Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έπεσαν σπεύδουν να καθησυχάσουν τους επενδυτές μετά τη νέα τροπή που πήραν τα πράγματα στα χρηματιστήρια, όπου οι επενδυτές ρευστοποιούν τραπεζικές μετοχές και ρίχνουν τις τιμές τους, προκαλώντας γενικότερη αναταραχή και φόβο στις αγορές.

Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, ανέφερε στη Σύνοδο Κορυφής ότι ο τραπεζικός τομέας στην Ευρωζώνη είναι ανθεκτικός και έχει ισχυρή κεφαλαιοποίηση και ρευστότητα, καθώς και πως οι τελευταίες εξελίξεις υπενθυμίζουν πόσο σημαντικό είναι να βελτιώνονται διαρκώς τα ρυθμιστικά και εποπτικά πρότυπα. H ίδια διαμήνυσε στους Ευρωπαίους ηγέτες ότι πρέπει να υπάρξει πρόοδος στην ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, ενώ πρέπει να γίνουν περαιτέρω βήματα για τη δημιουργία μιας πραγματικής κεφαλαιακής ένωσης.

Επισήμανε, παράλληλα, ότι η ΕΚΤ έχει τα εργαλεία να αντιμετωπίσει τους κινδύνους στη σταθερότητα των τιμών και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και δεν χρειάζεται να κάνει σταθμίσεις μεταξύ των δύο.

Στο πλαίσιο αυτό, επανέλαβε ότι η ΕΚΤ είναι αποφασισμένη να επαναφέρει τον πληθωρισμό στο 2% και θα αποφασίσει για τις μελλοντικές αυξήσεις επιτοκίων με βάση τα εισερχόμενα οικονομικά στοιχεία.

Όμως η Λαγκάρντ τόνισε πως δεν μπορεί να υπάρξει «trade-off», δηλαδή ανταλλαγή, ανάμεσα στον έλεγχο του πληθωρισμού και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Από την κατάρρευση της SVB στις ΗΠΑ προ ενός 15ημέρου έγινε εμφανής η πτώση της αξίας των τραπεζικών χαρτοφυλακίων από την απότομη αύξηση των επιτοκίων και τη συνακόλουθη πτώση των τιμών στα ομόλογα, πυροδοτώντας ένα κύμα φυγής επενδυτών ή καταθετών από αδύναμους «κρίκους» του τραπεζικού κλάδου.

Σολτς και Μακρόν

Από την πλευρά του ο Γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς, δήλωσε στη σκιά της πτώσης της μετοχής της Deutsche Bank, πως το τραπεζικό σύστημα στην Ευρώπη είναι σταθερό και πως «η Deutsche Bank είναι πολύ κερδοφόρα, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας». Αντίστοιχο μήνυμα έστειλε και ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν, επισημαίνοντας ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι σε καλή κατάσταση. «Οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι ισχυρές», δήλωσε σε συνέντευξη τύπου στις Βρυξέλλες.

Πτωτικές τάσεις στα χρηματιστήρια

Ωστόσο, η βεβιασμένη εξαγορά της Credit Suisse από την UBS δεν κατάφερε να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στον τραπεζικό κλάδο στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Εξ ου και οι επενδυτές συνέχισαν να αναθεωρούν τις θέσεις τους, εστιάζοντας αυτή τη φορά στη Deutsche Bank.

Αφού επικράτησε μεγάλη ανασφάλεια μετά την απόφαση στην Ελβετία την περασμένη Κυριακή να διαγραφεί πλήρως η αξία ομολόγων ΑΤ1 της Credit Suisse, η ανακοίνωση της μεγαλύτερης τράπεζας στη Γερμανία προς τα τέλη της εβδομάδας πως θα επαναγοράσει χρεόγραφα 1,5 δισ. ευρώ, με λήξη το 2028, εκλήφθη ως ένδειξη αδυναμίας και ενέτεινε τις πτωτικές τάσεις στα χρηματιστήρια.

