Το ερώτημα του τίτλου δεν είναι καθόλου ρητορικό, όμως δεν έχει και άμεση απάντηση. Τουλάχιστον αυτό ισχυρίζεται ο Έλιοτ Κοέν, εβραϊκής καταγωγής Αμερικανός καθηγητής διεθνών σχέσεων στο φημισμένο πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς και ένας από τους εγκυρότερους διεθνείς αναλυτές όσον αφορά το μεσανατολικό ζήτημα και το Ισραήλ. Με άρθρο του στη Wall Street Journal αναρωτιέται αν και κατά πόσο οι νέοι Ισραηλινοί θα ακολουθήσουν το παράδειγμα των γονιών και των παππούδων τους και θα επιλέξουν να μείνουν στη χώρα, γνωρίζοντας ότι ολοένα και πληθαίνουν αυτοί που θέλουν το κακό της.

Οι επιθέσεις της Χαμάς τον περασμένο Οκτώβριο, που στοίχισαν τη ζωή σε 1.600 άμαχους, έφεραν και πάλι στο προσκήνιο ένα ερώτημα που έμοιαζε να μπαίνει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας: Πώς ο απλός πολίτης, ο κάτοικος του Ισραήλ, αντιμετωπίζει την προοπτική να ζήσει σ’ αυτή τη χώρα, με το ρίσκο να αντιμετωπίσει καθημερινά κινδύνους που δεν θα είχε σ’ ένα άλλο περιβάλλον;

Το γεγονός ότι απλοί πολίτες, γυναίκες, παιδιά, όχι ένστολοι σε αποστολή, έχασαν τη ζωή τους σε μια αιφνιδιαστική επίθεση, έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις στην ισραηλινή κοινωνία. Όχι μόνο συζητήσεις, αλλά και πιέσεις προς την κυβέρνηση του Μπέντζαμιν Νετανιάχου. Γι’ αυτό, άλλωστε, και ο Ισραηλινός πρωθυπουργός ζητάει όχι μόνο μια συμβατική νίκη, αλλά τον αφανισμό της Χαμάς. Δεν είναι θέμα πρεστίζ, αλλά επιβίωσης του κράτους σε μεσοπρόθεσμο-μακροπρόθεσμο επίπεδο.

Από τη στιγμή της ίδρυσής του, το 1948, το κράτος του Ισραήλ είχε να αντιμετωπίσει ένα ολότελα εχθρικό περιβάλλον. Μετά από τρεις μεγάλους πολέμους με τους συνασπισμένους γείτονές του (1948, 1967, 1973) η απάντηση για το αν μπορούσε να σταθεί ένα τέτοιο κράτος δόθηκε με έμφαση. Οι απανταχού Εβραίοι όχι μόνο δεν πτοήθηκαν από τους κινδύνους στην περιοχή που ζούσαν, αλλά αντίθετα πολλοί επέλεξαν να μείνουν και να φτιάξουν τη ζωή τους σ’ ένα δύσκολο περιβάλλον.

Η μετανάστευση Εβραίων στο Ισραήλ είναι κάτι που δεν έχει σταματήσει από τότε. Τη στιγμή της ίδρυσής του το κράτος του Ισραήλ είχε πληθυσμό που δεν ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο Εβραίους. Τώρα είναι τουλάχιστον εξαπλάσιοι, και γι’ αυτό δεν ευθύνεται προφανώς ο ρυθμός γεννήσεων.

Από το 1973, όταν και τελείωσε ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ, τόσο έντονο ζήτημα για την ύπαρξη του ισραηλινού κράτους δεν είχε τεθεί. Εντάσεις υπήρξαν, βεβαίως, σε πολλές περιοχές, αλλά οι εξωτερικές απειλές είχαν περιοριστεί, σε σημείο που να είναι μόνο λεκτικές ή διπλωματικές.

Εσωτερικά, οι δύο εξεγέρσεις (Ιντιφάντα) των Παλαιστινίων δημιούργησαν μεν αστάθεια και φόβο (ειδικά τις δεκαετίες του 1980 και 1990, όταν και υπήρξαν πολλές επιθέσεις αυτοκτονίας σε πολυσύχναστα μέρη σε μεγάλες ισραηλινές πόλεις), όμως το ισοζύγιο δεν αντιστράφηκε ποτέ: Πολύ περισσότεροι ήταν όσοι μετανάστευαν στο Ισραήλ απ’ όσους επέλεγαν να φύγουν από εκεί, για διάφορους λόγους.

Πόσο θα αλλάξει η καθημερινότητα στο Ισραήλ;

Η επίθεση της Χαμάς πριν δύο μήνες έθεσε επιτακτικά το ερώτημα στη νέα γενιά Ισραηλινών: Κατά πόσο είναι διατεθειμένοι να ζήσουν σε μια περιοχή όπου και η ίδια η ζωή τους μπορεί να βρεθεί σε κίνδυνο οποιαδήποτε στιγμή;

Αυτή τη στιγμή δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τη Χαμάς ή τις άλλες παλαιστινιακές οργανώσεις, αλλά και την πανίσχυρη Χεζμπολάχ του Λιβάνου, το Ιράν που βρίσκεται πίσω της και εκτοξεύει ολοένα και συχνότερα πύρινες απειλές, καθώς και τους Χούθι της Υεμένης. Ποιες δυνάμεις μπορούν να ενεργοποιήσουν αυτοί; Και πόσο αλλαγμένη θα είναι η καθημερινότητα στο Ισραήλ τους επόμενους μήνες ή τα επόμενα χρόνια, όταν θα έχουν ολοκληρωθεί (με όποιο αποτέλεσμα) οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Γάζα; Μπορεί το κράτος να εγγυηθεί ασφάλεια στους πολίτες του;

Η πρώτη αντίδραση των Ισραηλινών ήταν η αναμενόμενη. Σε αντίθεση με πληθυσμούς άλλων χωρών, όπου πολλοί προσπαθούν να εγκαταλείψουν τις εμπόλεμες ζώνες και φτάνουν στο σημείο να μεταναστεύσουν οικογενειακώς στο εξωτερικό, το Ισραήλ γνώρισε μια άνευ προηγουμένου διαθεσιμότητα από νεαρούς και νεαρές, οι οποίοι άφησαν τις δουλειές ή τις σπουδές τους σε Ευρώπη και Αμερική και έτρεξαν στο πάτριο έδαφος για να ντυθούν στρατιωτικές στολές και να τεθούν στην υπηρεσία του κράτους.

Το θέμα είναι τι θα γίνει μετά. Θα παραμείνουν όλοι αυτοί στο Ισραήλ, θα φτιάξουν εκεί οικογένειες, θα μεγαλώσουν εκεί τα παιδιά τους ή θα επιδιώξουν την ασφάλεια ενός άλλου κράτους; Και τι θα συμβεί με τις οικογένειες των γηγενών Ισραηλινών, που έχουν μια κάποια οικονομική άνεση να ζήσουν αλλού; Ένα ενδεχόμενο brain drain, με κύρια αιτία την έλλειψη ασφάλειας και όχι οικονομικής ευμάρειας, δεν είναι καθόλου απίθανο.

** Με πληροφορίες από Wall Street Journal.