Στο «Μην πεις λέξη», το καταπληκτικό βιβλίο του Πάτρικ Ράντεν Κιφ που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, εξιστορείται η κρυφή ιστορία του IRA («Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός»). Πρόκειται για ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα, μια καθηλωτική αφήγηση για την περίοδο που έμεινε γνωστή ως «Ταραχές» στην ιστορία της Βορείου Ιρλανδίας. Για τις διαμάχες μεταξύ ενωτικών (προτεστάντες, πιστοί στο Ηνωμένο Βασίλειο) και ρεπουμπλικανών (καθολικοί, οπαδοί της ενωμένης Ιρλανδίας), που στοίχισαν τις ζωές πάνω από 3.500 ανθρώπων μέσα σε τρεις δεκαετίες βίας μεταξύ παραστρατιωτικών οργανώσεων.

Το τι πυροδότησε τις Ταραχές, πότε άρχισαν πιο σωστά, είναι και υποκειμενικό ζήτημα, υπάρχουν 2-3 διαφορετικά σημεία αφετηρίας ανάλογα του πώς το βλέπει ο καθένας. Όμως ουσία είναι ότι δεν ήθελε πολύ, κάπως, κάπου, κάποτε θα γινόταν. Τα πράγματα ισορροπούσαν σε τεντωμένο σκοινί ήδη από τη δεκαετία του 1920. Δεν ήθελε παρά ένα «τσακ» για να ξεφύγει η κατάσταση. Όπως κι έγινε.

Ήταν η εποχή που το μίσος φούντωσε, κατά την οποία ένας ολόκληρος τόπος βυθίστηκε στο δράμα και εθίστηκε στην τραγωδία – όσο τέλος πάντων μπορεί να εθιστεί ποτέ κανείς σε κάτι τέτοιο. Ειδικά ο IRA έγινε τότε φόβος και τρόμος. Με αιματηρές επιθέσεις, με χτυπήματα που έγιναν πρώτο θέμα παγκοσμίως.

Η εβδομάδα συζητήσεων που γεφύρωσε το θεωρητικά αγεφύρωτο  – Πώς φτάσαμε ως εκεί

Έχουν περάσει 25 χρόνια από την ημέρα που μπήκε τελεία σε αυτήν την ιστορία. Κάποιοι θα έλεγαν «άνω τέλεια» και σωστά, αφού οι συνέπειες της από πολλές απόψεις συγκλονιστικής αυτής περιόδου επιβιώνουν στο χρόνο. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό να θυμόμαστε, να μην ξεχνάμε.

Πώς όμως γράφτηκε ο επίλογος των Ταραχών; Μέσω της περίφημης Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής. Για μια εβδομάδα, τον Απρίλιο του 1998, οι διαπραγματευτές απομονώθηκαν στο κάστρο Χίλσμπορο, μια έπαυλη έξω από το Μπέλφαστ. Άνθρωποι που μέχρι πρότινος δεν διανοούταν πως θα μπορούσαν να συνυπάρξουν, κάθισαν στο ίδιο τραπέζι και εν τέλει τα βρήκαν. Πραγματικά εντυπωσιακό, αν όχι απίστευτο.

Μια ιστορική και χρονική συγκυρία, μια σωστή σύζευξη προσώπων και κυρίως η θέληση άλλαξαν όλη την αφήγηση. Από τα μεγάλα κεφάλια, παρόντες στις συζητήσεις ήταν ο «φρέσκος» τότε Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ. Ο Ιρλανδός ομόλογός του, Μπέρτι Αχέρν, επίσης καινούριος στο πόστο του. Και ο Αμερικανός διαμεσολαβητής Τζορτζ Μίτσελ, ένας άνθρωπος ταγμένος στο σκοπό της ειρήνευσης και της απολύτου εμπιστοσύνης του Μπιλ Κλίντον, ο τότε «Πλανητάρχης» είχε αναγάγει σε προσωπικό του ζήτημα την εξεύρεση λύσης.

Ήταν εκεί και ο Τζέρι Άνταμς, ηγέτης του Σιν Φέιν (του Κόμματος δηλαδή των Εθνικιστών), που τα τελευταία χρόνια δρούσε παρασκηνιακά προς αυτήν την κατεύθυνση καμουφλάροντας καλά το παρελθόν του στον IRA – ποτέ δεν το παραδέχτηκε αυτό, ήταν πάντως κοινό μυστικό άλλο αν πολλοί επέλεγαν συνειδητά να σφυρίξουν αδιάφορα. Απ’ έξω από το κτήριο, καθολικοί και προτεστάντες που ήθελαν να μπει τέλος «σε αυτήν την τρέλα», είχαν μαζευτεί και τραγουδούσαν για την ειρήνη, αψηφώντας την ανηλεή βροχόπτωση. Κάποια στιγμή ο Άνταμς βγήκε και τους πρόσφερε ποτά. Φάνηκε καλός οιωνός. Και τελικά ήταν.