Κάθε κίνηση των τραπεζών ή των αρμοδίων αρχών φαίνεται να πυροδοτεί πρώτα ένα μεγάλο κύμα ρευστοποιήσεων και ύστερα να φιλτράρεται, με τις εξελίξεις να είναι αρκετές για να τις επεξεργαστεί κανείς στους ιλιγγιώδεις ρυθμούς των αγορών. Αν και ο Σολτς διαβεβαίωσε πως η Deutsche Bank έχει εκσυγχρονίσει και αναδιοργανώσει τις δραστηριότητές της, ούσα ξανά κερδοφόρα, το πενταετές κόστος κάλυψης από τον κίνδυνο χρεοκοπίας (credit default swap) αναρριχήθηκε από τις 134 στις 200 μονάδες βάσης.

Η μετοχή της Deutsche Bank απώλεσε πάνω από το 8,4% της αξίας της στη Φρανκφούρτη αφού είχε καταγράψει ενδοσυνεδριακή πτώση έως και 15%. Μετά από μια σειρά σκανδάλων που είχαν πλήξει το κύρος και την αξιοπιστία της, γεγονός είναι πως η Deutsche Bank έχει καταφέρει να ανακάμψει τα τελευταία χρόνια. Αλλά η ανασφάλεια κυριαρχεί σήμερα. Ο πανευρωπαϊκός τραπεζικός δείκτης Stoxx 600 έκλεισε χθες με απώλειες 3,8%, ενώ οι μετοχές των UBS, Credit Suisse και Commerzbank υποχώρησαν κατά 3,55%, 5,19% και 5,45%, αντίστοιχα.

«Αγορά που βρίσκεται σε παράλογη κατάσταση

Αν και η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζάνετ Γιέλεν, τόνισε πως οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές είναι «έτοιμες να λάβουν πρόσθετα μέτρα εάν κριθεί αναγκαίο» για τη θωράκιση των τραπεζικών καταθέσεων, οι επενδυτές δεν καθησυχάζονται. Η Citigroup έκανε λόγο για μια αγορά που βρίσκεται σε «παράλογη» κατάσταση.

Οικονομικοί αναλυτές τονίζουν πως ο επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), Τζερόμ Πάουελ, καλείται να διαχειριστεί δυο αντικρουόμενα προβλήματα: τον έλεγχο του πληθωρισμού και τη διαχείριση μιας τραπεζικής κρίσης. Ο Πολ Βόλκερ κατάφερε να δαμάσει τον πληθωρισμό τη δεκαετία του ΄80 και ο Μπεν Μπερνάνκι να αντιμετωπίσει τη χρηματοπιστωτική κρίση το 2008.

Ενδεικτικό της μεγάλης αποστροφής του επενδυτικού κινδύνου είναι πως η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου υποχώρησε την Παρασκευή στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Σεπτέμβριο του 2022.

Η απαισιοδοξία για την κατάσταση των τραπεζών ενισχύθηκε αφού το πρακτορείο Bloomberg αποκάλυψε την Πέμπτη πως οι Credit Suisse και UBS διερευνώνται εδώ και καιρό από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ προκειμένου να εξακριβωθεί εάν στελέχη τους είχαν παραβιάσει δυτικές κυρώσεις με την εξυπηρέτηση Ρώσων πελατών μετά τον πόλεμο που κήρυξε η Μόσχα στην Ουκρανία.

Πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Credit Suisse διαχειρίζονταν έως και 60 δισ. δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία Ρώσων, αποκομίζοντας από 500 έως και 600 εκατ. δολάρια σε έσοδα, ετησίως. Από τον περσινό Μάιο, η Credit Suisse διατηρούσε περίπου 33 δισ. δολάρια που ανήκαν σε Ρώσους, δηλαδή κατά 50% περισσότερα από την UBS που έχει μεγαλύτερο τμήμα διαχείρισης πλούτου.

