«Καημένε Μακρυγιάννη να’ξερες γιατί το τζάκισες το χέρι σου. Το τζάκισες για να χορεύουν σέικ τα κωλόπαιδα…»

Από την πρώτη φορά που το διάβασα, το παραπάνω σύντομο ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου μού δημιούργησε μεγάλη απορία. «Εάν θεωρήσουμε» σκεφτόμουν «τον Μακρυγιάννη ως έναν αρχετυπικό επαναστάτη, ο οποίος ανυστερόβουλα θυσιάζει τη σωματική του ακεραιότητα στον βωμό του Αγώνα, ποια μεγαλύτερη θα χωρούσε για εκείνον δικαίωση από το να χορεύουν τα δισέγγονα του ξένοιαστα, σε μία ελεύθερη πατρίδα; Και αν κρίνουμε τον οποιονδήποτε επειδή χορεύει, δεν τον αδικούμε άραγε κατάφορα;

Γράφει ο Χρήστος Χωμενίδης

Η γενιά των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-13 το έκανε στους επόμενους της. «Κουραμπιέδες», τούς αποκαλούσαν, φλώρους, επειδή απολάμβαναν τις όποιες ανέσεις του Μεσοπολέμου. Ώσπου έφτασε η 28η Οκτωβρίου του 1940 και οι «κουραμπιέδες» απεδείχθησαν «λιοντάρια στην Πίνδο.»

Ίσως ωστόσο να είχα παρεξηγήσει το πνεύμα του Χριστιανόπουλου. Ενδεχομένως μόνον τα κωλόπαιδα να χόρευαν σέικ ενώ τα καλά και προκομμένα παιδιά έλιωναν στο μεροκάματο ή στα θρανία. Σε αυτή την περίπτωση, το ποίημα ταιριάζει σε όλους εμάς, τους γεννημένους χονδρικά από το 1955 μέχρι το 1970. Διότι συλλήβδην χορέψαμε. Συλλήβδην δε κατηγορηθήκαμε εκ των υστέρων ότι τα βήματά μας οδήγησαν την Ελλάδα στη χρεοκοπία. Στην πτωχοποίηση, στο χείλος της καταστροφής. Απλώς κατηγορηθήκαμε; Ριφθήκαμε στο πυρ το εξώτερον. Όσοι τουλάχιστον από εμάς δεν αποκήρυξαν με βδελυγμία, δεν αποσιώπησαν έστω, τη νιότη τους…

Δεν υπήρξαμε κωλόπαιδα

Μού έρχεται ολοένα και συχνότερα η επιθυμία να γράψω ένα βιβλίο. Ή ένα σενάριο ταινίας. Ή τηλεοπτικής σειράς. Να αφηγηθώ τέλος πάντων -όπως τις έζησα-τις ξένοιαστες μέρες. Τότε που ήμασταν απολύτως πεπεισμένοι ότι το αύριο θα ξημερώνει πάντοτε, νομοτελειακά, καλύτερο από το σήμερα. Και πορευόμασταν ανάλογα.
Θα ξεκινούσε η ιστορία μου τον Ιούνιο του 1987, με τον θρίαμβο της Εθνικής Ομάδας στο Γιούρομπάσκετ. Με το τραγούδι των «Φατμέ» που έλεγε ο Νίκος Πορτοκάλογλου: «είμαστε πια πρωταθλητές, έρχονται νέες εποχές…» Και θα τελείωνε το 2008, με τη δολοφονία τού Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και τα Δεκεμβριανά που ακολούθησαν και βύθισαν την Αθήνα στο χάος, από το οποίο ανεδύθη ο νέος ριζοσπαστισμός. Τι συνέβη εκείνη την τόσο γεμάτη εικοσαετία; Πότε τρέξαμε ταχύτερα από τον χρόνο; Πότε στραβοπατήσαμε; Πότε πήραμε για τα καλά την κάτω βόλτα;

Κωλόπαιδα πάντως δεν υπήρξαμε εκ γενετής. Τουναντίον. Σταθήκαμε οι τελευταίοι που φορέσαμε -κορίτσια, αγόρια στο δημοτικό- σχολικές ποδιές, που νοιώσαμε στην ανοιχτή παλάμη μας τη βέργα του δασκάλου. Οι μεγαλύτεροί μας θυμούνταν, αμυδρά έστω, την «Χαμένη Άνοιξη» των ‘60ς. Τον νόμο 4000 «περί τεντυμποϊσμού», τα σφαιριστήρια στη Κάνιγγος και στη Φωκίωνος, τα οποία έκλεισε ως άντρα ακολασίας η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου.

