αυτή, να χώνεις το κεφάλι στην άμμο για να μην δεις το πρόβλημα.

Μικρότερη ανάπτυξη για την οικονομία της Κίνας

Δεν αναφερόμαστε, βέβαια, σε ύφεση. Η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου συνεχίζει να αναπτύσσεται. Αλλά με πολύ μικρότερο ποσοστό απ’ όσο πριν. Για την ακρίβεια, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η Κίνα να χάσει σημαντικά τον επίσημο στόχο ανάπτυξης «περίπου 5,5%». Κάτι που θα ήταν ντροπή για την κινεζική ηγεσία υπό τον Πρόεδρο Σι Τζιπίνγκ.

Το σενάριο αυτό απέχει, βέβαια, πολύ από την παγκόσμια οικονομική κατάρρευση του 2008. Τότε η Κίνα ξεκίνησε το μεγαλύτερο πακέτο τόνωσης στον κόσμο και ήταν η πρώτη μεγάλη οικονομία που βγήκε από την κρίση. Είναι, επίσης, μια ανατροπή σε σχέση με τον πρώτο καιρό της πανδημίας COVID-19, όταν η Κίνα ήταν η μόνη μεγάλη ανεπτυγμένη οικονομία που απέφυγε την ύφεση.

Η οικονομία της Κίνας βρίσκεται σε ύφεση από τον Απρίλιο. Oι ανησυχίες, πάντως, έχουν ενταθεί τον Αύγουστο περισσότερο από ποτέ, μετά τις αθετήσεις πληρωμών από τη Country Garden, που κάποτε ήταν ο μεγαλύτερος προγραμματιστής της χώρας από πωλήσεις ακινήτων, και η Zhongrong Trust, μια κορυφαία εταιρεία οικονομικών επενδύσεων.  Η Country Garden τρόμαξε το παγκόσμιο επενδυτικό κοινό μετά από πληροφορίες ότι είχε χάσει τις πληρωμές τόκων σε δύο ομόλογα σε δολάρια ΗΠΑ. Οι επενδυτές θυμήθηκαν την Evergrande, μια ανάλογη εταιρεία ακινήτων, η οποία χρεωκόπησε το 2021 και σηματοδότησε την έναρξη της κρίσης των ακινήτων.

Η Zhongrong Trust, η οποία διαχειριζόταν κεφάλαια αξίας 87 δισεκατομμυρίων δολαρίων για εταιρικούς πελάτες και πλούσιους ιδιώτες, δεν κατάφερε να αποπληρώσει μια σειρά επενδυτικών προϊόντων σε τουλάχιστον τέσσερις εταιρείες, αξίας περίπου 19 εκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με δηλώσεις της εταιρείας στις αρχές αυτού του μήνα. Το γεγονός προκάλεσε μέχρι και διαδηλώσεις έξω από τα γραφεία της εταιρείας από οργισμένους επενδυτές, που ζητούσαν να τους πληρωθούν κέρδη για προϊόντα υψηλής απόδοσης.

Σε καταθέσεις και ομόλογα πάνε τα λεφτά

Τον τελευταίο καιρό φαίνεται μια καθαρή τάση τα εγχώρια κεφάλαια να καταφεύγουν όλο και περισσότερο στην ασφάλεια των κρατικών ομολόγων και των τραπεζικών καταθέσεων. Αν συνεχιστεί αυτό, τότε οι τράπεζες θα στερηθούν τη ρευστότητα που χρειάζεται. Η κατάσταση επιβαρύνεται κι άλλο από το χρέος της τοπικής αυτοδιοίκησης, το οποίο έχει εκτοξευθεί σε μεγάλο βαθμό λόγω της απότομης πτώσης των εσόδων από την πώληση γης λόγω της ύφεσης των ακινήτων, καθώς και του παρατεταμένου αντίκτυπου του κόστους της επιβολής του λοκντάουν, λόγω της πανδημίας.

Το Πεκίνο έχει αποκαλύψει μέχρι στιγμής μια σταθερή δέσμη μέτρων για την τόνωση της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων περικοπών επιτοκίων και άλλων κινήσεων. Απέφυγε, όμως, να κάνει σημαντικές κινήσεις, σύμφωνα με τους αναλυτές.

Η Κίνα είναι πια πολύ χρεωμένη για να ανυψώσει την οικονομία όπως έκανε πριν από 15 χρόνια, κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Τότε, οι Κινέζοι ηγέτες παρουσίασαν ένα δημοσιονομικό πακέτο σχεδόν 600 δις δολαρίων (!), προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τις επιπτώσεις της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Αλλά τα μέτρα, τα οποία επικεντρώθηκαν σε έργα υποδομής υπό την καθοδήγηση της κυβέρνησης, οδήγησαν επίσης σε μια άνευ προηγουμένου πιστωτική επέκταση και μαζική αύξηση του χρέους της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Το πρόβλημα του γερασμένου πληθυσμού

Ένα επιπλέον ζήτημα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει μακροπρόθεσμα η Κίνα είναι η γήρανση του πληθυσμού της. Το συνολικό ποσοστό γονιμότητας της χώρας, ο μέσος αριθμός μωρών που θα έχει μια γυναίκα κατά τη διάρκεια της ζωής της, μειώθηκε στο ιστορικό χαμηλό του 1,09 πέρυσι από 1,30 μόλις δύο χρόνια πριν. Νωρίτερα φέτος, η Κίνα δημοσίευσε στοιχεία που έδειξαν ότι ο πληθυσμός της άρχισε να συρρικνώνεται πέρυσι για πρώτη φορά εδώ και έξι δεκαετίες.

Η μείωση της προσφοράς εργασίας και η αύξηση των δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη και τις κοινωνικές δαπάνες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ευρύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα και υψηλότερη επιβάρυνση του χρέους. Ένα μικρότερο εργατικό δυναμικό θα μπορούσε επίσης να διαβρώσει τις εγχώριες αποταμιεύσεις, με αποτέλεσμα υψηλότερα επιτόκια και μείωση των επενδύσεων.

Αυτό, ειδικά, είναι ένα θέμα που δεν έχει εύκολη λύση. Η Κίνα επί δεκαετίες έκανε σοβαρές προσπάθειες να ελέγξει τον πληθυσμό της. Το πλεονέκτημα των προηγούμενων χρόνων έχει γυρίσει μπούμερανγκ. Και δεν λύνεται με κεντρικές αποφάσεις.

** Με πληροφορίες από CNN.