Η παράξενη εμμονή της Τζόρτζια Μελόνι με τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, φαίνεται ότι δεν είναι διόλου συμπωματική, ιδίως αν σκεφτεί κανείς ότι το υπουργείο Πολιτισμού της Ιταλίας ξοδεύει 250.000 ευρώ για να οργανώσει μια έκθεση Tolkien στην Εθνική Πινακοθήκη Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης της Ρώμης.

Με τα χρόνια, η υπερσυντηρητική πρωθυπουργός της Ιταλίας παρέθεσε αποσπάσματα σε συνεντεύξεις, μοιράστηκε φωτογραφίες της να διαβάζει το μυθιστόρημα και μάλιστα πόζαρε με ένα άγαλμα του μάγου Γκάνταλφ ως μέρος μιας εκστρατείας. Στην αυτοβιογραφία/manifesto της, αφιερώνει αρκετές σελίδες στο «αγαπημένο της βιβλίο», το οποίο κάποια στιγμή αναφέρει ως «ιερό» κείμενο.

Όπως αναλύει ο Guardian δεν πρόκειται για μια απλή άσκηση επωνυμίας για να απαλύνει την εικόνα της, αλλά υπάρχει μια βαθύτερη, παράξενη, πλευρά σε αυτή την ιστορία. Όταν ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα ιταλικά ράφια τη δεκαετία του 1970, ο ακαδημαϊκός Elémire Zolla έγραψε μια σύντομη εισαγωγή στην οποία ερμήνευσε το βιβλίο ως μια αλληγορία για τις «καθαρές» εθνοτικές ομάδες που αμύνονται ενάντια στη μόλυνση από ξένους εισβολείς. Οι συμπαθούντες των φασιστών στο Movimento Sociale Italiano (MSI) έπεσαν γρήγορα στην πρόκληση. Εμπνευσμένοι από τα λόγια του Zolla, είδαν στον κόσμο του Tolkien έναν χώρο όπου μπορούσαν να εξερευνήσουν την ιδεολογία τους με κοινωνικά αποδεκτούς όρους, απαλλαγμένους από τα ταμπού του παρελθόντος.

Η Μελόνι λοιπόν, μέλος της πτέρυγας νεολαίας του MSI, ανέπτυξε την πολιτική της συνείδηση ​​σε αυτό το περιβάλλον. Ως έφηβη παρακολούθησε ακόμη και ένα «Hobbit Camp», ένα καλοκαιρινό camp που διοργάνωσε το MSI, στο οποίο οι συμμετέχοντες ντύθηκαν με ρούχα cosplay, τραγουδούσαν λαϊκές μπαλάντες και συζήτησαν πώς οι μυθολογίες του Tolkieni θα μπορούσαν να βοηθήσουν τη μεταφασιστική δεξιά να βρει αξιοπιστία σε μια νέα εποχή.

Προφανώς, μιλάμε για περιθωριακό κίνημα, ωστόσο με λίγη φαντασία, τα έπος της Μέσης Γης ταιριάζουν πολύ καλά στη λογική του σύγχρονου δεξιού λαϊκισμού. Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών ακολουθεί τη λογική ενός παιχνιδιού με «καλά» χόμπιτ και ξωτικά που πολεμούν τα «κακά» ορκ, με άσπρούς και μαύρους, που εξυπηρετούν εθνικιστικούς σκοπούς.

Στο βιβλίο της, η Μελόνι κάνει ακριβώς αυτό. Μια στιγμή μας λέει ότι ο αγαπημένος της χαρακτήρας είναι ο φιλήσυχος Samwise Gamgee, «απλά ένα χόμπιτ», ενώ αργότερα παρομοιάζει σιωπηρά την Ιταλία με το χαμένο βασίλειο του Númenor και επικαλείται το κάλεσμα του χαρακτήρα Faramir στα όπλα. Τελικά, φαίνεται να βλέπει το έργο, ως έναν διδακτικό μύθο κατά της παγκοσμιοποίησης, ένα υπερ-συντηρητικό έπος που υποστηρίζει έναν πλήρη πόλεμο ενάντια στον σύγχρονο κόσμο στο όνομα των παραδοσιακών αξιών.

Το ενδιαφέρον της Μελόνι για τη φαντασία, τα σύμβολα και τις μεγάλες αφηγήσεις την ξεχωρίζει από τους προηγούμενους ηγέτες. Όλες οι κυβερνήσεις στην Ιταλία, αριστερές και δεξιές, χρησιμοποιούν τον πολιτισμό για να εξυπηρετήσουν τα πολιτικά τους μηνύματα. Εκείνη διεκδικεί μέχρι και τον έλεγχο της δημόσιας φαντασίας.

Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε όταν ανέλαβε την εξουσία, ήταν να διορίσει τον Giampaolo Rossi, έναν δημοσιογράφο γνωστό για την υπεράσπιση του Πούτιν, γενικό διευθυντή του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα Rai. Στη συνέχεια, διόρισε τον Alessandro Giuli, έναν συντηρητικό ευρωσκεπτικιστή, πρόεδρο του σημαντικότερου μουσείου σύγχρονης τέχνης της Ρώμης, Maxxi. Την περασμένη εβδομάδα, η κυβέρνηση όρισε τον Pietrangelo Buttafuoco, διανοούμενο και πρώην μέλος της κεντρικής επιτροπής της μεταφασιστικής οργάνωσης νεολαίας Fronte della Gioventù, ως τον επόμενο πρόεδρο της Μπιενάλε της Βενετίας.

Τα πολωτικά επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι πολιτικοί για να κινητοποιήσουν τα πάθη ενόψει εκλογών, είναι απλά η επιφάνεια. Ενδιαφέρον παρουσιάζει μάλιστα, σύμφωνα με το βρετανικό μέσο, το γεγονός ότι η κυβέρνηση φαίνεται να μην ενδοιασμούς με τον αυξανόμενο αριθμό ακροδεξιών εκδοτών που επανεκτυπώνουν βιβλία φασιστών συγγραφέων όπως ο Giovanni Gentile και ο Julius Evola για μια νέα γενιά αναγνωστών, ενώ συμπωματικά πολλοί από τους εκδότες, χρησιμοποιούν τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών για να προσελκύσουν νέο κοινό.

Το ερώτημα για το πού κατευθύνεται όλο αυτό παραμένει ασαφές. Το πολιτιστικό εγχείρημα της κυβέρνησης βρίσκεται ακόμη στα εμβρυϊκά του στάδια και δεν υπάρχει ακόμη ένδειξη μιας συνεκτικής κρατικής πολιτικής. Ωστόσο, τα πρώτα σημάδια είναι ανησυχητικά αφού στοιχεία όπως η πρσπάθειά της να φανεί… μετριοπαθής, τα τακτικά χαμόγελά της, η βαρετή γλώσσα του σώματός της, είναι απλώς η επιφάνεια.