Οι νεαρότεροι από εμάς άρχισαν να αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους επί Χούντας. Η παρωδία ελληνοχριστιανισμού που διακονούσαν οι συνταγματάρχες θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι μάς πλήγωσε βαθιά. Έπνεε στην Ελλάδα τότε ένας άνεμος μπαλαφάρας, γελοιότητας, τόσο σφοδρός ώστε ακόμα και αν είχες στη στενή σου οικογένεια πολιτικούς κρατούμενους -εγώ είχα- κοιτούσες, από σπόντα έστω, στην ασπρόμαυρη τηλεόραση τον «Άγνωστο Πόλεμο» του Νίκου Φώσκολου. Και οι ίδιοι εξάλλου οι πρωταγωνιστές του «Άγνωστου Πόλεμου» αποκαλύφθηκαν εκ των υστέρων ως προοδευτικοί-δημοκρατικοί καλλιτέχνες, που για επαγγελματικούς καθαρά λόγους είχαν συμμετάσχει στο αγαπημένο σήριαλ του δικτάτορα Παπαδόπουλου.

Έτσι κι αλλιώς, οι καταστάσεις άλλαζαν ραγδαία. Μεταπολίτευση, ίδρυση της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας με το δημοψήφισμα του 1974 που ξερίζωσε οριστικά τη Βασιλεία, νομιμοποίηση του ΚΚΕ, καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας. Ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, πρόδρομο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άνοδος του Πασόκ στην κυβέρνηση το 1981. Μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, σπάσιμο του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού μονοπωλίου.

Εάν μού ζητούσαν να περιγράψω τη γενιά μας με μια φράση, θα έλεγα ότι ήμασταν οι πρώτοι -ίσως και οι μόνοι- που δεν βαρύνονταν μεγαλώνοντας από κάποιο συλλογικό πένθος. Πού δεν σκιάζονταν από ένα εθνικό έγκλημα, το οποίο αναζητούσε κάθαρση. Εξιλέωση. Η Μικρασιατική Καταστροφή αποτελούσε τη βαθιά ουλή των παππούδων μας. Ο Εμφύλιος το τραύμα των γονιών μας, που έτεινε -έδειχνε- να κλείσει οριστικά. Όσο για την Κυπριακή Τραγωδία, λυπάμαι ειλικρινά μα όποιος είπε τη φράση «η Κύπρος κείται μακράν» είχε δίκιο. Για λόγους που άπτονται της ελλαδίτικης ψυχολογίας, οι ειδήσεις από τη μεγαλόνησο είναι μονίμως τελευταίες σε αναγνωσιμότητα…

Οι εθνικοί διχασμοί φάνταζαν το 1987 τόσο ξεπερασμένοι, ώστε δύο χρόνια αργότερα η «Νέα Δημοκρατία» συγκυβέρνησε με τον ενιαίο τότε «Συνασπισμό της Αριστεράς» του Χαρίλαου Φλωράκη και του Λεωνίδα Κύρκου. Βρήκαν απέναντί τους λυσσαλέα την «Αυριανή». Όπως τη βρήκε και ο Μάνος Χατζιδάκις. Εν τέλει ακόμα και ο Ανδρέας Παπανδρέου, μόλις οι αδελφοί Κουρή θεώρησαν ότι πλέον δεν τους εξυπηρετούσε.

Ποιά ήταν τα πολιτικά-οικονομικά διακυβεύματα της εποχής; Το μοίρασμα των αδειών της κινητής τηλεφωνίας και λίγο αργότερα η κοπή της πίτας της ιδιωτικής τηλεόρασης. Η διαχείριση (αν προτιμάτε η διασπάθιση) των χρηματοδοτικών πακέτων που έρχονταν από την Ευρώπη. Η συγκράτηση του εξωτερικού χρέους που διογκωνόταν επικίνδυνα, σε σημείο να κινδυνέψουμε σοβαρά στις αρχές των ‘90ς από χρεοκοπία – ας έχουν γαίαν ελαφράν ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Ξενοφών Ζολώτας, κυρίως δε το δραχμικό σύστημα που μάς γλύτωσαν…

* Θα βρεις ολόκληρο το άρθρο στο νέο τεύχος του Nitro που κυκλοφορεί στα περίπτερα