Ήταν, πάντως, τόσο κρίσιμες οι ώρες και οριακά τα πράγματα, ώστε ο Αχέρν εγκατέλειψε το κάστρο για να πάει πίσω στην πατρίδα του για την κηδεία της μητέρας του μόνο για λίγες ώρες. Αμέσως μετά την τελετή και παρά το βαρύ πένθος του επέστρεψε με ελικόπτερο στον τόπο των σκληρών διαπραγματεύσεων. Ο Κλίντον πάλι, ήταν μονίμως stand-by και παρέμβαινε όταν έκρινε σκόπιμο για να μην καταρρεύσουν τα πάντα. Δηλαδή αρκετά συχνά.

Άξιζε όμως ο κόπος, το ξενύχτι, η αγωνία, η εφευρετικότητα όλων. Ανήμερα Μεγάλης Παρασκευής, στις 10 Απριλίου του 1998, οι διαπραγματευόμενοι βγήκαν έξω από το κάστρο, ανακοινώνοντας πως υπήρχε συμφωνία. Ένας μηχανισμός που τερμάτιζε την 30ετη σύγκρουση.

Δεν ήταν η τέλεια λύση, κάθε άλλο, αλλά έφερνε σταθερότητα κι αυτό ήταν πολύ σπουδαίο πράγμα. Ήταν ένα αριστούργημα «δημιουργικής ασάφειας» που επέτρεπε σε όλες τις πλευρές να πουλήσουν στους δικούς τους ένα αφήγημα επιτυχίας.

Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής: Τι περιλάμβανε το ιστορικό deal – Ποια ήταν η λέξη-κλειδί

Ιδού συνοπτικά τι αποφασίστηκε: Η Βόρεια Ιρλανδία θα παρέμενε κομμάτι του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά με τη δική της αποκεντρωμένη βουλή και στενότερες σχέσεις με τη δημοκρατία της Ιρλανδίας κι αυτό θα μπορούσε να αλλάξει μόνο αν το ήθελε η πλειοψηφία, σε περίπτωση δημοψηφίσματος δηλαδή. Η λέξη-κλειδί ήταν η «συναίνεση».

Ήταν ένα deal που για πολλούς ήταν απίθανο να γίνει. Τα κυριότερα «κολλήματα» ήταν ο αφοπλισμός του IRA και η απελευθέρωση αυτών που οι Ρεπουμπλικανοί αποκαλούσαν «κρατούμενους πολέμου». Κι όμως, είχε συμβεί. Χάρη στη διεθνή συνεργασία, χάρη στην επιμονή ανθρώπων που άφησαν χώρο για αμοιβαίες επωφελείς υποχωρήσεις.  

Τελικά πρυτάνευσε και θριάμβευσε η κοινή θέληση. Βοήθησε επίσης πως έμειναν όλοι μαζί για καιρό κάτω από την ίδια στέγη. Αυτό ενέτεινε την αίσθηση του κατεπείγοντος. Μαζί με την κούραση. Ήταν καιρός να τελειώνουμε με αυτό…

Για κάποιους λίγους ήταν προδοσία, για άλλους προσωπικό συμφέρον, όμως σημασία έχει πως η συμφωνία επιτεύχθηκε. Αρκετοί μαχητές ήθελαν να καταθέσουν τα όπλα, αλλά δεν ήξεραν το πώς, δεν ήθελαν να φανούν πως αυτοί λύγισαν πρώτα.

Λίγο λίγο όμως, καλλιεργούταν ένα κλίμα αποφόρτισης. Με περιόδους εκεχειρίας που μεγάλωναν ανάμεσα στον IRA και στις Ενωσιακές παραστρατιωτικές ομάδες. Τέλη 80s, αρχές 90s δειλά δειλά η λέξη «ειρήνη» άρχισε να ακούγεται. Είχαν ωριμάσει οι συνθήκες.