Τι εκτιμούν οι αναλυτές

Είναι λοιπόν δεδομένη η ανησυχία για την υγεία των τραπεζών σε παγκόσμια κλίμακα, που έχει πλήξει την εμπιστοσύνη και για το μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της Γερμανίας. Οι short sellers σημείωσαν κέρδη άνω των 100 εκατομμυρίων δολαρίων ποντάροντας στη μετοχή της Deutsche Bank τις τελευταίες δύο εβδομάδες, σύμφωνα με την εταιρεία οικονομικών δεδομένων Ortex.

Η Ortex είπε ότι το βραχυπρόθεσμο ενδιαφέρον για τις μετοχές της Deutsche Bank που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ έχει διπλασιαστεί κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, στα 360 εκατομμύρια δολάρια.Η μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας είδε 3 δισεκατομμύρια δολάρια να εξαφανίζονται από την αγοραία της αξία σε διάστημα μόλις μιας εβδομάδας.

Οι ανταλλαγές πιστωτικού κινδύνου (CDS) της Deutsche Bank – μια μορφή ασφάλισης για τους κατόχους ομολόγων – αυξήθηκαν πάνω από 220 μονάδες βάσης (bps) – τις περισσότερες από τα τέλη του 2018 – από 142 bps μόλις πριν από δύο ημέρες, με βάση στοιχεία της S&P Market Intelligence.

Ενώ η Deutsche Bank έχει υποστεί μια σειρά από κρίσεις στο παρελθόν, ένα τεράστιο σχέδιο ανάκαμψης τη βοήθησε να τις ξεπεράσει. Ο CEO Christian Sewing, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα το 2018, εξέτασε ακόμη και το ενδεχόμενο της συγχώνευσης με την ανταγωνίστρια Commerzbank το 2019, έπειτα από προτροπή της κυβέρνησης, για να απορρίψει εντέλει αυτό το σενάριο.

Το σημείωμα της Citi πρόσθεσε ότι η Deutsche Bank είναι κερδοφόρα και διαθέτει ισχυρά κεφάλαια και ρευστότητα. Στην επενδυτική Autonomous, οι αναλυτές σημειώνουν ότι «δεν ανησυχούν για τη βιωσιμότητα της Deutsche».

Αναλυτές της Citigroup είπαν ότι μπορεί να οφείλεται σε μια «παράλογη αγορά». Στην ίδια αναζήτηση των λόγων πίσω από την πτώση των μετοχών της Deutsche Bank, οι αναλυτές παρατήρησαν την αύξηση της τιμής των ασφαλίστρων έναντι κινδύνου της (CDS), καθώς και τις ανησυχίες σχετικά με την έκθεση σε εμπορικά ακίνητα.

«Κανένα από τα δύο δεν φαίνεται αρκετά σημαντικό για να εξηγήσει την κίνηση, μάλλον το θεωρούμε μια “παράλογη” αγορά», ανέφεραν σε σημείωμα οι αναλυτές της Citi. Όπως και με την Credit Suisse, «ο κίνδυνος είναι εάν υπάρξει ψυχολογικός αντίκτυπος από διάφορους τίτλους των μέσων ενημέρωσης στον καταθέτη, ανεξάρτητα από το αν ο αρχικός συλλογισμός πίσω από αυτό ήταν σωστός ή όχι», είπαν.

Οι αναλυτές δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να καταρρεύσουν και άλλες αμερικανικές τράπεζες, αν και εκτιμούν ότι σταδιακά, αυτές οι εξελίξεις θα τρομάζουν λιγότερο την αγορά.
Όπως αναφέρει η DZ Bank, το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων έφερε στις τράπεζες μεγάλες ζημιές από τα δάνεια και προβλήματα φερεγγυότητας. Αντίθετα σήμερα, οι τράπεζες εμφανίζουν λογιστικές ζημιές σε τίτλους και δάνεια λόγω της μεγάλης αύξησης των επιτοκίων, όμως θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους στο ακέραιο όταν οι τίτλοι αυτοί και τα δάνεια ωριμάσουν. Η DZ Bank εντοπίζει, παράλληλα, και σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα όσα συμβαίνουν στις ΗΠΑ και στην κατάσταση των ευρωπαϊκών τραπεζών.