Γιατί «καίγονται» τόσο οι Αμερικανοί, ο συμβολισμός της παρουσίας τόσων εκλεκτών αξιωματούχων

Αυτά τα 25 χρόνια και μετά το αρχικό στάδιο προσαρμογής και προετοιμασίας η Συμφωνία λειτούργησε. Η επέτειος αυτό έρχεται να καταδείξει. Οι Αμερικανοί πάντα κοιτούσαν προσεκτικά προς αυτή τη γωνιά του πλανήτη. Το έχουν ως συνήθεια να…  χώνουν τη μύτη τους παντού, εδώ πάντως έχουν και συναισθηματική εμπλοκή. Ως χώρα με πολλούς Ιρλανδούς μετανάστες. Οι οποίοι παρότι «αμερικανοποιήθηκαν» δεν έχουν ξεχάσει τις ρίζες τους.

Ο Τζο Μπάιντεν είναι ένας από αυτούς τους Irish American. Ο Αμερικανός πρόεδρος θα είναι παρών στις εκδηλώσεις τιμής για τα 25 χρόνια από τη Συμφωνία για να στείλει μήνυμα ειρήνης και σταθερότητας. Θα είναι πλάι του και ο Μπιλ Κλίντον, είναι άλλωστε δικό του πολιτικό «παιδί» εν πολλοίς αυτό το επίτευγμα. Θα είναι και ο Βασιλιάς Κάρολος, ο Μπλερ, ο Αχέρν. Σύναξη κορυφής για μια στιγμή-ορόσημο. Κυρίως, μια πολιτικά ισχυρή συμβολικά κίνηση για να φανεί προς τα έξω πόσο σημαντικό είναι να προστατευτεί αυτό που επετεύχθη πριν από 25 χρόνια. Και πόσο εύθραυστο είναι.

Το Brexit φέρνει τριγμούς στη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής

Δεν είναι τίποτα δεδομένο. Η επέτειος επισκιάζεται από το γεγονός ότι το DUP (το Κόμμα των Ενωτικών) τους τελευταίους 14 μήνες δεν εντάσσεται στον κυβερνητικό συνασπισμό, διαμαρτυρόμενο έτσι για τους εμπορικούς κανόνες μετά το Brexit που αντιμετωπίζουν διαφορετικά την εν λόγω επαρχία από το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο. Όμως η συμμετοχή στην τοπική κυβέρνηση και των δύο μεγάλων παρατάξεων, DUΡ και Σιν Φέιν, ήταν κεντρικό στοιχείο της Συμφωνίας του 1998.

Ναι, η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει περιπλέξει τα πράγματα. Πλέον, η Βόρεια Ιρλανδία είναι το μόνο μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου με χερσαία σύνορα σε χώρα της ΕΕ – την Ιρλανδία.

Αυτό θεωρητικά σημαίνει έλεγχο στα σύνορα των φορτίων. Τελικά οι δυο πλευρές αποφάσισαν από κοινού να το αγνοήσουν. Για να προστατευθεί η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, για να μην ξυπνήσουν μνήμες από τους ελέγχους του βρετανικού στρατού την περίοδο των Ταραχών. Αλλά στους Ενωτικούς δεν άρεσε καθόλου αυτή η «παρασπονδία» και αναζητείται λύση.

Μια ολόκληρη γενιά έχει μεγαλώσει χωρίς πόλεμο. Αλλά ο κόσμος ξεχνά πως τίποτα δεν είναι δεδομένο, ενώ κάποιοι άλλοι ποτέ δεν παρέδωσαν τα όπλα «εντός» τους. Περιμένουν μια σπίθα για να ανάψουν ξανά τα αίματα. Και δεν θα σταματήσουν να μάχονται γι’ αυτό που θεωρούν ως ιερό τους χρέος.

Το σύστημα εκπαίδευσης δεν μαθαίνει σωστά και εποικοδομητικά στους νέους τι έγινε τότε και πώς να προφυλαχθούν. Καλλιεργεί είτε την απάθεια είτε ακόμα χειρότερα την έχθρα. Άλλοι πάλι, θεωρούν πως είναι απλώς θέμα χρόνου και ότι αργά ή γρήγορα η Ιρλανδία θα ενωθεί σε ένα κράτος.

Έτσι πάντως όπως έχουν τα πράγματα, αν κάτι αλλάξει φαίνεται πως δεν θα είναι βίαια, αλλά ως αποτέλεσμα του κενού ηγεσίας που δημιουργεί μια «ντεμί» κατάσταση. Και του ότι η καλή θέληση του 1998 δεν είναι καθόλου σίγουρο πως επιβιώνει.